27 Δεκ 2008

Το τρίο κι η σταθερά c (09)

Γκάζι. Όχι της κουζίνας. Την περιοχή εννοώ. Σαράντα πέντε μοίρες. Μη πάει ο νους σας σε χάρακες, γωνίες και μοιρογνωμόνια. Το μαγαζί εννοώ. Ταράτσα. Μη ξεφύγει το μυαλό σας κι αρχίσει να σκέφτεται θερμοσίφωνες, κεραίες και περιστέρια. Την ταράτσα του μαγαζιού εννοώ. Κατά τα άλλα όλα φυσιολογικά. Μπαρ, σκαμπό, πάσα, τραπεζάκια, καρέκλες, ηχεία, μουσική, μπουκάλια, ποτά. Και κόσμος. Πολύ κόσμος. Για να κάθεται, ν’ ακούει και να πίνει.

Κάπου εκεί κάθονται και τρεις τύποι. Όχι, μισό λεπτό. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Τι σημαίνει κάπου εκεί; Τι δηλαδή; Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί κι ο τρίτος λίγο πιο πέρα από το ανάμεσα στο εδώ κι εκεί; Όχι, όχι, όχι. Κι οι τρεις κάθονται στο μπαρ. Άντε πάλι. Όχι πάνω στο μπαρ. Ο καθένας κάθεται στο σκαμπό του μπροστά από το μπαρ. Και ναι. Επιτέλους. Ακριβώς όπως το φανταστήκατε. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Αν δε σας θυμίζει θα φταίει που έχει περάσει καιρός από τότε. Δε πειράζει όμως. Εγώ συνεχίζω.

Κάθονται εκεί. Και δε μιλάνε. Έχει πέσει μούγκα. Κανονικά. Ο καθένας είναι χαμένος στις σκέψεις του.

Ο ένας έχει καρφώσει το βλέμμα του στο ποτό του. Βότκα λεμόνι. Από το γυμνάσιο που ήπιε το πρώτο του, δεν έχει αλλάξει. Καμιά φορά, για την αλλαγή, ζητάει στυμμένο λεμόνι. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι έχει αφιερώσει όλο του το είναι στο ποτήρι. Σαν να περιμένει να του πει κάτι. Αλλά αυτό τίποτα. Γίνεται κανά διάλειμμα που και που για να πιει. Και μετά πάλι το ίδιο. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο άλλος είναι με την Κορόνα του. Όχι κορόνα όπως λέμε στέμμα. Βασιλιάδες και τέτοια. Αφού την έγραψα και με κεφαλαίο κάπα. Τη μπύρα του. Αυτός κοιτάει μπροστά του. Αλλά δε βλέπει. Τα μάτια του είναι κενά. Ή μάλλον το βλέμμα του είναι κενό. Δεν εστιάζει πουθενά. Χαμένο. Πίνει τη μπύρα του σα ρομποτάκι. Κουνώντας μόνο το χέρι του. Σώμα και κεφάλι σταθερά. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο τρίτος είναι με το ουισκάκι του. HAIG με πάγο. Αυτός είναι με τα σκληρά. Καιρό τώρα. Πιο πολύ από τους άλλους. Πίνει και χαζεύει τον ουρανό. Αφού είναι στην ταράτσα, δε θυμάστε; Το φεγγάρι πουθενά. Μόνο δυο τρία αστέρια υπάρχουν. Άσε που το ένα μπορεί να είναι κι αεροπλάνο γιατί σαν να κινείται περίεργα. Νιώθει ότι βρίσκεται μεταξύ του πουθενά και του τίποτα. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Τώρα που το σκέφτομαι τι σημαίνει ο ένας, ο άλλος και ο τρίτος; Έχουν ονόματα οι τύποι. Ο ένας είναι ο Γιώργος, ο άλλος είναι ο Πέτρος κι ο τρίτος είναι ο Σάκης. Όπως έχετε καταλάβει οι μαύρες πλερέζες τους λείπουν. Δεν είναι καλά. Κωλοκαταστάσεις. Ε τώρα, αν ούτε κι αυτό δε σας θυμίζει τίποτα δεν ξέρω τι άλλο να γράψω για να κάνω τη σύνδεση με κάποια προηγούμενη ιστορία. Συνεχίστε, αν δεν έχετε βαρεθεί ήδη, και θα τα καταλάβετε όλα.

Η μπαργούμαν έχει πολλή δουλειά. Ταυτόχρονα όμως παρατηρεί και τους τρεις αμίλητους και χαμένους στο διάστημα τύπους. Όπως κι εσείς, έτσι κι αυτή κατάλαβε τι είναι αυτό που τους λείπει. Και τους το λέει. «Αγόρια, έχω κάτι μαύρες πλερέζες πρόχειρες. Να σας τις δώσω ή να κεράσω μια ακόμη γύρα;»
Ο Γιώργος σηκώνει το κεφάλι του. Ο Πέτρος εστιάζει το βλέμμα του. Ο Σάκης κατεβάζει το κεφάλι του. Δε μιλάει κανείς. Την κοιτάνε σαν εξωγήινο. Αν είχαν μπροστά τους τον ET με κινητό στο χέρι να τηλεφωνεί σπίτι του, θα τον κοιτούσαν πιο φυσιολογικά.
«Όχι, να’ σαι καλά» μίλησε τελικά πρώτος ο Γιώργος.
«Να σε πληρώσουμε;» ρωτάει ο Πέτρος.
Ο Σάκης τίποτα. Απλά αρχίζει να ψάχνει τα λεφτά στην τσέπη του.

Πληρώνουν και φεύγουν. Ο βοτκάκιας με το μπυρόβιο έχουν έρθει με αυτοκίνητο. Ο καθένας με το δικό του. Ο ουισκάκιας με τη μηχανή του. Χαιρετιούνται έξω από το μαγαζί. Ο καθένας κινείται προς το όχημά του. Μόνος παρέα με τις σκέψεις του. Πηγαίνουν σπίτι τους. Άντε να δούμε πως θα βγει κι αυτό το βράδυ. Μέχρι να φτάσουν όμως σπίτια τους ας δούμε εμείς τι έχει γίνει και είναι έτσι τα παλικάρια μας.

Θυμάστε το Γιώργο με τη Χ; Τελικά χώρισαν. Και για να είμαστε σωστοί, τελικά αυτός της ζήτησε να χωρίσουν. Πριν λίγες μέρες. Ήταν ένα δύσκολο βράδυ. Η Χ έκλαιγε απαρηγόρητη. Κι ο Γιώργος ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πληγώθηκε. Του στοίχισε πάρα πολύ αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτό που τον επηρέασε πιο πολύ απ’ όλα ήταν ο πόνος που προκάλεσε. Δεν το άντεχε. Αλλά είπαμε. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τον Πέτρο με την Ψ τους θυμάστε; Χώρισαν κι αυτοί. Το προηγούμενο βράδυ. Συναντήθηκαν στο σπίτι του Πέτρου και μίλησαν εφ’ όλης της ύλης. Τα είπαν όλα. Με απόλυτη ειλικρίνεια. Πως ξεκίνησαν, πως συνέχισαν και πως είναι τώρα. Αλλά τελικά το πουλάκι πέταξε. Η Ψ την έσβησε τη μηχανή και ο Πέτρος κουράστηκε να σπρώχνει. Μπορούμε να πούμε ότι αποφάσισαν να χωρίσουν κι οι δύο. Κοινή συναινέσει που λένε. Αλλά ο Πέτρος δεν το αντέχει. Μπορεί να μην είχε ουσιαστικά άλλη επιλογή αλλά δε μπορεί να το αποδεχτεί κι απόλυτα. Την ήθελε πολύ την Ψ αλλά μάλλον άργησε να το καταλάβει. Κι όπως είπαμε και πριν, το πουλάκι πέταξε. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τώρα τι να πούμε για το Σάκη και τη Ζ; Αυτοί είναι χωρισμένοι εδώ και καιρό. Αλλά ο Σάκης είναι ακόμη το ίδιο πληγωμένος. Τα είχαμε πει και την προηγούμενη φορά αναλυτικά. Ο πόνος του γίνεται θλίψη. Η θλίψη γίνεται φόβος. Ο φόβος τον κάνει να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Κι η συνειδητοποίηση του προκαλεί νέο πόνο. Πιο δυνατό. Πιο γεμάτο. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μπορεί τον τελευταίο καιρό να δείχνει ότι συνέρχεται στους γύρω του. Αλλά αυτό μόνο επιφανειακά. Μέσα του τα πράγματα είναι ίδια. Η πραγματικότητα είναι σκληρή. Κι όχι τίποτα άλλο. Αλλά αυτή η πουτάνα η πραγματικότητα δαγκώνει κι από πάνω. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Θυμηθήκατε τώρα αυτά που σας έλεγα; Αλλά για μισό λεπτό. Κάτι γίνεται εδώ πέρα. Κάποιος από του τρεις δεν πήγε σπίτι του. Είναι κάπου αλλού.

Ο Γιώργος είναι στο Λυκαβηττό. Δεν έχει πολύ κόσμο γιατί έβγαλε ψυχρούλα. Είναι μόνος του στη μια άκρη του μαντρότοιχου. Κάθεται και χαζεύει τη φωτισμένη Αθήνα. Ανάβει τσιγάρο. Στο μυαλό του γυρίζει το σκηνικό του χωρισμού. Παράλληλα σκέφτεται και τους άλλους δύο. Όλα μαζεμένα. Έχουν κι αυτοί τα δικά τους. Δε θέλει να τους φορτώσει και με τα δικά του. Το τσιγάρο τελειώνει κι έχει ήδη βγάλει το επόμενο. Τη στιγμή που πάει να το ανάψει αισθάνεται ένα χέρι στον ώμο του να τον ακουμπάει μαλακά.
«Κι εσύ εδώ;» του λέει ο Πέτρος.
«Δε μπορούσα να γυρίσω σπίτι ρε φιλαράκι» απαντά ο Γιώργος χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. «Κι είπα να έρθω εδώ πάνω για ένα τσιγάρο.»
«Κι εγώ μία από τα ίδια. Δε με χωράει ο τόπος. Να κάτσω;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Τι ρωτάς μωρέ μαλάκα;»
Οπότε κάθισε. Ήταν οι δυο τους. Άναψαν τσιγάρο. Ο Πέτρος το πρώτο. Ο Γιώργος το δεύτερο. Σκέφτονται τον τρίτο. Την ησυχία τη σπάει ο Πέτρος. «Να πάρουμε τηλέφωνο το Σάκη, ν’ ανέβει κι αυτός;»
Ο Γιώργος έχει αμφιβολίες. «Ξέρω κι εγώ ρε φίλε; Έχει κι αυτός τα δικά του. Περισσότερο καιρό από εμάς. Μην έρθει και του μαυρίσουμε κι άλλο την ψυχή.»
«Δίκιο έχεις» συμφωνεί ο Πέτρος. «Άσ’ τον καλύτερα.»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και τα κινητά και των δύο χτυπάνε σχεδόν ταυτόχρονα. Τώρα αν σας πω ότι ο καθένας δε παρακάλεσε από μέσα του να είναι οι Χ και Ψ, θα σας πω ψέματα. Ο καθένας είχε στο μυαλό του το ιδανικό μήνυμα για την περίπτωσή του, όταν έπιανε το κινητό για να το διαβάσει. Αλλά αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Το μήνυμα και των δύο είναι το ίδιο. Κι είναι από το Σάκη.

Μήνυμα Σάκη προς Γιώργο και Πέτρο.
Χωρισμένε μαλάκα πάρε τον άλλο το χωρισμένο μαλάκα κι ελάτε στην άλλη άκρη του μαντρότοιχου που σας περιμένει ο χωρισμένος αρχιμαλάκας.

Οι δυο τους κοιτιούνται και χαμογελούν αυθόρμητα. Γυρίζουν τα κεφάλια τους προς την άλλη άκρη του μαντρότοιχου. Το μόνο που διακρίνουν είναι μια σκοτεινή φιγούρα που κάθεται απομονωμένη από το λιγοστό κόσμο που βρίσκεται αυτή την ώρα στο Λυκαβηττό. Μια καύτρα ανεβοκατεβαίνει σαν πυγολαμπίδα μπροστά της. Λίγο πιο πέρα είναι η σκιά μιας μηχανής. Σηκώνονται κι αρχίζουν να περπατάνε προς τα κει. Συναντιούνται με το Σάκη. Βολεύονται. Ανάβουν τσιγάρο. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν μες στη μούγκα. Αυτή τη φορά μίλησαν. Ως το πρωί.

Λίγο πληγωμένοι. Μια βόλτα στενοχωρημένοι. Μια κουβέντα μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

15 Δεκ 2008

Το τρίο και το χαλαρό καφεδάκι (08)

Πότε πέρασαν οι μέρες και πρέπει να ξαναφύγω για Τρίπολη, ούτε που το κατάλαβα. Κι επειδή μέσα στο τρέξιμο των ημερών δεν κατάφερα να πιω ένα χαλαρό καφεδάκι με κάποια άτομα που ήθελα, θα τον πιω από εδώ και τους υπόλοιπους θα μου τους χρωστάω.. Καλή εβδομάδα σε όλους!


Περίοδος εξεταστικής. Τελευταίο μάθημα. Της εξεταστικής. Όχι της σχολής. Η ώρα της εξέτασης τουλάχιστον βάναυση. Άκου εκεί στις οχτώ το πρωί. Ποιος μπορεί να αποδώσει τέτοια ώρα; Η μοίρα του μαθήματος έχει αποφασιστεί από το προηγούμενο βράδυ. Δε θα δοθεί. Άλλωστε γι’ αυτό υπάρχει κι ο Σεπτέμβριος. Αλλά αν κάτσουν και κοιμηθούν θα το έχουν τύψεις. Κάτι πρέπει να κάνουν. Η λύση είναι προφανής. Θα πιούνε το καφεδάκι τους στο καφενείο. Προσοχή. Όχι σε κάποια καφετέρια με δυνατή μουσική και κόσμο. Αλλά στο κρυφό τους στέκι. Στο καφενείο της γειτονιάς. Μαζί με τα γεροντάκια της γειτονιάς. Και τη χαλαρή μουσική που παίζει από κασσεττόφωνο και βγάζει αυτόν τον τραχύ αλλά γλυκό ήχο. Ούτως ή άλλως μόνο αυτό είναι ανοιχτό τέτοια ώρα. Από τα αξημέρωτα δηλαδή.

«Και γιατί δε κάτσαμε να κοιμηθούμε;» ρωτάει ο Γιώργος προσπαθώντας να καλύψει το χασμουρητό του.
«Γιατί κανονικά τώρα θα έπρεπε να διαλέγαμε θέσεις στο αμφιθέατρο. Οπότε έπρεπε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο. Κι έτσι ήρθαμε να διαλέξουμε τις θέσεις μας εδώ» απαντά ο Πέτρος με το μάτι κατακόκκινο από τη νύστα.
«Δηλαδή άμα δεν κάναμε κάτι αντίστοιχο και απλά κοιμόμασταν θα γινόταν κάτι;» επιμένει ο Γιώργος.
«Φυσικά και θα γινόταν. Θα χαλάγαμε την continuity του σύμπαντος» αντιπαρέρχεται ο Πέτρος με την επιστημονική εξήγηση.
«Μα τι μου λες; Υπάρχει τέτοιο πράγμα;» ζητάει περισσότερες εξηγήσεις ο αγουροξυπνημένος.
«Όχι» επεμβαίνει ο Σάκης «αλλά αν υπήρχε εμείς θα τη χαλάγαμε αυτή την κοντιτέτοια του σύμπαντος.» Ήταν πολύ πρωί. Δε μπορούσε ακόμη να σχηματίσει δύσκολες λέξεις. Πόσο μάλλον αγγλικές. Για το συνδυασμό τους είναι περιττό να πούμε κάτι παραπάνω. Σημασία έχει ότι καθησύχασε το ανήσυχο μυαλό του φίλου του.

Πάνω στην επιβεβαίωση ότι η ανθρωπότητα μπορεί να συνεχίσει αμέριμνη το έργο της, σκάει μύτη ο αδύνατος πιτσιρικάς με τα χαρτομάντιλα.
«Βρε, βρε, καλώς το μαθητούδι μας» το προλαβαίνει ο Σάκης πριν πλασάρει την πραμάτεια του.
Ο μικρός τους κοιτάει με ένα χαμόγελο. Ο Πέτρος μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Τον έμαθες τον πολλαπλασιασμό μέχρι το πέντε, όπως είχαμε συμφωνήσει την προηγούμενη φορά;»
«Αμέ» και το χαμόγελο ανοίγει πιο πολύ.
«Για να δούμε. Πόσο κάνει πέντε επί εφτά;» αρχίζει την εξέταση ο ακαδημαϊκός Γιώργος.
«Τριάντα πέντε» παίρνει τη σωστή απάντηση μετά από πολύ λίγη σκέψη.
«Εξαιρετικά! Και πόσο κάνει τέσσερα επί έξι;» συνεχίζει την εξέταση ο καθηγητής λυκείου Πέτρος. Έβαλε εύκολα θέματα στο διαγώνισμα.
«Είκοσι τέσσερα» έρχεται άμεσα η απάντηση.
«Μπράβο» επιβραβεύει ο Σάκης. Είχε έρθει η σειρά του. Δεν ήθελε να του χαλάσει το σερί. Έτσι σαν άλλος δάσκαλος δημοτικού ρωτάει. «Και πόσο κάνει τρία επί τέσσερα;»
«Ε, αυτό είναι εύκολο. Δώδεκα» απαντάει ο πιτσιρικάς και το χαμόγελο αγγίζει τα αυτιά του.
Την τελευταία απάντηση συνόδεψαν χειροκροτήματα κι επευφημίες. Τρία ευρώ βρέθηκαν στο χέρι του επίδοξου μαθηματικού. Ο μικρός πάει να βγάλει το αντίτιμο σε χαρτομάντιλα για να τους τα δώσει. Ο Σάκης τον σταματάει. «Τα χαρτομάντιλα κράτησέ τα.»
«Σήμερα πληρώθηκες για τις γνώσεις σου» επισημαίνει ο καθηγητής.
«Την επόμενη φορά θα σε εξετάσουμε στο έξι και στο εφτά» ανακοινώνει την ύλη για την εξεταστική ο ακαδημαϊκός.
«Θα είμαι έτοιμος» υπόσχεται ο μικροπωλητής κι αφήνει ένα πακετάκι πάνω στο τραπέζι φεύγοντας, πριν προλάβουν οι άλλοι να φέρουν αντιρρήσεις.

«Καλημερίζω τη νεολαία» ακούνε πίσω από την πλάτη τους.
Οι τρεις τους γυρίζουν ταυτόχρονα και βλέπουν το λαχειοπώλη της γειτονιάς. Από μικρά παιδιά τον θυμούνται να τριγυρίζει τους δρόμους της περιοχής με το ξύλινο λάβαρό του και να πουλάει όνειρα. Τρεις εγκάρδιες καλημέρες πήγαν προς τη μεριά του.
«Θα μου κάνετε σεφτέ σήμερα;» ρωτάει ο λαχειοπώλης «που είστε και γουρλήδες;» συμπληρώνει εννοώντας το.
«Μας δουλεύεις ψιλό γαζί κυρ Μανώλη;» ρωτάει ο Γιώργος.
«Εμείς γουρλήδες;» απορεί ο Πέτρος.
«Γιατί το λέτε αυτό ρε παιδιά;» ζητάει εξηγήσεις ο ενδιάμεσος του εύκολου χρήματος.
Ο Σάκης αναλαμβάνει να δώσει τις εξηγήσεις. «Γιατί δέκα χρόνια τώρα παίρνουμε λαχεία από σένα και δεν έχουμε κερδίσει ούτε ένα ευρώ. Έτσι για το γαμώτο!» βγάζει κι ένα παράπονο πάνω στις εξηγήσεις.
Ο κυρ Μανώλης ρίχνει ένα αληθινό και γάργαρο γέλιο. «Αρχικά είπα ότι είστε γουρλήδες για μένα. Κάθε φορά που είστε οι πρώτοι μου πελάτες πάει καλά η μέρα. Και μετά τι να τα κάνετε εσείς τα λεφτά; Αφού έχετε ο ένας τον άλλο.»
Οι τρεις τους απορούν με την απάντηση που πήραν. Κοιτιούνται για λίγο μεταξύ τους χωρίς να μιλάνε. Παρατηρούν ο ένας τον άλλο. Ο λαχειοπώλης τους βλέπει και τους χαίρεται. Το τρίο ανακυκλώνει τα τελευταία λόγια στη σκέψη του. Σιγή. Και τότε σαν ένα σώμα μια ψυχή γυρνάνε προς τον κυρ Μανώλη και του λένε. «Ένα τρίδυμο παρακαλώ.»
Ο κυρ Μανώλης βάζει πάλι τα γέλια. Τα λαχεία πουλήθηκαν και βολεύτηκαν σε τσέπες, πορτοφόλια και τσαντάκια. Θα μπορούσαν βέβαια να πάνε κατευθείαν στα σκουπίδια γιατί πάλι δε θα κέρδιζαν ούτε ένα ευρώ. Έτσι για το γαμώτο. Αλλά δε πειράζει. Αυτοί είχαν ο ένας τον άλλο.

«Άντε παιδιά και σε καλή μεριά.» Αυτός που μίλησε ήταν ο κυρ Χρήστος. Ο προπατζής της γειτονιάς. Είχε έρθει να πάρει το καφεδάκι του για να πάει να ανοίξει μετά το μαγαζί και είχε παρακολουθήσει το σκηνικό. Τρία ευχαριστώ και τρεις καλημέρες ήρθαν ακούραστα, αβάδιστα και αβασάνιστα προς τη μεριά του.
Ο κυρ Χρήστος ανοίγει αμέσως θέμα στο αντικείμενό του. «Δε μου λέτε ρε μάγκες. Εσείς αλλάξατε ομάδες ή ακόμη δουλεύετε τον κόσμο;»
«Α τώρα μας προσβάλεις κυρ Χρήστο» προσποιείται ότι θίχτηκε ο Γιώργος. «Σε πληροφορώ ότι η Αναγέννηση Καρδίτσας μετά από πολλά χρόνια κι αφού η προεδράρα μας αποφάσισε να ρίξει λίγο χρήμα στην ομάδα ανέβηκε στη Β΄ εθνική» δίνει τα τελευταία νέα νιώθοντας χρέος να υποστηρίξει την ένδοξη ομάδα του τόπου καταγωγής του.
«Ναι αλλά δεν έχετε ξεκινήσει πολύ καλά το πρωτάθλημα» συνεχίζει ο ποδοσφαιρόφιλος προπατζής. «Ούτε εσύ» και κοιτάει το Γιώργο, «ούτε εσύ» και τώρα απευθύνεται στον Πέτρο.
Ο τελευταίος παίρνει τη σκυτάλη. «Τι να γίνει κυρ Χρήστο; Δε μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η Ηλυσιακάρα όμως θα παίξει πάλι καλή μπάλα και κάποια στιγμή θα ανέβει και στην κατηγορία των μεγάλων. Τι διάολο;» αναρωτιέται φωναχτά. «Δώδεκα χρόνια πηγαίναμε δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο δίπλα από το γήπεδό του. Έχουμε παίξει ουκ ολίγες φορές στον αγωνιστικό του χώρο. Κάποια στιγμή θα απορροφήσουν την αύρα μας κι η ομάδα θα απογειωθεί» παραληρεί ο Πέτρος.
«Καλά, καλά» συμπονά ο κυρ Χρήστος και γυρνά προς το Σάκη. «Εσένα αγόρι μου πως πάει η ομάδα σου; Υπάρχει ακόμη;»
«Αγαπητέ κύριε Χρήστο, ένα έχω να σας πω. Ο πολυπαθής Αστροναύτης, της ηρωικής Νεράιδας και περιχώρων, θα συνεχίσει να δίνει τους αγώνες του στο ιστορικό γήπεδο της Φτερόλακας» ήταν το ένα που είπε ο Σάκης με ύφος προέδρου.
Ο συμπαθής κυρ Χρήστος ξεφυσάει. «Το ξέρετε ότι δεν πρόκειται να βγάλω άκρη μαζί σας;» Ρητορική η ερώτηση. «Άντε σας περιμένω μετά γιατί σας έχω έτοιμα κάτι στανταράκια» τους κλείνει τα μάτι φεύγοντας.
Τρεις επιβεβαιώσεις ήρθαν πάλι προς τη μεριά του με τα τρία Άλφα των αγγελιών. Ακούραστα. Αβάδιστα. Αβασάνιστα.

Μείναν οι τρεις τους. Πάλι. Κάτι σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται σιγά σιγά στον ουρανό. Έτσι για την παρέα. Ανάβουν τσιγάρα. Η νύστα έχει αρχίσει να φεύγει. Κάτι όμως τους λείπει. Πρώτος το αντιλαμβάνεται ο Σάκης. «Οι καφέδες που είναι; Μας έχει δει ο κυρ Αντώνης εδώ έξω που καθόμαστε;» απορεί.
«Σας είδα παλικάρια μου» τον επιβεβαιώνει ο καφετζής που έρχεται προς το μέρος τους. «Τι θα πάρουν σήμερα τ’ αγόρια μου;»
«Λοιπόν, κυρ Αντώνη εμένα θα μου φέρετε ένα κάραμελ καπουτσίνο με σαντιγί και λίγη τρουφίτσα από πάνω» παραγγέλνει πρώτος ο Γιώργος.
Σειρά έχει ο Πέτρος. «Εμένα ένα φραπουτσινάκι με διπλή δόση εσπρέσο και να ρίξετε από πάνω λίγο σιρόπι σοκολάτας. Λίγο όμως, όχι πολύ»
Τελευταίος ο Σάκης. «Κυρ Αντώνη εμένα με ξέρετε, είμαι απλός άνθρωπος. Ένα διπλό εσπρεσάκι μακιάτο.»
Ο αιωνόβιος καφετζής που τους ξέρει από μικρά παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία κι έρχονταν σ’ αυτόν για την πορτοκαλάδα τους βάζει τα γέλια. «Καλά ρε σαρδανάπαλοι. Δε βαριέστε κάθε φορά να μου λέτε ότι σας κατέβει; Να φέρω τα φραπεδάκια σας;» τους ρωτάει ενώ είναι σίγουρος.
Τρία βεβαίως ήρθαν με τα γνωστά τρία Άλφα.
Ο μαγαζάτορας κλείνει την παραγγελία όπως συνηθίζει. Είναι μια ιεροτελεστία γι’ αυτόν. Τη λέει δυνατά πριν φύγει. Για την επιβεβαίωση. «Έχουμε και λέμε. Ένα σκέτο με λίγο γαλατάκι εβαπορέ για το Γιωργάκη μας, ένα μέτριο με ολίγη και λίγο γαλατάκι για τον Πετράκη μας και για το Σάκη μας το γαλακτομπουρεκάκι του σε υγρή μορφή. Πολλή ζάχαρη με πολύ γάλα.»
Α-ακούραστα. Κρι-αβάδιστα. Βως-αβασάνιστα.

Τα καφεδάκια δεν άργησαν να έρθουν. Ανάβουν ένα ακόμη τσιγάρο από τα πολλά που θα ακουλουθήσουν. Παίρνουν την πρώτη τζούρα του πρωινού καφέ. Μαγεία. Για μια στιγμή σκέφτονται το μάθημα που θα έδιναν. Δε γαμιέται. Ένα μάθημα είναι. Ας ήταν μόνο αυτό το πρόβλημά τους. Τα σύννεφα έχουν αρχίσει να γίνονται πιο πολλά. Και να παίρνουν αποχρώσεις του γκρι.
«Ωραία μέρα σήμερα» παρατηρεί ο Γιώργος.
«Ναι, αλλά μάλλον θα βρέξει» επισημαίνει ο Πέτρος.
«Το πολύ πολύ να βραχούμε» ηρεμεί ο Σάκης.

Λίγο τεμπέληδες. Ένα λαχείο τζογαδόροι. Μια στήλη μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

11 Δεκ 2008

Η αρχή..

Έφυγα για λίγο. Επέστρεψα για ακόμη πιο λίγο. Όλα έμειναν όπως τα άφησα. Στάσιμα. Κρυσταλλωμένα. Ψυχρά. Ίσως και λίγο όμορφα. Παράδοξα όμορφα. Συνήθεια; Συνειδητοποίηση; Αδιάφορο. Όλα ίδια. Εκτός από κάτι.

Είναι εδώ. Έτοιμο να ξεκινήσει. Το πρώτο γρανάζι έχει αρχίσει να κουνιέται. Είναι θέμα χρόνου να βρει τη θέση του και να σημάνει την έναρξη. Η διαδικασία μη αναστρέψιμη. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Οι ήχοι δε θα συνοδέψουν την παράσταση. Είναι φορές που είναι περιττοί. Όλα θα γίνουν μέσα στην απόλυτη ησυχία. Μόνο έτσι θα μπορέσω να ακούσω καθαρά τις εικόνες. Η εσωτερική ησυχία άλλωστε είναι ό,τι πιο εκκωφαντικό μπορεί να ακούσει κανείς.

Πλέον, δε με απασχολεί τι ήταν αυτά που με οδήγησαν εδώ. Ούτε το τι θα επακολουθήσει. Χωρίς εικόνες του παρελθόντος. Χωρίς σκέψεις για το μέλλον. Μόνο η στιγμή.

Το μόνο που μένει είναι να ακολουθήσω τα βήματά μου/σου. Να βρω μια θέση. Δε χρειάζεται να είναι αναπαυτική. Και μια γωνία να ακουμπήσω μου αρκεί. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να έχει θέα. Να μπορώ να δω.

Να κρατήσω μια θέση και για σένα;

(ο τίτλος είναι Η αρχή.. κι η υπογραφή είναι ..του τέλους)

11 Νοε 2008

Ήρθε η ώρα μου..

..να παίξω κι εγώ στο θέατρο του παραλόγου! Μη φανταστείτε κανά πρωταγωνιστικό ρόλο. Μπααα. Ένας απλός και ταπεινός κομπάρσος θα είμαι. Θα περιφέρομαι όλη την ώρα πάνω στη σκηνή για να πω κανά δυο ατάκες όλες κι όλες. Φοβερό;

Όσο για σας, θέλω να κοιμάστε ήσυχοι. Τα σύνορα θα είναι ασφαλή. Αφού θα τα αναλάβω προσωπικά σας λέω! Σας παρακαλώ κυρίες και κύριοι! Τι σημαίνει ότι θα πάω Αεροπορία και θα είναι μια χαρά; Επειδή δηλαδή η παράσταση που θα ανέβει θα είναι πιο κουλτουρέ σημαίνει ότι δε θα είναι και παράλογη;

Μια μέρα ελευθερίας μου μένει γιατί από Τετάρτη πρωί θα λιάζομαι (τρόπος του λέγειν) στην εξωτική Τρίπολη για εικοσικάτι μέρες (απ’ ότι μου 'χουν πει). Και να δω πως θα προλάβω να κάνω όλες τις δουλειές που έχω αφήσει για την τελευταία στιγμή μέσα σε μια μέρα μόνο. Δράμα σας λέω!

Τέσπα, σταματάω για να κρατήσω δυνάμεις για το ρόλο. Το όσκαρ ψπδ΄ ανδρικού ρόλου το έχω στο τσεπάκι μου!

Να είστε όλοι καλά και θέλω να πιστεύω ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα..

9 Νοε 2008

Μία και μόνη ατυπία για ένα Παρ (IV)

- Ώστε 28 χρόνια πριν, ε;
- Ναι.
- Να τα εκατοστήσεις.
- Πολλά είναι.
- Γιατί;
- Μάλλον θα βαρεθώ μέχρι τότε.
- Τα 80 καλά είναι; Να τ’ αφήσω;
- Μη κοροϊδεύεις.
- Καλά. Χρόνια πολλά, λοιπόν. Έτσι. Σκέτο.
- Ξέρεις ποια είναι η καλύτερη ευχή για μένα;
- Ποια;
- Χρόνια καλά.
- …
- Κι ας είναι όσα είναι..
- Δεκτό. Χρόνια καλά φίλε μου.
- Ευχαριστώ.

3 Νοε 2008

Λίγες ωδίες για ένα Παρ (III)

- Καθρέφτη καθρεφτάκι μου.
- Τι θες πάλι;
- Ποια είναι η πιο όμορφη;
- Πάντως όχι εσύ.
- Τι είπες;
- Άκουσες.
- Μα δε λέει έτσι το σενάριο.
- Το ξέρω.
- Και τι είναι αυτό;
- Η αλήθεια.

-------

- Να ζει κανείς ή να μη ζει;
- Έλα μου ντε.
- Μπαρδόν;
- Δε ξέρω ρε παιδί μου.
- Εγώ λέω να ζει.
- Ε πες το.
- Το είπα. Εσύ τι λες;
- Να μη ζει.
- Πως το λες αυτό;
- Από εμπειρία. Θυμήσου με ποιον μιλάς.
- Κατάλαβα.
- Εγώ πάλι όχι.
- Μήπως να το στρίψουμε;
- Και δε το στρίβουμε;

-------

- You talking to me?
- Συγγνώμη σε μένα μιλάτε;
- Όχι. Εσύ μου μιλάς.
- Μα πως; Αφού κάτι ρωτήσατε.
- Επειδή μου μίλησες.
- Θα ορκιζόμουνα ότι αρχίσατε πρώτος.
- Δε πάει καλά. Δε βγαίνει.
- Το βλέπω.
- Θα πάω στον καθρέφτη.
- Όπως νομίζετε.

-------

- Δηλαδή τέλος;
- Τελείως.
- Σίγουρα;
- Ναι λέμε.
- Δε πειράζει.
- Για να το λες.
- Ξέρεις γιατί;
- Γιατί;
- Θα έχουμε πάντα το Παρίσι.
- Μα δεν πήγαμε ποτέ εκεί.
- Ουπς.
- Με ποια ήσουνα στο Παρίσι; Ε;

-------

- Διακτίνισέ με Σκότι.
- Όχι.
- Γιατί;
- Το ’χω πει χίλιες φορές.
- Ποιο;
- Δε μ’ αρέσουν τα χαϊδευτικά.
- Δηλαδή;
- Να με λέτε Σκοτ. Χωρίς το ι.
- Πως κάνεις έτσι για ένα ι;
- Σοβαρά μιλάς;
- Αμέ.
- Καλά. Να δούμε εσένα από δω και πέρα.
- Δηλαδή;
- Θα σε φωνάζω Σπόκι.

31 Οκτ 2008

Το τρίο κι η αρχή (07)

Χρόνος. Χρόνια πριν. Αρκετά έως πολλά. Όχι όμως και πάρα πολλά. Τόπος. Ένα νηπιαγωγείο της Αθήνας. Κατάσταση. Πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς για όλους. Και για τα παιδάκια και για την κυρία Μαρία.

Στην τάξη επικρατεί σχετική ησυχία. Άλλα παιδάκια κάθονται και παρατηρούν, άλλα ζωγραφίζουν, άλλα τραγουδούν, άλλα παίζουν με κάτι τουβλάκια. Η κυρία Μαρία τα έχει όλα υπό έλεγχο. Εξακολουθεί όμως να είναι αγχωμένη. Θέλει να ξαναπάει τουαλέτα. Έχει πάει ήδη δυο φορές και όλοι και όλα παρέμειναν σε τάξη. Όπως τα είχε αφήσει. Δεν έγινε τίποτα. Γιατί να γίνει τώρα; Παίρνει την απόφαση και σηκώνεται. Η τρίτη όμως είναι και η φαρμακερή. Έτσι δε λένε; Αυτή τη φορά κάτι έγινε τα λίγα λεπτά που έλειπε. Δεν το έμαθε ποτέ.

Η ώρα πέρασε. Ευχάριστα για τους περισσότερους. Όχι για όλους όμως. Το κουδούνι χτυπάει. Οι γονείς περιμένουν έξω από την αυλή να παραλάβουν τα βλαστάρια τους. Πρώτος από την τάξη βγαίνει ένας πιτσιρικάς. Είναι μουρτζούφλης. Δε σηκώνει και πολλά πολλά. Εντοπίζει τη μαμά του. Πηγαίνει προς τα εκεί, την πιάνει από το χέρι και ξεκινάνε για το σπίτι. Μαζί με το μπουλούκι βγαίνει κι ένας δεύτερος πιτσιρικάς. Αυτός είναι νευριασμένος. Τα ’χει πάρει στο κρανίο αλλά είναι μικρός ακόμη γι’ αυτή την έκφραση. Θα εμφανιστεί πολλά χρόνια μετά στο λεξιλόγιό του. Ρίχνει μια ματιά, βλέπει το μπαμπά του και τον χαιρετάει με το ζόρι. Δε χαιρετάει όμως κανέναν άλλο. Ξεκινάει κι αυτός για το σπίτι του. Μια μαμά έχει μείνει μόνη της να περιμένει. Εκεί που έχει αρχίσει να ανησυχεί ξεπροβάλει από την πόρτα το παλικάρι της. Χαμογελαστό κι ωραίο. Τρέχει προς αυτήν και της δίνει ένα φιλί. Δε μένει τίποτα άλλο από το να ξεκινήσουν κι αυτοί για το σπίτι.

Μαμά με μουρτζούφλη γιο.
«Τι έχει πάθει το αγόρι μου κι έχει έτσι κατεβασμένα τα μούτρα;» ρωτάει όλο απορία η μαμά.
«Καλά είμαι. Δεν έχω τίποτα» απαντάει ο μικρός με κίνδυνο να χτυπήσουν τα μούτρα του στο δρόμο.
«Ε πως δεν έχεις κάτι; Δεν την ξεγελάς τη μανούλα» επιμένει η μανούλα που δεν ξεγελιέται.
Ο πιτσιρικάς αμίλητος. Περπατάει με το κεφάλι σκυφτό. Η μαμά τον ξέρει καλά. Από στιγμή σε στιγμή θα πει από μόνος του αυτά που θέλει να πει και τίποτα παραπάνω. Κι έτσι γίνεται. «Μάλωσα σήμερα με ένα συμμαθητή μου.»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι βλάκας.»
«Δεν έχουμε πει ότι δε λέμε τέτοιες λέξεις;» προσέχει η μαμά την ανατροφή του γιου.
Αυτός συνοφρυώνεται για λίγο. Δεν πρέπει να λέει τέτοιες λέξεις αλλά με κάποιο τρόπο πρέπει να κάνει τη δήλωσή του. Το βρήκε. «Εντάξει, μπορεί να μη λέμε τέτοιες λέξεις, αλλά αυτός είναι» λέει.
«Αχ, τι θα κάνω με σένα; Και δε μου είπες. Γιατί μαλώσατε;» συνεχίζει τις ερωτήσεις η μαμά.
«Άλλη φορά μαμά. Τώρα δεν έχω όρεξη» αποφεύγει ο έξυπνος πιτσιρικάς.
«Κι η δασκάλα που ήταν; Δε σας είδε;» συνεχίζεται η μίνι ανάκριση.
«Όχι είχε βγει για λίγο έξω.»
«Και ποιος σας χώρισε;» αναρωτιέται η μεγάλη.
«Ένα άλλο παιδί. Μάκη τον λέγανε» απαντάει ο μικρός. «Και μετά δεν έκανα τίποτα άλλο, γιατί δεν είχα όρεξη, και περίμενα να τελειώσουμε για να έρθεις να με πάρεις» προλαβαίνει τις επόμενες ερωτήσεις και λήγει την κουβέντα. Ως εκεί. Προς το παρόν δεν ήθελε να πει τίποτα άλλο.

Μπαμπάς με νευριασμένο γιο.
Περπατάνε προς το σπίτι και το ρυθμό τον δίνει ο πιτσιρικάς. Ο πατέρας δε μιλάει. Ξέρει ότι είναι θέμα χρόνου να τα μάθει όλα. Ο γιος ξεφυσάει, παίρνει βαθιά ανάσα και δηλώνει. «Μπαμπά, είμαι νευριασμένος.»
Ο μπαμπάς το διασκεδάζει. «Άντε ρε που είσαι και νευριασμένος. Μια σταλιά άνθρωπος, έχεις και νεύρα.»
Ο σταλιάς τσιτώνεται. «Δεν είμαι μια σταλιά. Και αλήθεια σου λέω. Έχω νεύρα. Κι εσύ άμα θες μη με πιστεύεις.»
«Καλά καλά σε πιστεύω» πάει με τα νερά του διαδόχου ο πατέρας.«Και γιατί έχεις νεύρα;»
«Γιατί μάλωσα με ένα συμμαθητή μου.» Ο πατέρας πάει να πει κάτι αλλά ο μικρός τον προλαβαίνει. «Αυτός έφταιγε.»
«Ε βέβαια. Ποιος άλλος θα έφταιγε;» συμφωνεί γελώντας ο μπαμπάς.
«Μη κοροϊδεύεις. Αλήθεια. Και δε φτάνει μόνο αυτό.»
«Τι; Έχει κι άλλο;» ρωτάει όλο ενδιαφέρον ο γονιός που τώρα πραγματικά το διασκεδάζει.
«Ναι άκου. Εκεί που μαλώναμε έρχεται ένας άλλος να μας χωρίσει. Λες κι εγώ δε μπορούσα μόνος μου.»
«Μα τι μου λες τώρα γιε μου; Αυτά είναι πολύ σημαντικά πράγματα. Και μετά τι έγινε;»
Ο μικρός έχει πάρει πλέον χαμπάρι τον πατέρα του. «Καλά εσύ κοροϊδεύεις. Δεν καταλαβαίνεις. Θα τα πω στη μαμά στο σπίτι που θα με ακούσει.»
Ο πατέρας χαμογελάει. Ξέρει ότι δε θα μάθει λεπτομέρειες τώρα. Αυτές θα τις ακούσει σπίτι μαζί με τη μαμά. Με λίγη διπλωματία όμως μπορεί να μαζέψει κανά δυο πληροφορίες ακόμη. Παίρνει το αδιάφορο υφάκι και ρωτάει. «Και δε μου λες; Η δασκάλα που ήταν όλη αυτή την ώρα;»
«Δεν ξέρω. Είχε βγει για λίγο έξω» απαντάει ο μικρός με τρόπο που δε σηκώνει άλλες ερωτήσεις.
Αλλά κι ο μεγάλος δεν το βάζει κάτω. Δικός του γιος είναι. Ξέρει πως να τον πλησιάσει. «Μπορώ να κάνω άλλη μια ερώτηση; Αν βέβαια με αφήνεις.»
«Άντε καλά. Μία τελευταία» υποχωρεί η μεγάλη καρδιά.
«Τουλάχιστον τα παιδάκια αυτά τα γνώρισες; Έμαθες πως τα λένε;»
«Αυτόν που μαλώσαμε όχι. Τον άλλο τον λένε Τάκη» απαντάει χαριστικά αυτός και λήγει την κουβέντα.

Μαμά με χαμογελαστό γιο.
«Τι κάνει το παλικαράκι μου;»
Το παλικαράκι διατηρεί το χαμόγελο που είχε κατά την έξοδο. «Πολύ καλά μαμά» απαντάει.
«Γιατί άργησες να βγεις και ανησύχησα;» μπαίνει στο ψητό.
«Ρε μαμά, σου έχω πει να μην ανησυχείς. Είμαι μεγάλος πια» καθησυχάζει πρώτα την ανήσυχη μητέρα ο γιος και συνεχίζει να δώσει τις εξηγήσεις. «Κι άργησα γιατί έμεινα να πω στην κυρία Μαρία να μην ανησυχεί ούτε αυτή. Ότι όλα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς.»
«Άμα είναι όπως ο έλεγχος του μπαμπά σου τότε σωθήκατε όλοι εκεί μέσα» λέει χαμογελώντας η γυναίκα του μπαμπά. «Και γιατί είπες αυτό το πράγμα στην κυρία;» συνεχίζει.
«Μεγάλη ιστορία. Θα σου πω με το φαγητό» λέει στα γρήγορα ο πιτσιρικάς γιατί αγωνιά για τις επόμενες ερωτήσεις.
«Και δε μου λες. Άλλα παιδάκια γνώρισες σήμερα;»
«Αμέ» πετάγεται αυτός σχεδόν πριν τελειώσει η ερώτηση και παίρνει φόρα για να πει τα δικά του. «Ήταν δύο παιδιά που μαλώνανε όταν η κυρία ήταν στην τουαλέτα. Δεν ξέρω γιατί μαλώνανε. Αλλά πήγα και τους σταμάτησα. Όπως μας σταματάτε εσύ κι ο μπαμπάς όταν πειράζω την αδερφή μου. Και μετά τους γνώρισα. Αλλά δεν κάναμε πολύ παρέα γιατί ήταν και οι δύο θυμωμένοι. Δε μπορώ να καταλάβω όμως γιατί ήταν θυμωμένοι. Τους παρατηρούσα και δεν κάνανε σχεδόν τίποτα. Κι όταν σχολάσαμε βιάστηκαν να φύγουν. Αλλιώς θα σου έδειχνα ποιοι ήταν. Αλλά αύριο θα τους ξαναμιλήσω. Και πιστεύω ότι όλα θα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς» βάζει τελεία ο χείμαρρος.
Η μαμά έχει χίλιες ερωτήσεις και μπορεί να λέμε και λίγες. Θα τα ξεκαθαρίσει όλα στο σπίτι με το φαγητό. Προς το παρόν αρκείται στο να ρωτήσει. «Άλλους συμμαθητές σου γνώρισες ή μόνο αυτούς τους δύο;»
«Μπα. Μόνο αυτούς τους δύο. Αφού σου είπα. Μετά καθόμουνα και τους παρατηρούσα. Αλλά νομίζω ότι αυτοί είναι αρκετοί. Αυτοί θα είναι οι φίλοι μου» ανακοινώνει με σοβαρό και μεγαλεπήβολο ύφος ο ειρηνοποιός.
Η περήφανη μαμά έχει και μια τελευταία ερώτηση. «Τουλάχιστον σε αυτούς τους δύο είπες το πραγματικό σου όνομα ή άρχισες πάλι τις εξυπνάδες να αλλάζεις ένα γράμμα και να λες άλλα ονόματα;»
Ο μικρός μαζεύτηκε. Του κόπηκε για λίγο το χαμόγελο. Άρχισε να αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να τα καταλαβαίνει όλα αυτή η μαμά. Σταματάει το περπάτημα. Την τραβάει από το χέρι για να σκύψει. Της δίνει ένα φιλί μαλαγανιάς και της ανακοινώνει. «Καλά ρε μαμά. Αύριο θα πω και στους δύο ότι με λένε Σάκη.»

Την άλλη μέρα ο Σάκης πλησίασε από μόνος του τον Γιώργο και τον Πέτρο. Κανένας δεν έδωσε σημασία στο χθεσινό τσακωμό. Ανώτερα άτομα κι οι τρεις. Όχι αστεία. Άλλωστε είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να οργανώσουν την καλύτερη σκανταλιά για να μείνουν αξέχαστοι στην κυρία Μαρία. Κι ας της είχε υποσχεθεί ο Σάκης ότι όλα θα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς του.

Λίγο φασαριόζοι. Μια διαμάχη περίεργοι. Μια ένωση σκανταλιάρηδες. Αλλά ωραία τυπάκια!

28 Οκτ 2008

Η αλήθεια του τέλους

Κάνει ζέστη αλλά αυτός κρυώνει. Δε μπορεί να εξηγήσει γιατί. Όλα γύρω του θα έπρεπε να είναι ζεστά αλλά αυτός κρυώνει. Την παγωνιά άρχισε να τη νιώθει πρώτα εξωτερικά και σιγά σιγά την καταλάβαινε να περνάει στο εσωτερικό του. Να του τρώει τα σωθικά καθώς απλώνεται μέσα του σαν παλιρροϊκό κύμα. Δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κάθεται ακίνητος και περιμένει.

Και να ήθελε να κουνηθεί δε θα μπορούσε. Είναι πολύ στριμωγμένος εκεί που κάθεται. Δε θυμάται πως βρέθηκε σ’ αυτό το αφιλόξενο μέρος μαζί με τόσους άλλους. Προσπαθεί αλλά δε μπορεί να θυμηθεί. Θέλει με όλη τη δύναμή του να καταλάβει αλλά δεν τα καταφέρνει. Το μόνο που του ερεθίζει τις σκέψεις του είναι η γνώση ότι κάποτε ήταν διασκορπισμένος σε πολλά σημεία. Χωρίς σχέδια, χωρίς σκοπό. Κάπως όμως ολοκληρώθηκε, χωρίς να θυμάται το πώς. Κι ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι καλό, δεν του προσφέρει καμία ανακούφιση. Θέλει να θυμηθεί αλλά δε μπορεί κι αυτό τον κάνει να αισθάνεται ακόμη χειρότερα.

Το έδαφος που ακουμπάει είναι άσπρο. Σαν το παρελθόν του. Γύρω του οι όμοιοί του. Κανείς δε μιλάει. Αλλά τώρα ξέρει ότι δεν είναι επιλογή τους. Κι αυτός εδώ και ώρα προσπαθεί να μιλήσει, να ρωτήσει, να ζητήσει αλλά δε βγαίνει κανένας ήχος. Δε μπορεί. Στην κατάσταση που είναι δεν έχει τη δυνατότητα να μιλήσει. Θέλει να επικοινωνήσει αλλά δε μπορεί. Είναι εγκλωβισμένος στον εαυτό του και τις σκέψεις του. Και δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. "Τι μου συμβαίνει ρε γαμώτο;" σκέφτεται δυνατά αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Κανένας από τους άλλους δε μπορεί να του μιλήσει, πόσο μάλλον να τον καταλάβει. Ή μήπως όλοι τον καταλαβαίνουν γιατί νιώθουν το ίδιο; Δεν ξέρει κι απ’ ό,τι φαίνεται δε θα μάθει ποτέ.

Προσπαθεί να κοιτάξει προς τα πάνω. Χαμηλός φωτισμός και στην άκρη του οπτικού του πεδίου κάτι σιγοκαίει. Περίεργα πράγματα. Αν απομονώσει όλους τους άλλους η ατμόσφαιρα θα έπρεπε να ήταν ευχάριστη. Αλλά αυτός δεν αισθάνεται καθόλου καλά. Κι όσο περνάει η ώρα όχι μόνο μεγαλώνει η αγωνία του αλλά και το κρύο που νιώθει. Έχει αρχίσει να χάνει κάθε ίχνος αισιοδοξίας που θα μπορούσε να ανακαλύψει και να απελπίζεται. Μέχρι που.

Μέχρι που αρχίζει να νιώθει κάτι ωραίο. Δεν ξέρει τι είναι ακριβώς αλλά κάτι ανακουφιστικό αρχίζει να γίνεται. Προσπαθεί να το προσδιορίσει. Δεν είναι σίγουρος αλλά νομίζει ότι κάποιοι όμοιοί του αρχίζουν να φεύγουν. Ναι αυτό είναι. Γιατί έχει αρχίσει να νιώθει λίγο πιο χαλαρά. Λίγο πιο άνετα. Το κρύο δε σταματά αλλά τουλάχιστον τώρα είναι πιο άνετα. Αρχίζει να παίρνει τα πάνω του. Αφού φεύγουν κάποιοι αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα φύγει κι αυτός. Και δύσκολα θα βρεθεί σε χειρότερο μέρος από αυτό που είναι τώρα.

Η ώρα περνάει και τώρα έχουν μείνει λίγοι. Εκεί όμως που θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος γιατί δεν αργεί και η σειρά του να φύγει, έχει αρχίσει να αγχώνεται. Ο χρόνος που πέρασε τον έβαλε σε σκέψεις. "Που πάνε οι άλλοι; Είναι όντως καλύτερα εκεί που πάνε; Και γιατί αυτό το κρύο δε σταματάει με τίποτα; Και γιατί ακόμη κανένας δε μπορεί να μιλήσει; Τι συμβαίνει; Τι με περιμένει; Ποιος; Γιατί; Έχω πειράξει κανένα; Έχω φταίξει σε τίποτα; Δε μπορεί κάποιος να μου δώσει να καταλάβω; Ζητάω πολλά;".

Χαμένος στις σκέψεις του αργεί να συνειδητοποιήσει ότι έχει μείνει μόνος του μέχρι που κάτι απροσδιόριστο τον αρπάζει και αρχίζει να αιωρείται. Φοβάται. Προσπαθεί να ουρλιάξει αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Πλησιάζει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να το θέλει αλλά και χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, κι όταν απομακρύνεται έχει μείνει μισός. Μισός. Είναι τρομοκρατημένος. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Δε πονάει γιατί το κρύο πλέον είναι απόλυτο. Αρχίζει να κινείται και πάλι. Στον αέρα. Μια ανώτερη δύναμη τον κινεί και αυτός δε μπορεί να κάνει τίποτα. Θέλει να δραπετεύσει σαν τρελός αλλά δε μπορεί. Δεν είναι πλέον στις δυνάμεις του. Ποτέ δεν ήταν.

Τώρα βρίσκεται σε κάτι σκοτεινό με κάτι άσπρους σταλακτίτες και σταλαγμίτες να κρέμονται απειλητικοί γύρω γύρω. Αρχίζουν να ανεβοκατεβαίνουν και να κατακρεουργούν το σώμα του. Εξακολουθεί να μη νιώθει πόνο αλλά τώρα ξέρει ότι ήρθε το τέλος του. Οριστικά. Και για πρώτη φορά αφήνεται. Μόνο τότε, μια στιγμή ακριβώς πριν το τέλος, συνειδητοποιεί την ύπαρξή του. Καταλαβαίνει το λόγο που συμβαίνουν όλα αυτά. Η τελευταία σκέψη του πριν χαθεί για πάντα στο έρεβος είναι: "Ήμουν άραγε ένας απλός ντολμάς ή ένα νόστιμο ντολμαδάκι;".

Την ίδια στιγμή ένα ζευγάρι, σε ένα δείπνο υπό το φως κεριών.
Γυναίκα: Μωρό μου μπορεί να κρυώσανε αλλά ήταν πεντανόστιμα τα ντολμαδάκια σου! Δεν έπρεπε να μοιραστούμε το τελευταίο.
Άντρας: Χαχα.. Πλεονέκτρα μου εσύ! Αφού σου το ’χα πει. Τα ντολμαδάκια είναι η σπεσιαλιτέ μου!

Η παραπάνω ντολμαδοϊστορία προέκυψε μετά από πρόσκληση του Mahler76 στο ντολμαδοπαίχνιδο. Οι έχοντες την "όρεξη" να συνεχίσουν.
Την καλησπέρα μου σε όλους.

24 Οκτ 2008

ΜΙ(β): Που είναι ο ταυρομάχος;

Με την οικογένεια δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα. Μπορεί κάποιες φορές να ήταν το μαύρο πρόβατο. Αλλά ήταν το αγαπημένο τους πρόβατο. Αυτό που ξεχώριζε από το κοπάδι. Που έδινε χρώμα και λίγο περισσότερο νόημα στη ζωή τους. Τη ζωντάνια που, ίσως, τους έλειπε κάποιες φορές. Χαρούμενο περιβάλλον δημιουργεί χαρούμενους ανθρώπους. Έτσι δεν είναι;

Ήταν πάντα καλός μαθητής. Πιο πολύ έξυπνος παρά διαβασμένος. Μπορούσε να καταλάβει τα κουμπιά των άλλων και να τα πατήσει όταν ακριβώς χρειαζόταν. Αλανάκι στις παρέες κι ο αγαπημένος των καθηγητών. Δύσκολος συνδυασμός. Ακροβατούσε, ρίσκαρε αλλά έβγαινε πάντα κερδισμένος. Ή σχεδόν πάντα. Στη σούμα πάντως ήταν από πάνω. Αν ξέρεις να παίζεις στο τέλος θα κερδίσεις. Έτσι δε λένε;

Φοιτητικά χρόνια στο Πολυτεχνείο. Πέρασε κατά τύχη. Δεν τα υπολόγιζε έτσι. Αλλά δεν τον χάλασε. Εκεί διάβαζε και λιγάκι. Ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν. Όχι για να μάθει. Για να ξεμπερδεύει. Όμορφα χρόνια. Γνωριμίες, φιλίες, αλητείες, κρεπάλες, άγχη, στριμοκωλιές, γέλια, κλάματα, χαρές, λύπες. Απ’ όλα είχε ο μπουφές. Έτσι δεν έπρεπε;

Μετά; Μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Να μην ταξιδέψει και λίγο; Να μην πάρει ένα πτυχιάκι παραπάνω; Τσάμπα είναι. Ή σχεδόν τσάμπα. Εδώ τα πράγματα πιο δύσκολα. Αλλά αυτός δε μάσησε. Φοιτητικά χρόνια σε μικρογραφία. Τώρα διάβαζε όμως. Δεν του άρεσαν αυτά που καταλάβαινε αλλά συνέχισε. Αφού μπήκε στο χορό θα χορέψει. Μέχρι το τέλος. Έτσι δεν κάνουν;

Επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Ήρθε η ώρα να εκπληρώσει το χρέος στη μαμά. Όχι τη βιολογική, την άλλη. Πόσο μπορεί να κακοπεράσει ένας αόρατος φαντάρος όταν έχει ένα μικρό βύσμα και χρόνια προϋπηρεσία στο να βρίσκει κουμπιά και να τα πατάει την κατάλληλη στιγμή; Ένα χρονάκι ζάχαρη με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Έτσι δε συνηθίζεται;

Τώρα ήρθε η ώρα για σοβαρή δουλειά. Να βγάλει το ψωμί του. Να ζήσει. Δούλος του προτζεκταριάτου. Αλλά είπαμε. Έξυπνο παλικάρι αυτός. Ξεχώρισε. Ανέβηκε. Έφτιαξε την ομάδα του. Και τώρα κάθεται να απολαμβάνει τον ιδρώτα των άλλων όπως κάποτε, κάποιοι άλλοι, ξεδιψούσαν με τον δικό του. Έτσι δε συμβαίνει;

Όλα αυτά τα χρόνια οι γυναίκες δε λείψανε από το πλευρό του. Πέρασε καλά. Πέρασε άσχημα. Πλήγωσε. Πληγώθηκε. Μέχρι να γνωρίσει τη μία. Τη μοναδική. Τη δικιά του. Και να φτιάξει μαζί της τη ζωή του. Και τη δικιά της. Να της χαρίσει συναισθηματική πληρότητα και να πιστέψει ότι θα τη βρει κι αυτός. Έτσι δεν ξεκινάνε;

Πολλές πράξεις. Λίγα λόγια.
Όλα με σκοπό. Τίποτα με άλλοθι.
Πάντα μπροστά. Ποτέ πίσω.

Δημιούργησε μόνος του έναν αξιοθαύμαστο γυάλινο κόσμο. Τον δικό του γυάλινο κόσμο. Έλιωσε το ακατέργαστο γυαλί με τη φωτιά που έκαιγε μέσα του. Του χάρισε την πνοή του όχι μόνο για να του δώσει σχήμα αλλά και ζωή. Τα τακτοποίησε όλα όπως ήθελε. Με σειρά. Με τάξη. Καθάρια. Διάφανα. Και τα τοποθέτησε σε μια αρένα ταυρομαχίας. Με τον ίδιο στο κέντρο της. Γύρω τους χιλιάδες άνθρωποι ζητωκραυγάζουν. Άλλοι με δέος. Άλλοι με φθόνο. Ανυπομονούν. Περιμένουν την έναρξη της μάχης. Κανείς όμως δεν ξέρει ότι αυτός είναι ο ταύρος.

Κι ο ταυρομάχος είναι νεκρός από καιρό..

19 Οκτ 2008

ΜΙ(α): Απόδραση

Ξύπνησε. Είναι νωρίς ακόμη. Χαράματα. Το ελάχιστο φως διακρίνεται με δυσκολία από το κλειστό παντζούρι. Δε σαλεύει. Ασυναίσθητα παίρνει βαθιά ανάσα και την κρατάει. Για όσο αντέχει. Την κρατάει. Κι άλλο. Λίγο ακόμη. Το οξυγόνο έχει στηθεί στα τρία μέτρα μέσα στους πνεύμονές του. Πυρ κατά βούληση. Εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες. Η τελευταία κυψελίδα ασφυκτιά. Τα μάτια σκοτεινιάζουν. Ο εγκέφαλος ουρλιάζει στ’ αυτιά του. Ησυχία. Λίγο ακόμη. Μπορεί. Κι εκπνέει.

Γυρνάει το σώμα του. Δίπλα του μια φιγούρα. Τα σκεπάσματα ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά πάνω της. Κοιμάται ακόμη. “Γιατί;” σκέφτεται. “Τι δουλειά έχει εδώ;”. Θυμάται ότι ήταν δική του ιδέα να μείνει. Κάτι μαλακίες που κάνει ώρες ώρες. Είναι γυμνή. Όπως κι αυτός. Το μυαλό του δε νιώθει τίποτα. Ένας πολτός χωρίς άρωμα, χωρίς γεύση, χωρίς τίποτα. Το σώμα μουδιασμένο. Εκτός από το πέος του. Αυτό είναι σκληρό. Περιθωριοποιημένο από το υπόλοιπο σώμα. Ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες. Την πλησιάζει. Την αγγίζει. Χωρίς χάδια. Χωρίς ίχνος τρυφερότητας. Απλά για να την ευθυγραμμίσει μ’ αυτόν. Δε θέλει να κάνουν έρωτα. Δε θέλει να κάνουν σεξ. Δε θέλει να γαμηθούν. Θέλει να γαμήσει. Όχι την ίδια. Τον εαυτό του.

Με μια απότομη κίνηση μπαίνει μέσα της. Σταματάει όταν είναι όλος μέσα. Αισθάνεται στιγμιαία μια ζεστασιά που του γαργαλάει τις αισθήσεις. Η μόνη παραφωνία στα κτηνώδη ένστικτα. Εκείνη ξυπνάει και ανταποκρίνεται. Έχει αρχίσει να υγραίνεται. Η ανάσα της γίνεται πιο βαθιά και το σώμα της βολεύεται για να τον πάρει κι άλλο μέσα. Δε μιλάει. Ευτυχώς γι’ αυτόν. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Αρχίζει να κινείται. Στην αρχή σιγά σιγά και μετά πιο γρήγορα. Αυτή δείχνει να το ευχαριστιέται. Κάνει μια κίνηση για ν’ αλλάξουν στάση. Αυτός την πιάνει με βία για να την κρατήσει εκεί που είναι. Το προηγούμενο βράδυ είχαν γαμηθεί με όλους τους πιθανούς τρόπους. Τώρα ήθελε απλά να χύσει. Να γαμήσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τα συναισθήματά του και μετά να χύσει. Ξερά. Και το κάνει. Πετάει το σπέρμα του πάνω στο σεντόνι. Ανάμεσά τους. Ένας υγρός λεκές για να τους χωρίζει. Μια άσπρη λιμνούλα λευκού, αλλά όχι αγνού, σπέρματος που θα μπορεί να πνίξει τις σκέψεις του.

Εκείνη δε κουνιέται. Μένει με γυρισμένη την πλάτη. Αυτός σηκώνεται. Κανείς δε μιλάει. Φοράει τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα. Φεύγοντας από το δωμάτιο της λέει να κοιμηθεί γιατί είναι νωρίς ακόμη και κλείνει την πόρτα. Ποτέ δεν είδε τα δάκρυα που έσταξαν από τα μάτια της. Και να τα ’βλεπε δε θα είχε καμία διαφορά. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ή μάλλον δεν ήταν ποτέ έτσι. Ένα αδιάφορο τσογλάνι που δε δίνει σημασία σε τίποτα.

Έξω αρχίζει να ξημερώνει. Όλα τα παντζούρια του σπιτιού είναι κλειστά. Δεν είναι ώρα για εξαγνισμό. Πηγαίνει στην κουζίνα και φτιάχνει μηχανικά ένα ξέπλυμα που το ονομάζει καφέ. Κάθεται στον υπολογιστή. Βάζει μουσική. Χαμηλά. Όχι για να μην ξυπνήσει την κοπέλα που, μάλλον, κοιμάται στο δωμάτιο. Γιατί τον πονάνε τ’ αυτιά. Το μυαλό του δεν έχει σταματήσει να ουρλιάζει. Ανοίγει ένα νέο αρχείο. Μια λευκή σελίδα μπροστά του που τον τυφλώνει. Ένας κέρσορας πάνω αριστερά που αναβοσβήνει. Σαν να σηματοδοτεί μια αντίστροφη μέτρηση. Για κάτι. Δέκα. Εννιά. Οχτώ. Εφτά. Έξι. Πέντε. Τέσσερα. Τρία. Δύο. Ένα. Τι θα γίνει στο Μηδέν;

Στρίβει τσιγάρο. Το ανάβει παίρνοντας μια βαθιά τζούρα. Την κατεβάζει και την κρατάει μέσα του. Αντί να τη βγάλει παίρνει μια ακόμη ανάσα. Πίνει μια γουλιά από το ξέπλυμα, με τον καπνό να τυλίγει τους πνεύμονες και να τους καίει. Καταπίνει κι εκπνέει. Αρχίζει να γράφει. Γράμματα που σχηματίζουν λέξεις. Λέξεις που σχηματίζουν προτάσεις. Προτάσεις που σχηματίζουν το τίποτα.

Πληκτρολογεί χωρίς να σκέφτεται. Είχε ξεχάσει ότι υπήρχε κι άλλος άνθρωπος στο σπίτι μέχρι που την είδε μπροστά του. “Θα φύγω” του λέει. “Να προσέχεις” της απαντά σαν ηλίθιος μαλάκας που είναι. “Θα σε ξαναδώ;” τον ρωτάει. Για ποιο λόγο σκέφτεται αυτός αλλά το μόνο που της λέει είναι “Είσαι σίγουρη ότι το θες;”. Δεν παίρνει απάντηση. Ακούει μόνο το κλείσιμο της πόρτας. Και πάλι μόνος. Αλλά πότε είχε παρέα τον τελευταίο καιρό;

ΑΑΑαααΑΑΑαααΑΑΑαααΑΑΑααα! Το μυαλό συνεχίζει να ουρλιάζει. Αλλά δεν ακούγεται τίποτα εκτός από τις μελαγχολικές νότες της μουσικής. Κι αυτός συνεχίζει να γράφει. Προσπαθεί να ξορκίσει τους δαίμονές του. Αυτούς που κρέμονται από τις βλεφαρίδες του. Παίζουν και διασκεδάζουν. Έχουν στήσει γιορτή μπροστά από τα μάτια του. Τα κλείνει. Τ’ ανοίγει. Ακόμη εκεί είναι.

Οι ώρες περνάνε. Μπροστά από τον υπολογιστή. Το ξέπλυμα αντικαταστάθηκε με νέο ξέπλυμα. Το τασάκι γέμισε και άδειασε μόνο και μόνο για να ξαναγεμίσει. Ο δίσκος είναι στο repeat όλη μέρα. Δε θα μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα άλλο σήμερα. Δεν θα ήθελε. Το κινητό και το σταθερό έχουν χτυπήσει πολλές φορές. Δε τα σήκωσε καμιά. Δε θέλει να μιλήσει σε κανέναν και για τίποτα. Δεν έχει όρεξη. Σήμερα αποφάσισε να μη φορέσει τη μάσκα του. Να την αφήσει στην άκρη να σαπίσει όπως και το πρόσωπό του. Αύριο μπορεί. Αύριο μπορεί να την πάρει πάλι, να την καθαρίσει, να τη σκουπίσει, να τη γυαλίσει και να τη φορέσει να βγει στον έξω κόσμο. Μπορεί. Σήμερα όμως όχι. Σήμερα θέλει να καθρεφτίζονται τα στραπατσαρισμένα μούτρα του στο μουντό φως της οθόνης. Να αχνοφαίνονται ακριβώς πίσω από τις λέξεις χωρίς νόημα.

Βράδιασε και κοντεύει να ξημερώσει. Ακόμη μπροστά από την οθόνη. Τσιγάρο. Καφές. Λέξεις. Δαίμονες. Σηκώνεται και πάει να ξαπλώσει. Δε νυστάζει αλλά θέλει να κοιμηθεί. Πριν πέσει στο κρεβάτι βλέπει στο κέντρο του έναν ξεραμένο άσπρο λεκέ. Έναν άσπρο λεκέ πάνω στο μπλε σεντόνι. Θέλει να τ’ αλλάξει. Θέλει να διώξει τη μυρωδιά του χθεσινού βραδιού. Τους ήχους. Τις αναμνήσεις. Δεν το κάνει. Ξαπλώνει και βάζει το κεφάλι του πάνω στο ξεραμένο σπέρμα. Ενώνεται μ’ ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Ενός εαυτού που είχε γαμήσει με απάθεια μόλις πριν λίγες ώρες. Κλείνει τα μάτια του.

Το ουρλιαχτό σταματάει για πρώτη φορά. Ακούει ένα νεογέννητο μωρό να κλαίει παλεύοντας να πάρει την πρώτη του ανάσα. Ξέρει ότι δεν είναι παιδί πια. Η αθωότητα έχει χαθεί. Γνωρίζει ότι δε μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο. Παραμένει όμως προσκολλημένος στο παρελθόν. Δε μπορεί να σταματήσει ν’ αναρωτιέται τι άλλο θα μπορούσε να γίνει. Αφήνει το τίποτα να ματώσει μέσα στο τίποτα. Το μόνο που πραγματικά θέλει αυτή τη στιγμή είναι ν’ αποκοιμηθεί. Και να ονειρευτεί ότι δραπετεύει..

16 Οκτ 2008

Λίγες τούζες για ένα Παρ (II)

- Να ρωτήσω κάτι;
- Ό,τι θες.
- Πως σε λένε;
- Έχει σημασία;
- Καμία.
- Πάμε πάλι;
- Πάμε.

-------

- Να σου γνωρίσω την τέτοια.
- Χάρηκα.
- Και την άλλη.
- Χάρηκα.
- Και την αυτή.
- Χάρηκα.
- Και την παρά άλλη.
- Χάρηκα.
- Και την..
- Που να τη βάλω τόση χαρά;

-------

- Πόσοι ήταν;
- Πολλοί.
- Πόσες ήταν;
- Πολλές.
- Τι κάνατε;
- Πολλά.
- Ήταν ωραία;
- Πολύ.
- Θέλω κι εγώ!
- Πολλά θες.

-------

- Μα μη λες τέτοιες λέξεις.
- Όπως;
- Παρτούζες.
- Εγώ σκέτο τούζες είπα.
- Πονηρό μυαλό.
- Πονηρό εγώ. Βρώμικο εσύ.
- Α να χαθείς.
- Είμαι ήδη χαμένος.

13 Οκτ 2008

Το τρίο κι οι αλήθειες (6.5)

Βραδάκι. Ο Γιώργος με τον Πέτρο είναι στο σπίτι του Σάκη. Μόλις έχουν ντερλικώσει το παστίτσιο της μητέρας του Σάκη. Μέσα από το τάπερ. Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να το βάλουν σε πιάτα. Ευτυχώς που χρησιμοποίησαν πιρούνια. Οι επισκέπτες ανάβουν το γλυκό τσιγάρο που ακολουθεί ένα ωραίο γεύμα την ώρα που ο Σάκης επιστρέφει από την κουζίνα με μια κόκα. Λάιτ. Μη ξεχνιόμαστε. Ανάβει κι αυτός το τσιγάρο του κι αράζει στον καναπέ.

«Δηλαδή τώρα θα πρέπει να πούμε αλήθειες για την πάρτη μας;» ρωτάει ο Γιώργος εκπνέοντας τον καπνό μιας μεγάλης τζούρας.
«Και πόσες αλήθειες πρέπει να πούμε;» συμπληρώνει την ερώτηση ο Πέτρος τραβώντας μια μεγάλη τζούρα.
«Ναι ρε. Μην τρελαίνεστε. Κανονικά πρέπει να πούμε εφτά αλήθειες. Αλλά επειδή εμείς είμαστε τρεις και λίγο τσογλανάκια θα πούμε από δύο ο καθένας και την έβδομη θα την αφήσουμε να αιωρείται. Κι όλο και κάποιος θα βρεθεί να την αρπάξει» εξηγεί ο Σάκης ρουφώντας και βγάζοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη τζούρα. Μαγικό θέαμα.
«Και πως τα έμαθες εσύ όλα αυτά;» ζητάει περισσότερες εξηγήσεις ο Γιώργος.
«Εσείς πως είχατε μάθει τότε για τις τρεις ευχές; Κάπως έτσι κι εγώ. Άντε Γιώργο ξεκίνα.»

«Άντε καλά. Λοιπόν. Πρώτον, δε πιστεύω στα ζώδια. Δεύτερον, τον τελευταίο καιρό νιώθω κάπως περίεργα χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το πώς και το γιατί» φανερώνει τα σώψυχά του ο Γιώργος.
Ο Πέτρος δεν αντέχει να μη σχολιάσει. «Δε πιστεύεις στα ζώδια αλλά που και που τα διαβάζεις σε εφημερίδες και περιοδικά.»
«Λεπτομέρειες. Έτσι καμιά φορά τα διαβάζω για το χαβαλέ. Για ν’ αποδείξω ότι λένε χαζομάρες. Αν τα πίστευα τώρα θα έπρεπε να ήμουν πλούσιος, πετυχημένος, με την καλύτερη γυναίκα δίπλα μου κι όλη τη ζωή μπροστά μου.»
«Μήπως επειδή δεν έχεις τίποτα από αυτά νιώθεις κάπως περίεργα;» επιμένει ο Πέτρος.
Ο Σάκης επεμβαίνει προλαβαίνοντας το Γιώργο. «Έλα, έλα, δε θέλω σχόλια. Πέτρο άσ’ τον κι εσύ ρε μαλάκα. Αφού τον βλέπεις ότι δεν είναι στα καλά του.»
«Γιατί είμαι εγώ; Συγγνώμη ρε φιλαράκι» μετανοεί αυτός.
«Συγχωρεμένος. Άντε σειρά σου» συγχωρεί και προτρέπει ο μεγαλόψυχος.

«Ωραία. Η πρώτη μου αλήθεια είναι ότι όσο και να σπάω το κεφάλι μου δε μπορώ να θυμηθώ το λόγο για τη μία και μοναδική φορά που μάλωσα με το Γιώργο.» Ο Γιώργος γελάει χωρίς να το κρύψει. Αυτός θυμάται. «Κι αυτό που μου τη δίνει περισσότερο είναι ότι αυτός ξέρει και δε μου το λέει» αγανακτεί ο Πετράκης.
Ο Σάκης πετάγεται πριν ανοίξει καινούρια διαμάχη. «Μη ξεφεύγεις. Έλα τώρα που το έχεις. Ποια είναι η δεύτερη αλήθεια;»
«Παρόμοια με του Γιώργου είναι. Νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά, πέρα από τα γνωστά προβλήματα. Κάτι βαθύτερο.»
«Ωραία φιλαράκι. Και γαμώ είμαστε κι οι δύο» συμπονά ο Γιώργος και γυρίζει προς το Σάκη. «Άντε πες κι εσύ.»

«Ένα. Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι μια αισθηματική κομεντί αλλά δε σας το λέω γιατί θα με δουλεύετε» φανερώνει την πρώτη αλήθεια-φοβία ο Σάκης.
«Ναι εσένα περιμέναμε να μας το πεις τώρα. Λες και δεν το ξέραμε» λέει χαμογελώντας ο Γιώργος.
Πετάγεται κι ο Πέτρος. «Καλά σου λέει ρε παπάρα. Αφού κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα τη βλέπεις κανά δυο φορές. Επειδή τη βλέπεις μόνος σου νομίζεις ότι δεν το ξέρουμε;»
«Να χαρώ εγώ εξομολόγηση» συνεχίζει με το ίδιο χαμόγελο ο Γιώργος.
«Άντε. Σπουδαία αλήθεια μας φανέρωσες. Για να δούμε και τη δεύτερη» ανυπομονεί ο Πέτρος.
«Δύο. Πάνω κάτω τα ίδια μ’ εσάς. Απλά είναι στιγμές που νιώθω ότι δεν έχω τον έλεγχο. Ποτέ δεν τον είχα δηλαδή. Αλλά τώρα είναι κάπως διαφορετικά. Δεν ξέρω. Πολύ μπερδεμένα.»

Μένουν για λίγο σιωπηλοί. Σκέφτονται. Δύσκολα τα πράγματα. Κάπως περίεργα ο ένας. Κάτι δεν πάει καλά ο άλλος. Εκτός ελέγχου ο τρίτος. Προβληματίστηκαν από το πουθενά. Ανάβουν τσιγάρο πίνοντας την τελευταία κόκα.
«Πάμε για κανά ποτάκι;» πετάγεται ο Γιώργος.
«Λέτε να πάμε για ένα χαλαρό;» ψιλοσυμφωνεί ο Πέτρος.
«Και δεν πάμε; Έτσι για τη χώνεψη» και σηκώνεται από τον καναπέ ο Σάκης.

Λίγο ζαβολιάρηδες. Μια αλήθεια ανήσυχοι. Ένα παιχνίδι μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Αυτοί πήγαν για το χαλαρό ποτάκι τους κι εγώ έμεινα εδώ μόνος. Δηλαδή περίπου μόνος. Είναι μαζί μου και μια περισσευούμενη αλήθεια που αιωρείται. Πως το είχε πει ο Σάκης; “Όλο και κάποιος θα βρεθεί να την αρπάξει.” Κάτι ήξερε αυτός. Κάποιος βρέθηκε. Να λοιπόν και η δική μου αλήθεια..

Έχει αρχίσει να γίνεται δύσκολο να γράφω νέες ιστορίες για το τρίο από τότε που σκέφτηκα ποια θα είναι η τελευταία τους ιστορία.


Τα γνωστά. Η ιστορία αυτή είναι έκτακτη, μετά από πρόσκληση της fei. Κανονικά πρέπει να καλέσω κι εγώ άλλα εφτά άτομα. Πέραν όμως της dot (που με είχε καλέσει παλιότερα), της vicky (που είχε ανταποκριθεί) και του γιατρού (που έδειξε την πρόθεση να ανταποκριθεί αν δεν είχε ήδη παίξει) δε θέλω να υποχρεώσω κανέναν (ούτε τους τρεις προηγούμενους), σκεφτόμενος ότι σε κάποια άτομα δεν αρέσουν τα blogoπαίχνιδα και κάποια άλλα μπορεί να μην έχουν όρεξη να παίξουν τη δεδομένη στιγμή. Έτσι λοιπόν η πρόσκληση είναι ανοιχτή. Όσοι από τους δεξιά θέλουν, θα είναι χαρά μου να παίξουν.

9 Οκτ 2008

Λίγοι οξυσμοί για ένα Παρ (I)

- Πάμε καλά;
- Όχι. Αλλά κρατήσου.
- Δεν αντέχω άλλο.
- Τότε σταμάτα.
- Δε θα πέσω;
- Θα πέσεις.
- Δε θέλω.
- Ε τότε κρατήσου. Πιο γερά.

-------

- Τα λεφτά θα μας φτάσουν;
- Ανάλογα.
- Με τι;
- Δεν ξέρω.
- Κατάλαβα.
- Αλήθεια;

-------

- Θα φύγουμε;
- Όχι.
- Αφού θέλω να φύγω.
- Ε φύγε.
- Φοβάμαι.
- Κι εγώ.

6 Οκτ 2008

Το τρίο κι οι Χ Ψ Ζ (06)

Ο Γιώργος είναι σε μια σχέση εδώ και χρόνια. Δεν έχει σημασία πόσα. Κάποιοι θα έλεγαν λίγα. Κάποιοι αρκετά. Κάποιοι πολλά. Σημασία έχει ότι στο Γιώργο φαίνονται αιώνες. Την αγαπάει τη Χ. Αλήθεια. Χωρίς μαλακίες. Αλλά θέλει να χωρίσει. Τουλάχιστον έτσι νομίζει. Δεν αντέχει άλλο. Αυτή η σχέση τον πνίγει. Δεν ξέρει πότε ακριβώς άρχισε να αισθάνεται έτσι. Πάει καιρός. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν έχει νόημα πλέον. Παρόλα αυτά φοβάται. Στενοχωριέται. Δε θέλει να την πληγώσει. Όχι επειδή τη λυπάται. Αν τη λυπόταν θα είχε φύγει εδώ και καιρό. Στενοχωριέται γιατί την αγαπάει. Κι αυτή τον αγαπάει. Τον λατρεύει. Είναι προσκολλημένη πάνω του. Ζει και αναπνέει γι’ αυτόν. Κάπου εκεί τον έχασε. Δεν ξέρει τι να κάνει. Ξέρει ότι μαζί της δε μπορεί να έχει αυτό που θέλει. Αυτή του τα δίνει όλα. Αυτός όμως δεν ξέρει τι θέλει. Είναι σε δίλλημα. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Ο Πέτρος σε λίγο καιρό κλείνει δύο χρόνια με την Ψ. Έχουν μια ισορροπημένα ανισόρροπη σχέση. Σοβαρά. Αυτοί οι δύο καταφέρνουν να μη συγχρονίζονται, με μαθηματική ακρίβεια. Στην αρχή γούσταρε τρελά η Ψ. Αυτή του τα έριξε. Γυναίκα που παίρνει αυτό που θέλει. Όχι μαλακίες. Ο Πέτρος ανταποκρίθηκε γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο εκείνο τον καιρό. Η Ψ τσίτα γκάζι. Ο Πέτρος στο ρελαντί. Κάποια στιγμή άρχισε να γκαζώνει αυτός και η Ψ να πατάει φρένο. Εκεί που συναντήθηκαν πέρασαν τους δύο καλύτερους μήνες της σχέσης τους. Η διαδικασία όμως συνεχίστηκε. Ο Πέτρος γκάζι. Η Ψ φρένο. Ο Πέτρος έτοιμος για μετωπική στον τοίχο. Η Ψ έτοιμη να σβήσει τη μηχανή. Ούτε καν για ρελαντί και βλέπουμε. Δεν είναι χαζός. Καταλαβαίνει τι παίζει κι αναρωτιέται αν είναι πλέον αργά. Δεν ξέρει όμως τι να κάνει. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Ο Σάκης ήταν με τη Ζ σχεδόν ένα χρόνο. Μεγάλη ιστορία η Ζ. Το παρελθόν τους έδινε υλικό για τρία άρλεκιν τουλάχιστον. Χαθήκαν. Αλλά ξαναβρεθήκαν μετά από καιρό. Και σημασία έχει ο τελευταίος χρόνος. Το πήραν από την αρχή. Κι όπως κάθε αρχή, όλα ήταν καλά. Στην αρχή. Μετά ρουτίνιασαν. Και λίγο πιο μετά χώρισαν. Μαλακίες. Δε χώρισαν. Η Ζ χώρισε το Σάκη. Αυτός δεν ήθελε. Να χωρίσουν. Κι αυτή δεν ήθελε. Το Σάκη. Η μοναδική κοπέλα που πραγματικά αγάπησε τον άφησε. Αυτός τη διεκδίκησε. Όσο μπορούσε. Δεν κατάφερε τίποτα. Έχουν κόψει κάθε επαφή. Τον πλήγωσε κι ακόμη είναι πληγωμένος. Παρόλο που έχουν περάσει κάποιοι μήνες. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται έτσι. Δεν του έχει ξανασυμβεί. Δεν ξέρει πως να το αντιμετωπίσει. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Οι τρεις φίλοι μόλις τελείωσαν το ταβλάκι τους. Τα κλασσικά. Γιώργος, Πέτρος τα πούλια. Σάκης τα ζάρια. Το παιχνίδι έληξε με πανηγυρική νίκη του Γιώργου.
«Τι ήταν αυτό το σημερινό ρε φίλε; Γιατί τόσο χάλια; Κατάλαβες τι έγινε;» παίζει με το πτώμα του αντιπάλου του ο Γιώργος.
Ο Πέτρος προσπαθεί να σηκωθεί από τις στάχτες του. «Ε βέβαια. Αφού είχα τον παπάρα να φέρνει τις πεντάρες και τις εξάρες σε σένα κι εγώ να προσπαθώ να βολευτώ με άσσο δύο και στις καλές ζαριές με τρία δύο.»
«Παρακαλώ να μην κατηγορείτε τα ζάρια. Οι μεγάλοι παίχτες βολεύονται με όλα» υπερασπίζει τη θέση του ο Σάκης.
«Καλά σου λέει ρε άχρηστε. Άσε τα ζάρια. Αφού ταξίδευες την ώρα που παίζαμε» δίνει τα αίτια της ήττας ο νικητής και κοιτάει με νόημα προς το Σάκη.

Αυτός πιάνει το υπονοούμενο κι επεμβαίνει. «Αλήθεια ρε φιλαράκι. Τι γίνεται με την Ψ; Τα ίδια;»
Ο Πέτρος δεν έχει όρεξη να μιλήσει. Παραμένει σκυφτός να χαζεύει το τσιγάρο που καίγεται στο χέρι του.
Ο Γιώργος επιμένει. «Πες ρε μαλάκα. Τι παίζει;»
«Γαμήστε το. Άλλη φορά» απαντάει ο σκυφτός. Είπαμε. Δεν έχει όρεξη να μιλήσει.
Έχει όμως όρεξη να ρωτήσει. Και το κάνει. «Εσύ Γιωργάκη; Πως πάει με τη Χ;»
«Άσε τη Χ προς το παρόν. Το θέμα είναι πως πάει με το μυαλό του» εστιάζει στην ουσία ο Σάκης.
«Γαμήστε το και το δικό μου. Άλλη φορά» δίνει τελεσίδικη απάντηση ο Γιώργος χωρίς να αφήνει περιθώρια γι’ άλλες ερωτήσεις.
Κάποιος έμεινε. Πρώτος το αντιλαμβάνεται ο Πέτρος. «Εσύ φιλαράκι» απευθυνόμενος στο Σάκη «πως είσαι;»
«Ναι ρε αγορίνα, πες κάτι. Μας έχεις αγχώσει λίγο τον τελευταίο καιρό» λέει κι ο άλλος με πραγματική και γνήσια ανησυχία για το φίλο του.
«Εγώ μια χαρά τα γάμησα τα δικά σας. Σειρά σας τώρα να γαμήσετε και το δικό μου. Άλλη φορά» και κλείνει οριστικά και τελεσίδικα τις ερωταπαντήσεις για τις γυναίκες.

Δε ξαναμίλησαν. Είχε περάσει η ώρα. Σε λίγο θα βράδιαζε. Πρώτος έφυγε ο Γιώργος. Γύρισε στο σπίτι του. Εκεί τον περίμενε η Χ με έτοιμο φαγητό. Χάζεψαν τηλεόραση και η Χ ξάπλωσε νωρίς γιατί ήταν κουρασμένη. Αυτός έμεινε μόνος του στο σαλόνι να σκέφτεται. Παίρνει το κινητό και στέλνει ένα μήνυμα. Σε κάποιον. Σε λίγα λεπτά λαμβάνει μήνυμα. Όχι από τον κάποιο. Από άλλον. Ο Πέτρος επιστρέφει σπίτι του. Παίρνει τηλέφωνο την Ψ να της πει να βρεθούνε. Αυτή δε μπορεί γιατί έχει κανονίσει. Τον πειράζει και δεν τον πειράζει. Τον πειράζει γιατί ήθελε να τη δει. Δεν τον πειράζει γιατί είναι ευκαιρία να σκεφτεί κάποια πράγματα. Περνάει ώρα. Χτυπάει το κινητό του. Μήνυμα. Το διαβάζει. Στέλνει κι αυτός μήνυμα. Όχι στο ίδιο άτομο. Ο Σάκης άργησε να γυρίσει σπίτι του. Δεν έκανε κάτι συγκεκριμένο. Απλά περπατούσε. Μόνος του. Παρέα με τις σκέψεις του. Για τη Ζ. Για ποια άλλη; Φτάνει σπίτι του. Βγαίνει στη μικροσκοπική βεράντα του για ένα τελευταίο τσιγάρο. Δόνηση. Μήνυμα. Από τον ένα. Στέλνει κι αυτός. Στον άλλο.

Μήνυμα Γιώργου προς Πέτρο.
Φιλαράκι κάνε κάτι. Μην το αφήνεις έτσι. Θα φθαρεί και θα φύγει. Αν τη θέλεις διεκδίκησέ τη. Προσπάθησε να αναβιώσεις αυτό που είχατε. Και να μην τα καταφέρεις θα ξέρεις ότι προσπάθησες. Ό,τι και να γίνει, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Μήνυμα Πέτρου προς Σάκη.
Φιλαράκι μας έχεις τρελάνει. Μας έχεις αγχώσει. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Δε στα λέω για να σε βαρύνω. Στα λέω γιατί ξέρουμε τι περνάς. Καταλαβαίνουμε. Και θα το περάσεις κι αυτό όπως όλα τα άλλα. Χρόνο και υπομονή θέλει. Εμάς γράψε μας κανονικά. Όπως και να ’χει όμως, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Μήνυμα Σάκη προς Γιώργο.
Φιλαράκι άφησέ τη να φύγει. Δεν έχει νόημα. Θα πληγωθείς πολύ. Κι αυτή θα πληγωθεί ακόμη περισσότερο. Αλλά στο τέλος θα είναι καλύτερα και για τους δύο. Δεν ξέρω. Μπορεί να λέω και μαλακίες. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Ό,τι και ν’ αποφασίσεις, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Κι έτσι έκλεισε ο κύκλος. Και πέσανε για ύπνο. Λίγο καλύτερα και λίγο χειρότερα απ’ ότι ήταν πριν. Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα. Κι ας μην ξεχνάμε. Εκεί είναι αυτοί. Ο ένας δίπλα στον άλλο.

Λίγο τυχεροί. Ένα φιλί άτυχοι. Μια αγκαλιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

3 Οκτ 2008

Στιγμές

Κάποτε ήταν ένα νόμισμα. Είχε δύο όψεις. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Μαζί είχαν την τέλεια αξία. Μπορούσαν να αγοράσουν τα πάντα. Μπορούσαν να έχουν τα πάντα. Αλλά ήρθε η στιγμή να στρίψει. Κι όταν έπεσε, η μία πλευρά πλάκωσε την άλλη. Κι η μια πλευρά δεν ξαναφάνηκε..

Κάποτε ήταν ένα κάστρο. Μεγάλο. Επιβλητικό. Με την τεράστια πύλη του. Τις άρτιες πολεμίστρες του. Τους ψηλούς πύργους του. Αλλά ήταν από άμμο. Κι ήρθε η στιγμή που το κύμα το έφτασε. Το κατάπιε. Και το πήρε μαζί του στη λήθη..

Κάποτε ήταν ένα σπίτι. Πανέμορφο. Με πολλά δωμάτια. Τεράστιους χώρους. Όλες τις ανέσεις. Υπέροχη αυλή. Αλλά τα υλικά του δεν ήταν καλά. Φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα. Κι ήρθε η στιγμή που φύσηξε. Κι όλα άγγιξαν το έδαφος..

Κάποτε ήταν ένα λουλούδι. Με καταπράσινο κορμό. Μεγάλα φύλλα. Συμμετρικά πέταλα. Γεμάτο χρώματα. Γεμάτο μυρωδιές. Αλλά είχε φυτρώσει στην έρημο. Κι ήρθε η στιγμή που ο ήλιος από φίλος, έγινε εχθρός. Ξεράθηκε. Και το κιτρινισμένο σώμα έμεινε μόνο του. Να θυμίζει κάτι από ζωή..

Κάποτε ήταν ένα ερώτημα. Μεγάλο. Καίριο. Περιείχε από μόνο του τη μισή αλήθεια. Περίμενε. Κι ήρθε η στιγμή να απαντηθεί. Αλλά η απάντηση δεν ήταν γνωστή. Η σιωπή δεν πρόσθεσε τίποτα. Και ξεχάστηκε..

Κάποτε ήταν μια στιγμή. Δυνατή. Γεμάτη. Με ουσία. Αλλιώτικη από τις άλλες. Αλλά ο χρόνος αμείλικτος. Η στιγμή πέρασε. Κι ήρθε η επόμενη. Αδύναμη. Άδεια. Ανούσια. Συνηθισμένη. Ήταν όμως επίμονη. Κι ο χρόνος της έκανε τη χάρη. Την άφησε να μείνει..

Κάποτε ήταν κάτι..
Τώρα;

29 Σεπ 2008

Το τρίο κι ο αδερφός του αδερφού (05)

Ο Γιώργος είναι στο σπίτι του αδερφού του. (Πληροφορίες για τον αδερφό του Γιώργου : Είναι μεγαλύτερος. Ωραίο παιδί. Την έχει την επιτυχία του με τις γυναίκες. Τελειώνει το διδακτορικό του και σε λίγους μήνες μπαίνει φαντάρος. Τα τελευταία τρία χρόνια είναι με μια κοπέλα. Εδώ κι ένα χρόνο συγκατοικούν. Μετά το φανταρικό του, θα παντρευτούν). Μόλις είδε κάτι που τον τάραξε. Μόνο τον τάραξε; Σκοτοδίνη του ήρθε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και λίγα λέμε. Φεύγει πανικόβλητος. Με κάποιον πρέπει να μιλήσει γι’ αυτό που είδε. Βγαίνει στο δρόμο και παίρνει τηλέφωνο τον Πέτρο.

«Ναι;» ακούγεται από την άλλη γραμμή.
«Έλα ρε, που είσαι και τι κάνεις;» ρωτάει με μισή ανάσα ο πανικόβλητος.
«Αυτό μόνο πες μου! Τέλλλος!» θυμήθηκε ένα βιντεάκι από το γιουτιούμπι ο χιουμορίστας.
«Ξεκόλλα δεν είμαι για τέτοια τώρα. Λέγε που είσαι και τι κάνεις» επιμένει ο αγχωμένος.
«Σπίτι και γαμάω περίεργους» συνεχίζει στο ίδιο στυλ ο εξυπνάκιας.
Ο Γιώργος το έπιασε το λογοπαίγνιο αλλά αποφάσισε να μην ασχοληθεί. Η τρέλα τού βάραγε επιτακτικά την πόρτα. «Ωραία» του λέει «σε δέκα κατέβα. Έρχομαι να σε πάρω να πάμε στο δικό μου. Θα πάρω και τον άλλο. Θέλω να μιλήσουμε.»
«Γιατί ρε; Έγινε κάτι;» απόρησε ειλικρινά το εξυπνοπούλι.
«Πολύ περίεργος μου ακούγεσαι» έστησε έντεχνα την παγίδα του κι έπιασε τον έξυπνο Πέτρο από τη μύτη. Κλείνει το τηλέφωνο και στα καπάκια παίρνει το Σάκη.

«Όχι!» Κλασσικός Σάκης. Οι άλλοι δηλαδή γιατί λένε ‘Ναι;’; Καμιά φορά, όταν είχε κέφια έλεγε ‘Πίσω’ σε αντίθεση του ‘Εμπρός’. Στο τσακίρ κέφι έλεγε ‘Παρακαλώ’, σαν φυσιολογικός άνθρωπος, για να τους τρελαίνει όλους και να νομίζουν ότι έχουν πάρει λάθος.
«Που είσαι;» ρωτάει ο Γιώργος.
«Σπίτι σου» απαντάει ο Σάκης.
‘Τι έγινε τώρα; Πως διάολο βρέθηκε αυτός σπίτι μου;’ αναρωτιέται ο αγχωμένος. Αλλά δε ρώτησε. Εδώ η γη βρισκόταν παντού εκτός από κάτω από τα πόδια του κι αυτός θα ασχολείται με λεπτομέρειες; «Ωραία» λέει και σ’ αυτόν «φτιάξε καφέδες κι ερχόμαστε τώρα με τον Πέτρο.»
«Δεν έχει ζάχαρη»
‘Μα τι διάολο γίνεται εδώ πέρα; Εδώ δεν ήξερε αυτός ότι του τελείωσε η ζάχαρη και το ξέρει ο Σάκης;’ Αλλά πάλι δε ρώτησε. Λεπτομέρειες. «Να πας να πάρεις. Σ’ ένα τέταρτο θα είμαστε εκεί» κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Το ’πε και το ’κανε. Σ’ ένα τέταρτο ήταν εκεί με τον Πέτρο. Αλλά κι ο Σάκης κύριος. Τρία καφεδάκια, μερακλίδικα, περίμεναν υπομονετικά, παρέα με καθαρά τασάκια, πάνω στο τραπεζάκι. Κάθισαν στους καναπέδες, άναψαν τσιγάρο ταυτόχρονα κι όλα ήταν έτοιμα να αρχίσει η κουβέντα.
«Τι έγινε ρε φίλε; Γιατί μας μάζεψες εδώ πέρα έτσι ξαφνικά;» μπαίνει πρώτος στο χορό ο Πέτρος.
«Ναι ρε μαλάκα. Κι εγώ δε σας περίμενα σπίτι σου τέτοια ώρα. Τι παίζει;» συνεχίζει με επιδέξια πιρουέτα και περισσό θράσος ο Σάκης.
Ο Γιώργος παίρνει βαθιά ανάσα, ρίχνει μια στροφή πονεμένης ζεμπεκιάς, αλά μάνα γιατί με γέννησες, και ξεκινάει. «Είμαι στο σπίτι του αδερφού μου για να πάρω κάτι παπούτσια που του είχα δώσει. Κι εκεί που ψάχνω στη ντουλάπα, ανοίγω ένα κουτί και τι βλέπω μέσα;»
«Τι..»
«..βλέπεις;» αλληλοσυμπληρώνονται οι άλλοι δύο.
«Ένα δονητή, ΝΑ με το συμπάθιο» και δείχνει ένα ΝΑ που χρειαζόταν και το συμπάθιο του γείτονα.

«Σοβαρά μιλάς τώρα;» ρωτάει σοβαρά ο Πέτρος. Από την άλλη ο Σάκης προσπαθεί να πνίξει ένα γελάκι.
«Σου φαίνομαι για τύπος που κάνει πλάκα αυτή τη στιγμή;» απαντάει με σοβαρή ερώτηση ο Γιώργος.
Ο Σάκης τώρα προσπαθεί να στραγγαλίσει ένα νέο γελάκι. Αλλά παίρνει κι αυτός το σοβαρό του. «Κάτσε ρε φίλε. Όλο και κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει.»
«Θα σου δώσω εγώ τώρα τη λογική εξήγηση» πετάγεται ο αδερφός της αγνώστου σεξουαλικής ταυτότητας αδερφού. «Πάει το αδερφάκι μου. Αποφάσισε να το γυρίσει τώρα στα γεράματα.»
«Μη λες μαλακίες» επεμβαίνει ο Πέτρος. «Εδώ όταν ήμασταν πιτσιρικάδες ρίχναμε μαλακίες με τις γκόμενες που κυκλοφορούσε ο αδερφός σου και τώρα ξαφνικά αποφάσισε να το γυρίσει; Πες κι εσύ τίποτα ρε» και γυρνάει προς το Σάκη.
«Βεβαίως. Έτσι είναι» επιβεβαιώνει αυτός δολοφονώντας εν ψυχρώ ένα νέο κύμα γέλιου.
«Γιατί ρε; Πολύ θέλει να του στρίψει του ανθρώπου; Τόσο καιρό, με όλες αυτές τις παπαριές που διαβάζει, έπηξε το κεφάλι του κι αποφάσισε να πειραματιστεί με νέα πράγματα για να ξεδώσει» προσπαθεί να λύσει το μυστήριο ο απεγνωσμένος αδερφός. «Κι όχι τίποτα άλλο. Σε λίγο φεύγει και για φαντάρος. Η μάνα μου θα κοιμάται ήσυχη ότι τα σύνορα είναι ασφαλή, ο πατέρας μου θα καμαρώνει κι ο αδερφός μου θα είναι η χαρά του στρατοπέδου. Να μη μιλήσω για τη μέλλουσα γυναίκα.»

«Αυτό είναι ρε χαζέ» πετάγεται με στόμφο ο Πέτρος.
«Ποιο;» ρωτάει με αγωνία ο Σάκης κι ένα νέο γελάκι εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.
Ο Γιώργος καμία αντίδραση. Περιμένει να ακούσει. Ο Ηρακλής Πετρουώ κοιτάει έναν έναν το κοινό του και δίνει τη λύση του μυστηρίου. «Τον έχει πάρει δώρο στη γκόμενά του για να της κρατάει συντροφιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν αυτός θα υπηρετεί τη μαμά πατρίδα.»
«Αποκλείεται» αποκλείει την εκδοχή ο Γιώργος κι ο ένοχος ήδη βρίσκεται για τρέλες στις Σεϋχέλλες.
«Γιατί αποκλείεται;» ρωτάει απογοητευμένος ο δαιμόνιος ντετέκτιβ Πίκος Πετρίκος.
«Ο δονητής δεν ήταν απλά μεγάλος. Ήταν τεράστιος. Θα πρέπει να είναι μαλάκας για να κάνει δώρο στη γκόμενά του ένα τόσο μεγάλο δονητή. Η σύγκριση θα ήταν αναπόφευκτη και δεν θα τον κολάκευε καθόλου.»
Ένα νέο γέλιο δεν πρόλαβε ποτέ να δει το φως της ημέρας. Ο Σάκης κάτι πάει να πει αλλά τον προλαβαίνει ο Πέτρος. «Κάτσε ρε μαλάκα. Επειδή εσύ βγήκες μικροτσούτσουνος, σημαίνει ότι είναι κι ο αδερφός σου; Μπορεί το παλικάρι να είναι χαρισματικό.»
«Δε παίζει σου λέω» αποκλείει κάθε ενδεχόμενο ο απογοητευμένος αδερφός.
«Κι εσύ πως το ξέρεις;» κατάφερε να ρωτήσει ο Σάκης τη στιγμή ακριβώς που ξεκοίλιαζε ένα νέο κύμα γέλιου.
«Αν την είχε τόσο μεγάλη, όλα αυτά τα χρόνια, θα περνάγαμε από δίπλα του και θα μας γαμούσε καταλάθος.»

Ο Σάκης δεν άντεξε άλλο. Είχε βαρεθεί τις δολοφονίες και ξεσπάει. Αρχίζει να γελάει σα βλάκας. Ο Πέτρος τον σκουντάει. «Καλά ρε μαλάκα. Εδώ ο άλλος πεθαίνει κι εσύ γελάς;»
Ο Σάκης κάτι πάει να πει αλλά πλέον δεν το ελέγχει. Το γέλιο παίρνει την εκδίκησή του για την άδικη γενοκτονία του. Ο πονεμένος Γιώργος τσαντίζεται. «Αν δε σταματήσεις να γελάς, μα την αλήθεια, θα πάω να πάρω έναν ακόμη μεγαλύτερο δονητή και θα είναι όλος δικός σου» απειλεί.
«Δεν υπάρχει» απαντά ο Σάκης ανακτώντας προσωρινά τον έλεγχο.
«Τι δεν υπάρχει;» ρωτάει με απορία ο Πέτρος.
«Μεγαλύτερος δονητής»
«Κι εσύ που το ξέρεις;» ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός του αδερφού.
«Γιατί το έψαξα και βρήκα τον μεγαλύτερο για το αδερφάκι σου» δίνει τα πρώτα στοιχεία για την εξιχνίαση ο Σάκης.
«Και γιατί ρε παπάρα πήρες δονητή στον αδερφό μου;»
«Γιατί σε λίγο καιρό θα μπει φαντάρος και θα πρέπει να είναι συνηθισμένος» λύνει το μυστήριο ο Σάκης. Και για να μην υπάρχει ενδεχόμενο έφεσης συνεχίζει. «Είχε και καρτούλα μέσα αλλά φαίνεται δε πρόλαβες να τη διαβάσεις.»

Ο Γιώργος δε λέει τίποτα. Ανάβει τσιγάρο και χαλαρώνει. Η γη επέστρεψε κάτω από τα πόδια του. Ο Πέτρος χαμογελάει. Αναδρομικά. Αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί. Δεν του πάει το ντεντεκτιβιλίκι. Ο Σάκης σηκώνεται και βγαίνει στη βεράντα. Συνεχίζει το πότισμα των φυτών που του είχε διακόψει το τηλεφώνημα του Γιώργου. Γι’ αυτό είχε πάει εκεί. Είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους από το καλοκαίρι που τα φρόντιζε.
«Είσαι μαλάκας» ακούει το Γιώργο να φωνάζει από το σαλόνι.
«Εκ γενετής» ακούει τον Πέτρο να συμφωνεί από το σαλόνι.
«Το ξέρω» καθησυχάζει και τα δύο φιλαράκια του από τη βεράντα.

Λίγο ομοφοβικοί. Μια μπαταρία ανισόρροποι. Μια δόνηση μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

23 Σεπ 2008

Το τρίο κι οι τραμπούκοι (04)

Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Δηλαδή εννιά ώρες πριν το μεσημέρι. Σκοτάδι. Τρεις τύποι περπατάνε στο δρόμο. Σκοτεινός κι αυτός. Μιλάνε μεταξύ τους. Δε λένε τίποτα το σοβαρό. Μαλακίες για να περάσει η ώρα μέχρι να φτάσουν σπίτια τους. Τα ’χουν πιει τα ποτάκια τους. Δεν είναι μεθυσμένοι. Αλλά μια χαλαρότητα την έχουν. Μια ευδιαθεσία ρε παιδί μου. Μέσα στη σκοτεινή ατμόσφαιρα εμφανίζονται από τη γωνία δύο τύποι. Αυτοί κι αν είναι σκοτεινοί. Οι δύο σταματάνε μπροστά στους τρεις. Οι τρεις αναγκαστικά σταματάνε και κοιτάνε τους δύο. Κάτι θα παίξει τώρα.

Τη σιγαλιά της νύχτας τσακίζει ο ένας από τους δύο σκοτεινούς τύπους με την επιτηδευμένα άγρια φωνή του. «Μάγκες τα κινητά και τα λεφτά σας. Και γρήγορα.»
Ο Γιώργος με τον Πέτρο κοιτιούνται και χαμογελούν. Ο Σάκης δε χρειάζεται να τους κοιτάξει. Ξέρει ήδη τι σκέφτονται κι αναλαμβάνει τα ινία. «Λοιπόν παίδες είστε πολύ τυχεροί. Σας έχω εδώ πέρα ένα μοντελάκι μούρλια. Είναι λίγο παλιό αλλά τη δουλειά του την κάνει.»
«Ρε πας καλά;» πετάγεται ο Πέτρος. «Σιγά μην ασχοληθούν τα παιδιά με την παντόφλα σου. Τους έχω εδώ πέρα πράγμα που σαλεύει. Φουλ εξοπλισμένο κινητό με όλα τα κομφόρ. Θα τους κρατήσει μια ζωή.»
Ήταν η σειρά του Γιώργου. «Μαλάκες ξεκολλάτε. Τα παιδιά από εδώ μας ζήτησαν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν τα κινητά μας κι εσείς πάτε να ξεφορτωθείτε τις μπακατέλες σας.» Και συνεχίζει απευθυνόμενος στους τύπους. «Μάγκες το δικό μου θα πάρετε γιατί θα παρεξηγηθώ. Τελευταίας τεχνολογίας, 3G, με καμερούλα, καρτούλα 2GB για τις φωτογραφίες σας και τη μουσική σας, πληκτρολόγιο αφής και τα ρέστα. Κι επειδή είστε κι ομορφόπαιδα θα σας κάνω δώρο και το hands free.»

Οι σκοτεινοί τύποι απορούν για λίγο αλλά δε μασάνε. Το λόγο παίρνει, για πρώτη φορά, ο άλλος. Ο σκοτεινότερος. «Μας δουλεύετε ρε; Θέλετε να γίνει με τον άσχημο τρόπο;»
«Παιδιά μπορώ να μιλήσω;» ζητάει την άδεια των φίλων του ο Σάκης.
«Βεβαίως» απαντάει ο Γιώργος.
«Παρακαλώ» προτρέπει ο Πέτρος.
«Πρώτον. Δε θα τολμούσαμε ποτέ να σας δουλέψουμε. Δεύτερον δε θέλουμε να γίνει τίποτα με τον άσχημο τρόπο. Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Και τρίτον. Αν δε με απατάει η μνήμη μου, εκτός από τα κινητά μας είχατε ζητήσει και τα λεφτά μας. Δυστυχώς εδώ, τουλάχιστον εγώ, θα σας στενοχωρήσω. Δεν έχω μία πάνω μου. Μου τα έφαγε όλα η γκαρσόνα στο μαγαζί που τα πίναμε. Πολύ ωραίο μπαράκι. Να πάτε!»
Ο σκοτεινότερος κολλάει λίγο αλλά έχει αρχίσει και να τα παίρνει. «Θα πάμε ρε. Με τα λεφτά που θα μας δώσετε.»
«Και βεβαίως θα πάτε» επεμβαίνει ο Πέτρος. «Και η πρώτη γύρα είναι κερασμένη από μένα. Ένα εικοσάρικο έχω. Χαλάλι σας. Αλλά να αφήσετε και πουρμπουάρ στην κοπέλα. Μη τσιγκουνευτείτε.»
«Μάγκες ρέστα από πενηντάρικο έχετε;» πετάγεται ο επιχειρηματίας Γιώργος.
«Τι έγινε;» ρωτάει απορημένος ο λιγότερο σκοτεινός.
«Λέω αν έχετε ρέστα από πενηντάρικο. Αυτά έχω πάνω μου αλλά πρέπει να πληρώσω και το λογαριασμό του κινητού αύριο γιατί θα το κόψουν. Εγώ για σας το λέω! Για να έχετε να παίρνετε και τα τηλεφωνάκια σας. Αν δε σας νοιάζει σας το δίνω έτσι και τα τρώτε όλα στο μπαρ. Θα κεράσετε και σφηνάκια όπου γουστάρετε. Γαμώ θα περάσετε!»
Ο σκοτεινότερος αρχίζει να τα παίρνει πιο πολύ. «Ρε τι μαλακίες είναι αυτές που μας τσαμπουνάτε τόση ώρα; Μάλλον δεν έχετε καταλάβει τι γίνεται εδώ πέρα.»

«Ααα, τώρα μας προσβάλεις» δηλώνει με θιγμένο ύφος ο Πέτρος. «Για χαζούς μας έχεις περάσει;»
Ο Σάκης παίρνει το σοβαρό του. «Μάλλον εσείς δεν έχετε καταλάβει τι παίζει.»
«Αποκλείεται να μην έχουν καταλάβει. Είναι έξυπνα παιδιά» συνεχίζει ο Πέτρος. «Πάρε για παράδειγμα αυτόν» και δείχνει τον σκοτεινό. «Στάνταρ έχει τελειώσει με άριστα το μαθηματικό και ήδη σκέφτεται ότι είναι δύο ενώ εμείς είμαστε τρεις.»
«Από την άλλη, αυτός εδώ» αρπάζει το λόγο πάλι ο Σάκης δείχνοντας τον σκοτεινότερο «αριστούχος της ψυχολογίας με μεταπτυχιακά στην κοινωνιολογία, έχει αρχίσει να αναρωτιέται αν έχει μπλέξει με βλάκες ή τρελούς. Γιατί αν είμαστε βλάκες τότε θα φύγει από εδώ με κινητά και λεφτά. Αλλά αν είμαστε τρελοί, τότε τι γίνεται; Ε; Τι γίνεται; Ποιος θα έχει το πρόβλημα τότε;» ρωτάει επιτακτικά κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ήρθε η σειρά του Γιώργου. Τραβάει το φίλο του πίσω και με ήρεμο και ειρηνικό τόνο αναλύει το σκεπτικό του. «Ένα είναι σίγουρο. Δεν είμαστε βλάκες. Και τώρα θα σας αποκαλύψω την ουσία της μικρής μας αλλά τόσο ευχάριστης κουβέντας. Όπως θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα οι φίλοι μου από ’δω ούτε καλά κινητά έχουν, ούτε λεφτά κουβαλάνε. Ένα ψωροεικοσάρικο έχουν και οι δυο μαζί. Καλά μέχρι εδώ;» Ο ένας πήγε να πει κάτι αλλά ο Γιώργος τον κόβει με μια απότομη κίνηση του χεριού και συνεχίζει. «Εσείς όμως; Οι συνήθειές σας όλο και κανά καλό μοντελάκι θα σας έχουν εξασφαλίσει. Κι όλο και κάτι θα έχετε στις τσέπες σας. Όχι σαν τους καρμίρηδες τους δικούς μου. Τι λέτε; Θέλετε να δείξετε το επίπεδό σας και να δώσετε λίγη χαρά στα φιλαράκια μου;»

Ο Σάκης δεν κρατιέται και γελάει. Δεν ήταν χαρούμενο το γέλιο του. Ήταν περίεργο. Αρρωστημένο. «Κοίτα να δεις πως τα φέρνει η πουτάνα η ζωή. Από θύτες, θύματα.»
«Το καταλάβατε αυτό ή ήταν δύσκολες οι λεξούλες;» ρωτάει ο συμπονετικός Πέτρος. «Γιατί αν ήταν δύσκολες να σας βάλουμε το φίλο μας από εδώ» και δείχνει το Γιώργο «να σας τις εξηγήσει.»
Οι σκοτεινοί έχουν μείνει κάγκελο. Τόσος καιρός τραμπουκισμού δεν τους είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Δεν ήξεραν πως να το αντιμετωπίσουν πλέον. Κοιτιούνται μεταξύ τους με απορία. Δε μιλάνε. Πρώτος στρίβειν ο σκοτεινός. Ακολουθεί δια του αρραβώνος ο σκοτεινότερος.

Οι τρεις τους έμειναν να τους κοιτάνε να φεύγουν. Ένα διεστραμμένο χαμόγελο χάραζε τα χείλη τους. Τρομακτικοί. Δε θα ’θελες με τίποτα να τους πετύχεις το βράδυ μόνος σου.
«Αυτός που έφυγε πρώτος πρέπει να ήταν το μυαλό της παρέας» μίλησε πρώτος ο Γιώργος.
«Και τον ακολούθησαν τα μπράτσα της παρέας» επιβεβαίωσε ο Πέτρος.
«Πάντα έτσι δε γίνεται; Τα μπράτσα ακολουθούν το μυαλό!» φιλοσόφησε ο Σάκης.

Λίγο τρελοί. Ένα χαστουκάκι τραμπούκοι. Μια σπρωξιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Η ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και αφιερωμένη στο δεκατριάχρονο γειτονάκι μου, που πριν λίγες μέρες γύρισε στο σπίτι του στενοχωρημένο γιατί δύο τύποι πίστεψαν ότι θα λύσουν το οικονομικό και επικοινωνιακό πρόβλημά τους εις βάρος του.

17 Σεπ 2008

Εκεί που..

Θέλω να φύγω από εδώ.
Θέλω να πάω εκεί..

Εκεί που δεν υπάρχει ουρανός να κοιτάς ψηλά. Εκεί που δεν υπάρχει γη να πατάς. Εκεί που το φως δε φτάνει ποτέ στα μάτια σου. Εκεί που ζουν οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπα. Εκεί που η βρωμιά κολλάει πάνω σου. Εκεί που η θάλασσα είναι καυτό λάδι. Εκεί που ο αέρας σε πηγαίνει όπου θέλει. Εκεί που μοσχοβολάνε τα σκουπίδια και βρωμάνε τα τριαντάφυλλα. Εκεί που τα φυτά μεγαλώνουν μαραμένα. Εκεί που η ανάσα μυρίζει καφέ και τσιγάρο. Εκεί που το νερό δεν ξεδιψάει και η τροφή δε χορταίνει. Εκεί που το αίμα είναι διάφανο. Εκεί που τα κόκαλα είναι από στάχτη. Εκεί που το δέρμα έχει αγκάθια. Εκεί που η ζέστη σε παγώνει. Εκεί που τα κτίρια είναι φτιαγμένα από τραπουλόχαρτα. Εκεί που το χρυσάφι σκουριάζει και τα διαμάντια είναι θαμπά. Εκεί που φτύνεις κόντρα στον ανεμιστήρα. Εκεί που οι μελωδίες είναι παράφωνες. Εκεί που η τάξη είναι ακατάστατη. Εκεί που η απουσία είναι παρούσα. Εκεί που πέφτεις μόνο από ψηλά. Εκεί που η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Εκεί που το τέλος δεν είναι μια νέα αρχή. Εκεί που οι ευχές είναι απειλές. Εκεί που οι κατάρες πραγματοποιούνται. Εκεί που τα σοβαρά είναι αστεία. Εκεί που το γέλιο είναι κλάμα χωρίς τον ήχο. Εκεί που οι εφιάλτες κατουράνε στους τάφους των ονείρων. Εκεί που βούλιαξε η βάρκα της ελπίδας. Εκεί που οι επιθυμίες πεθαίνουν στον τοκετό. Εκεί που δεν υπάρχουν απαντήσεις για κανένα ερώτημα. Εκεί που λιποθυμάς για να ξεγελάσεις την αϋπνία. Εκεί που δε μπορείς να χαθείς γιατί δεν έχεις που να πας. Εκεί που ζεις ενώ είσαι νεκρός. Εκεί που οι αναμνήσεις δεν υπάρχουν γιατί δεν υπάρχει παρελθόν. Εκεί που δεν υπάρχει μέλλον. Εκεί που ο φοίνικας έμεινε στις στάχτες του. Εκεί που δεν υπάρχει οίκτος. Εκεί που τα αισθήματα είναι κάλπικα. Εκεί που ο έρωτας είναι ένας πορνόγερος χωρίς βέλη. Εκεί που η αγάπη είναι κοροϊδία. Εκεί που η λύτρωση είναι μαρτύριο. Εκεί που οι ψυχές είναι καυσαέρια. Εκεί που τα νύχια σκίζουν τις σάρκες. Εκεί που οι πληγές σαπίζουν. Εκεί που τα δάκρυα είναι ξινός ιδρώτας. Εκεί που το φιλί είναι δηλητηριώδες. Εκεί που η αγκαλιά είναι ασφυκτική. Εκεί που το γαμήσι είναι βασανιστήριο. Εκεί που τα βλέμματα είναι τυφλά. Εκεί που τα λόγια δεν έχουν νόημα. Εκεί που το νόημα δεν έχει ουσία. Εκεί που η ουσία έχει χαθεί. Εκεί που ζεις για το τίποτα. Εκεί που ο σκοπός είναι μάταιος. Εκεί που ο θόρυβος δε φτάνει ποτέ στα αυτιά σου. Εκεί που η ησυχία είναι εκκωφαντική. Εκεί που οι στιγμές κρατάνε μια αιωνιότητα. Εκεί που η ζωή δεν είναι ζωή. Εκεί που ο θάνατος είναι θάνατος. Εκεί που το χάος βασιλεύει.

Εκεί που δεν είσαι εσύ.
Εκεί που θα μπορώ να μη σκέφτομαι..

Εκεί θέλω να πάω.
Και να μείνω λίγο μόνος..

Μέχρι να..

15 Σεπ 2008

Το τρίο κι οι τρεις ευχές (3.5)

Τρεις φίλοι. Τρεις υπολογιστές. Τρεις κάμερες. Τρία μικρόφωνα. Τρεις ευχές.

«Ψιιιιιιιτ!!! Είστε εκεί;» φωνάζει ο Γιώργος.
«Τι φωνάζεις ρε αγόρι μου; Κουφοί είμαστε;» παίρνει απάντηση από τον Πέτρο.
«Ελέγχω ρε παπάρα να δω αν με ακούτε και με βλέπετε. Ο άλλος συνδέθηκε; Γιατί δε μιλάει;»
«Πουτάνα τεχνολογία!» μονολογεί ο Σάκης πιο πολύ προς τον εαυτό του παρά ως απάντηση προς τους άλλους. «Και γιατί δε βρεθήκαμε να τα πούμε από κοντά και στεκόμαστε σαν τους χαζούς μπροστά από αυτά τα μηχανήματα του διαβόλου;» απευθύνεται στη συνέχεια ξεκάθαρα προς τους άλλους.
«Δε προλαβαίναμε. Αφού θα τα πούμε το βράδυ από κοντά. Λοιπόν, τώρα που βρεθήκαμε πρέπει να κάνουμε τρεις ευχές.»
«Για την προσκλησούλα μιλάς; Που πρέπει να κάνουμε μία ευχή για μας, μία για τους φίλους και μία για τους εχθρούς μας;» ρωτάει για επιβεβαίωση ο Πέτρος ενώ είναι σίγουρος.
«Α μπράβο» τον σιγουρεύει ο Γιώργος παρόλο που ήταν σίγουρος ότι ο Πέτρος ήταν σίγουρος.
«Τι είναι αυτά ρε παιδιά; Εγώ γιατί δεν έχω ιδέα;» απορεί ο Σάκης.
«Θα σου εξηγήσουμε το βράδυ» δίνει μια πρόχειρη εξήγηση ο Γιώργος. «Στο θέμα μας τώρα. Ποιος θα ξεκινήσει; Άντε Πέτρο. Ξεκίνα με την ευχή για μας.»

«Ωραία ωραία. Το ’χω. Η ευχή είναι : Να συνεχίσουμε να είμαστε.»
«Τι;» ρωτάνε οι άλλοι δύο ταυτόχρονα και τα ψηφιακά πακέτα φωνής στο διαδίκτυο πήραν φωτιά.
«Τι τι ρε βλάκες; Δεν έχει συνέχεια. Να συνεχίσουμε να είμαστε. Τελεία. Δεν έχει άλλο. Το αφήνουμε έτσι. Μυστήριο» αναλύει στους ανέπνευστους, την εμπνευσμένη ευχή του ο Πέτρος.
«Α καλά! Θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες» φοβάται ο Σάκης.
«Αυτό βλέπω κι εγώ» προβλέπει το μέλλον ο Γιώργος.
«Ρε άι σηχτίρ. Να δω και τις δικές σας. Έλα Γιωργάκη, για κάνε την ευχή για τους φίλους» διώχνει τα φώτα της δημοσιότητας από πάνω του ο Πέτρος και τα κατευθύνει προς το Γιώργο.

«Έχουμε και λέμε. Η ευχή για τους φίλους είναι : Να συνεχίσουν να μας αντέχουν.»
«Γιατί ρε; Τι έχουμε και πρέπει να μας αντέχουν; Μια χαρά παιδιά είμαστε» το λέει και δεν το πιστεύει ο Σάκης.
«Έτσι νομίζεις;» επεμβαίνει ο Πέτρος.
«Όχι» απαντάει ο Σάκης «απλά κάποιος έπρεπε να το πει. Έτσι για την τιμή των όπλων. Μην πάμε και αμαχητί.»
«Κυριλέ. Συμφωνούμε όλοι. Άντε Σάκη, η ευχή για τους εχθρούς έμεινε. Σειρά σου» προτρέπει ο Γιώργος.

«Λοιπόν» παίρνει το σοβαρό του αυτός. «Η ευχή για τους εχθρούς μας είναι : Να είναι καλοί κι άξιοι εχθροί για να έχει ενδιαφέρον.»
«Είσαι μεγάλος αγόρι μου» επικροτεί το φίλο του ο Πέτρος.
«Ό,τι και να πω είναι λίγο. Απλά χειροκροτώ» κι όντως χειροκροτούσε ο Γιώργος.

«Άσε τα παλαμάκια ρε αποτυχία. Λοιπόν μάγκες την κάνω. Μπαίνω για μπανάκι και τα λέμε το βράδυ στο Γκάζι» σφυρίζει τη λήξη ο Πέτρος.
«Καλώς. Τα λέμε παίδες» χαιρετάει πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια ο Γιώργος.
«Θα είναι και το τζίνι μαζί μας το βράδυ;» αναρωτιέται μόνος του στη σέντρα ο Σάκης.

Λίγο κουκουρούκου. Ένα σφύριγμα παιχνιδιάρηδες. Μια φάση μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Αυτό το έκτακτο video conference πραγματοποιήθηκε μετά από πρόσκληση της dot. Δηλαδή η dot κάλεσε εμένα κι εγώ παρέπεμψα την πρόσκληση στο τρίο. Όσοι από τους δεξιά διάβασαν αυτή την ανάρτηση, δεν έχουν παίξει κι έχουν όρεξη να το κάνουν, ας το κάνουν.. Καλή εβδομάδα σε όλους!

12 Σεπ 2008

Το τρίο και το παγκάκι (03)

Καλοκαίρι. Στη μέση του. Απογευματάκι. Πλατεία. Μεγάλο δέντρο. Μεγάλη σκιά. Στη μέση της σκιάς παγκάκι. Πάνω στο παγκάκι τύποι. Τρεις. Κάθονται. Αραχτοί. Άνετοι. Ωραίοι.

Αριστερά. Ο Γιώργος πίνει καφέ. Σκέτο, με λίγο γαλατάκι. Εβαπορέ. Αν δεν πιει το καφεδάκι του το απόγευμα δε μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ. Στη μέση. Ο Πέτρος πίνει τη μπυρίτσα του. Κάθε καλοκαίρι αισθάνεται βασιλιάς. Και υπάρχει βασιλιάς χωρίς την Κορόνα του; Δεξιά. Ο Σάκης πίνει κόκα κόλα. Λάιτ. Λέει ότι πίνει λάιτ γιατί του αρέσει περισσότερο η γεύση της. Μαλακίες. Επειδή έχει μόνο μία θερμίδα το κάνει. Πίνουν, καπνίζουν και παρατηρούν τον κόσμο που περνάει από μπροστά τους.

Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπαίνει στο οπτικό τους πεδίο. Γύρω στα εβδομήντα πέντε. Περπατούν αργά κι αρμονικά. Ο άντρας κρατάει μπαστούνι. Η γυναίκα την τσάντα της. Και περπατάνε χέρι χέρι.
«Πω ρε φίλε! Την είδες τη μαγκούρα του τύπου; Μια τέτοια θα πάρω κι εγώ όταν μεγαλώσω» ανακοίνωσε τα μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον ο Γιώργος.
«Ποια μαγκούρα ρε; Εδώ η μάνα μου έχει την ίδια τσάντα με την κυρία. Κι είναι τριάντα χρόνια μικρότερη. Πολύ ιν η γιαγιά» συμπέρανε ο Πέτρος.
«Καλά ρε τυχάρπαστοι. Την ουσία δεν την πιάσατε;» ρώτησε ο Σάκης και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Είναι τουλάχιστον μισό αιώνα μαζί και η γυναίκα δεν τον πιάνει αγκαζέ. Περπατάνε και είναι πιασμένοι από το χέρι. Αυτοί είναι ακόμη ερωτευμένοι. Απίστευτο;»
«Απίστευτο» συμφώνησε ο ένας.
«Κι όμως αληθινό» συμφώνησε κι ο άλλος.
«Αυτοί τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε από μέσα του ο Σάκης αλλά το είπε δυνατά.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Λίγο πιο μετά περνάνε δύο καθώς πρέπει πενηντάρες. Κυριλέ ρούχα. Μαλλί στην τρίχα. Μυστήριο ύφος. Δεν ήξερες αν είναι τσατισμένες ή ευδιάθετες. Κορμί στητό. Περπάτημα βιαστικό.
«Εγώ πάντως τους λυπάμαι» μίλησε πρώτος ο Πέτρος.
Ο Γιώργος γυρίζει και τον κοιτάει. «Ποιους λυπάσαι πάλι ρε;»
«Τους άντρες τους. Είναι κλασσική περίπτωση γυναικών που τους έχουν σήκω σήκω, κάτσε κάτσε. Στάνταρ.»
«Κι από πού το κατάλαβες αυτό ρε Πουαρώ;» ζήτησε επεξηγήσεις ο Γιώργος.
«Είναι τρελός ο αλγόριθμος που τρέχει από πίσω για να βγει το συμπέρασμα αλλά πίστεψέ με. Έτσι είναι» έλυσε το μυστήριο ο Πέτρος. «Εσύ τι λες ρε Σάκη;»
«Εγώ πειράζει που αν ήμουν ζιγκολό θα τους έδινα την καρτούλα μου; Και σκεφτόμουνα ότι την πρώτη βραδιά θα τους την έκανα δωρεάν.»
«Όλα κι όλα. Πρώτα η ευχαρίστηση και μετά η δουλειά» είπε ο ένας.
«Είσαι μεγάλη ανωμαλάρα φίλε μου» δήλωσε ο άλλος.
«Αυτές τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε και πάλι από μέσα του ο Σάκης αλλά και πάλι το είπε δυνατά.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Και να σου από το πουθενά εμφανίζονται δύο κοριτσάκια. Τρελά γκομενάκια. Σαν τα κρύα τα νερά. Στην ηλικία των δικών μας. Τακουνάκια. Φουστίτσες. Τιραντάκια. Χάρμα οφθαλμών. Περπατούσαν, μιλούσαν και γέλαγαν.
«Πσσσσς. Το κοκκινομάλλικο φυσάει» ακούστηκε από τη μεριά του Γιώργου.
«Γιατί το ξανθό τι κάνει; Φυσάει και ξεσηκώνει» καπάρωσε την ξανθιά ο Πέτρος.
Ο Σάκης ξεφυσάει. «Ωραία ρε. Μια χαρά τις προλάβατε. Εγώ πάλι με το πουλί στο χέρι έμεινα.»
«Χαζός είσαι ρε; Έτσι θα το αφήναμε εμείς το φιλαράκι μας;» είπε ο ένας.
«Θα σε αφήναμε να παίρνεις μάτι» συμπλήρωσε ο άλλος.
«Αυτές τι να σκέφτονται για μας;» Σάκης. Αναρωτήθηκε από μέσα. Μίλησε απ’ έξω.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Φωνές ακουγόντουσαν από μακριά. Πλησίαζαν με ταχύτητα. Δύο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους. Φρενάρουν τελευταία στιγμή. Μπροστά τους. Στέκονται για λίγο και τους κοιτάνε. Ορθοπεταλιά κι εξαφανίστηκαν.
«Πως περάσανε τα χρόνια ρε παιδιά; Κι εμείς σ’ αυτή την πλατεία παίζαμε με τα ποδήλατά μας. Θυμάστε;» αναπόλησε ο Πέτρος.
«Ωραία ήταν τότε. Αυτή ήταν ζωή. Χωρίς προβλήματα και χωρίς υποχρεώσεις» θυμήθηκε ο Γιώργος.
«Ξενοιασιά σε όλο της το μεγαλείο. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ήταν ποιο παιχνίδι θα παίξουμε» θυμήθηκε κι ο Σάκης.
«Να ’ναι καλά τα τσογλανάκια. Με συγκίνησαν» κι έλεγε αλήθεια ο μικρός Γιωργάκης.
«Α στο καλό τους. Κι εμένα» συμφώνησε κι ο μικρός Πετράκης.
«Αυτά τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε, αυτή τη φορά κατ’ ευθείαν απ’ έξω του ο μικρός Σάκης.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Λίγο πιο πέρα στην πλατεία.

Ηλικιωμένο ζευγάρι.
Άντρας: Τα είδες τα παλικαράκια στο παγκάκι;
Γυναίκα: Τα είδα και τα θαύμασα!
Άντρας: Ααχ και να ’χαμε τα νιάτα τους.
Γυναίκα: Εμείς τα είχαμε κάποτε τα νιάτα τους. Τώρα είναι η σειρά τους.
Άντρας: Τι θα έκανα χωρίς εσένα;
Γυναίκα: Θα έψαχνες μέχρι να με βρεις.

Καθώς πρέπει πενηντάρες.
Η μία: Τους είδες τους άλλους στο παγκάκι;
Η άλλη: Τι σε πειράξανε τώρα τα παιδιά;
Η μία: Ε δε μπορώ να βλέπω τη νεολαία έτσι. Χυμένοι σε ένα παγκάκι να κοπροσκυλιάζουν.
Η άλλη: Καλοκαίρι είναι. Άσε τα παιδιά να χαλαρώσουν.
Η μία: Τους είδες πως κοιτάγανε;
Η άλλη: Μια χαρά κοιτάγανε. Άσε που ήταν και νοστιμούληδες.

Κοριτσάκια.
Κοκκινομάλλα: Τους είδες πως καρφώνανε;
Ξανθιά: Τους είδα. Αλλά δε μας μιλήσανε.
Κοκκινομάλλα: Αυτοί χάσανε.
Ξανθιά: Και το χειρότερο είναι ότι δε θα το μάθουν ποτέ.
Κοκκινομάλλα: Κρίμα. Κι ο δεξιά δεξιά δε θα με χάλαγε καθόλου.
Ξανθιά: Κι εγώ αυτόν θα διάλεγα.

Πιτσιρικάδες με τα ποδήλατα.
Ο φίλος του ένα: Παραλίγο να τους πατήσουμε.
Ο ένας: Ναι αλλά δεν τους πατήσαμε.
Ο φίλος του ένα: Εμείς πότε θα μεγαλώσουμε να πίνουμε μπύρες και να καπνίζουμε άμα θέλουμε;
Ο ένας: Αργούμε ακόμη. Κι άμα σ’ ακούσει η μαμά σου να λες τέτοια θα έχεις προβλήματα.
Ο φίλος του ένα: Γαμώτο.
Ο ένας: Αυτό λέω κι εγώ. Γαμώτο.

Στο παγκάκι.

Ο Σάκης πίνει την κόκα του σκεφτικός. Κάτι τον απασχολεί. Τραβάει μια τζούρα αέρα κοπανιστού και εξωτερικεύει την απορία του. «Ρε παρατηρήσατε κάτι;» Δεν πήρε καμιά απάντηση και συνέχισε μόνος του. «Όλοι πηγαίναν δυο δυο σαν τους Χιώτες. Εμείς γιατί είμαστε τρεις;»
«Έτσι έκατσε. Η μοίρα το πρόσταξε να γίνει έτσι» ψιλοαδιαφόρησε ο Γιώργος.
«Μήπως πηγαίνουμε ενάντια στις δυνάμεις δυαδικότητας του σύμπαντος;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Α καλά. Εγώ ρώτησα μια μαλακία κι εσείς το σκίσατε. Αλλά από την άλλη δε γουστάρω να παίζω με το κάρμα. Ειδικά αν είναι του σύμπαντος. Πάω να την κάνω να σας αφήσω τα δυο σας» μονολόγησε ο φιλόσοφος της παρέας.
«Όχι ρε, άραξε. Φεύγω εγώ που κατουριέμαι κιόλας με τις μπύρες» θυσιάστηκε για τους άλλους ο Πέτρος.
«Ρε μην είστε βλάκες. Αράξτε και την κοπανάω εγώ. Ούτως ή άλλως με περιμένουν» πρόταξε το στήθος του ο ανιδιοτελής Γιώργος.
Βολεύτηκαν καλύτερα στο παγκάκι. Καφές. Μπύρα. Κόκα λάιτ. Τσιγάρο. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Μείναν εκεί μέχρι να βραδιάσει.

Λίγο νοσταλγικοί. Μια ιδέα ρομαντικοί. Μια γουλιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

7 Σεπ 2008

Το ντούο κι η εφημερίδα (02)

Ήταν καταμεσήμερο. Μες στο κατακαλόκαιρο. Η ζέστη ήταν τόσο πυκνή που μπορούσες να τη γευτείς. Ο υδράργυρος κατέβαζε δυο δυο τα χάπια για τον ίλιγγο. Ο τζίτζικας βαρούσε ενδοφλέβιες για να την παλέψει. Κάθε λογικός με σώας τα φρένας άνθρωπος καθόταν μέσα στην καφετέρια που είχε και κλιματισμό. Αυτοί όμως ήταν έξω. Κάτω από μια τέντα που έπαιζε το ρόλο θερμοκηπίου κι όχι παροχέα σκιάς. Είχαν και άποψη. Να μη δοκιμάσουν λίγο από τη ζέστη; Να μην είναι εκεί κάποιος να πιάσει τον υδράργυρο σε περίπτωση που ζαλιστεί και πέσει; Να μην κλέψουν λίγο από τη μαστούρα του τζίτζικα;

Ο Γιώργος. Απέναντι ο Πέτρος. Στη μέση οι ζεστοί καφέδες τους και τα καυτά νεράκια τους. Λίγο πιο κει ένα κλειστό τάβλι. Στην άκρη του τραπεζιού μια εφημερίδα. Ήταν ανοιχτή κάπου στη μέση, ακίνητη και όρθια. Μιλάμε για ΤΗΝ άπνοια.
«Εμένα αυτή η εφημερίδα έχει αρχίσει να μου τη δίνει λίγο» είπε ο Πέτρος. «Μα την αλήθεια θα τη βαρέσω.»
«Πας καλά ρε; Τι σε ενοχλεί τώρα η εφημερίδα; Δεν πειράζει κανέναν» επεμβαίνει σαν άλλος κυανόκρανος ο Γιώργος. Και συνεχίζει. «Για πες τώρα. Κι όντως σε ρώτησε αυτό το πράγμα;»
«Ναι ρε μαλάκα. Αν έχεις το Θεό, που δεν πιστεύεις, σου.»
«Δηλαδή για να καταλάβω» συνεχίζει ο Γιώργος για να καταλάβει «την ώρα που την έγλειφες σε ρωτάει τι ώρα θα πάτε αύριο για ψώνια;»
«Ακριβώς όπως στα λέω κι εσύ τα επαναλαμβάνεις, καλέ μου φίλε.» Κι αυτή τη φορά ο Γιώργος το κατάλαβε. Πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά ήθελε κι άλλο.

«Και για πες. Εσύ τι έκανες; Βάλε με λίγο στο κλίμα.»
«Θα σε βάλω στο κλίμα αλλά αυτή η εφημερίδα με εκνευρίζει όλο και πιο πολύ» δηλώνει ο Πέτρος ρίχνοντας θανατηφόρο βλέμμα προς τη μεριά της. Αυτή τίποτα. Καμία αντίδραση. Αδιάφορη. Ασάλευτη. Ακούνητη. Όρθια. Είπαμε, άπνοια.
«Μαλάκα, ξεκόλλα όπως ακριβώς κόλλησες με την εφημερίδα και μίλα.»
«Άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα. Είμαι ανάμεσα στα μπουτάκια της. Παρένθεση (.Φρεσκοξυρισμένα. Με την κρεμούλα τους. Άλλο να στο λέω κι άλλο να τα πιάνεις. Κλείνει η παρένθεση ). Κι εγώ με τη γλώσσα μου δίνουμε ρεσιτάλ ερμηνείας. Έχουμε δοθεί ψυχή τε και σώματι. Μιλάμε για ερμηνεία ζωής. Το όσκαρ το είχαμε στο τσεπάκι μας. Κι αυτή τίγκα στα ζουμιά. Πλημμύρα. Ακούγαμε και κανά αχ βαχ που και που και λέγαμε κυριλέ. Εδώ είμαστε. Σκέψου ότι ήδη ετοιμάζαμε τον ευχαριστήριο λόγο για την τελετή απονομής. Ξέρεις. I want to thank my parents for believing in me και τις λοιπές παπαριές.»
«Και πότε έσκασε η βόμβα;» ρώτησε ο λαβ ντόκτορ προσπαθώντας να παραμείνει σοβαρός.
«Εκεί που άρχισε να μπαίνει η μουσική, γιατί είχα ξεπεράσει το χρονικό όριο του ευχαριστήριου λόγου, μου πετάει τη μνημειώδη ερώτηση.»
«Κι εσύ τι έκανες ρε φιλαράκι;» ξαναρώτησε ο ντόκτορ χάνοντας τον επαγγελματισμό του. Συμπονούσε τον ασθενή.
«Αρχικά αναρωτήθηκα με τι καύλωνε περισσότερο. Με μένα και τη γλώσσα μου ή με την προοπτική της αγοράς καινούριων ρούχων. Αλλά μετά λέω, δε γαμιέται. Και συνέχισα το έργο μου.»
«Συνέχισες ρε θηρίο;» έσκισε το πτυχίο του ο πρώην γιατρός του έρωτα.
«Έτσι κάνουν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές Γιωργάκηηη. Μένουν στο σανίδι μέχρι να πέσει η αυλαία άσχετα με τις αντιδράσεις του κοινού από κάτω και τις κριτικές που διαβάζουν στις εφημερίδες. Και τώρα που είπα εφημερίδα, μα την αλήθεια θα τη σκίσω.» Η εφημερίδα μία από τα ίδια. Κόκαλο.
«Βρε αρχιπαπάρα εδώ από τα όσκαρ βρέθηκες με χρυσό βατόμουρο στο χέρι κι εσύ ασχολείσαι με μια παλιοεφημερίδα;»

Ο Πέτρος προβληματίστηκε. Αυτό το χρυσό βατόμουρο τον πείραξε. Όχι όσο η εφημερίδα, αλλά τον πείραξε. Έπρεπε να περάσει στην αντεπίθεση. Έπρεπε να πει κάτι. Του ήρθε έμπνευση. «Έχουμε δει κι εσένα. Που τα τελευταία χρόνια δεν έχεις προταθεί ούτε για ένα τόσο δα μικρό βραβειάκι. Αλλά πώς να προταθείς; Αν η ερωτική ζωή σου με τη δικιά σου είναι σαν τίτλος ταινίας με το Στάθη Ψάλτη;»
«Δε σε πιάνω» κι όντως δεν τον έπιανε.
«Περάστε. Ψεκάστε. Σκουπίστε. Τελειώσατε. Τώρα κοντά σας και σε ΔιΒιΔί.»
«Υπερβάλεις» αντιγύρισε ο Γιώργος αλλά δεν το πολυπίστευε.
«Λες ε; Θα στο πω με πιο πολλά λογάκια. Σκοτάδι. Φιλάκια. Χαδάκια. Ξεβράκωμα. Μέσα. Έξω. Μέσα. Έξω. Χύνει. Χύνεις. Φιλάκια. Αγκαλίτσα. Πλύσιμο. Τσιγάρο. Ύπνος. Και το ’χω κάνει και υπερπαραγωγή που σας έβαλα και να πλυθείτε» τελείωσε το σενάριο ο Πίτερ Τζάκσον. Και συνεχίζει για το πολυαναμενόμενο σίκουελ. «Ούτε λίγο φως. Ούτε λίγη ποικιλία. Ούτε λίγη ανωμαλία. Να μη μιλήσω για στοματικό γιατί θα κλάψουνε μανούλες. Και τη θέλω περιπέτεια την ταινία, όχι δράμα.» Έβαλε τελεία και οι ελπίδες για το χαμένο όσκαρ αναπτερώθηκαν. Έσβησε το τσιγάρο του. Από την άλλη, ο Γιώργος άναψε ένα δικό του. Τον πούστη, σκέφτηκε. Αυτός καλά τα λέει. Εγώ τι κάνω αναρωτήθηκε από μέσα του;

Κι εκεί που ήταν και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις τους έγινε το απροσδόκητο. Η εφημερίδα κουνήθηκε παρόλο που ο αέρας ήταν ακόμη κλειδαμπαρωμένος σπίτι του. Ανασάλεψε από μόνη της κι έπεσε στο τραπέζι. Το κεφάλι του Σάκη ξεπρόβαλε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Κοίταξε και τους δύο στα μάτια και μίλησε. «Δε μου λέτε γαμιάδες μου, θα παίξουμε κανά ταβλάκι; Όχι τίποτα άλλο αλλά μου έχει σηκωθεί τόση ώρα με τις τσόντες σας και τα πιο κοντινά κωλαράκια είναι τα δικά σας.»
Δεν πήρε απάντηση. Λεκτική. Το τάβλι άνοιξε. Τα πούλια στήθηκαν. Κι ο Σάκης πήρε τα ζάρια. Πάντα έτσι παίζανε. Ο Γιώργος με τον Πέτρο κινούσαν τα πούλια με τις ζαριές του Σάκη.

Στην πρώτη ζαριά το ένα ζάρι κάνει μια τρίπλα σε ένα πούλι, χτυπάει στο επόμενο κι από κει εξφενδονίζεται στα πέρατα του κόσμου. Οι εικοσιμία κουκίδες του ζαριού ένιωθαν έντονο τζετ λαγκ κατά την προσγείωση. Και είχαν τρελά παράπονα από την περιποίηση, ελλείψει αεροσυνοδού. Για τέτοια πτήση μιλάμε.
«Μαλακία έγινε» παρατηρεί ο Σάκης.
«Να πούμε ισοπαλία;» προτείνει ο Γιώργος.
«Σαφέστατα» συμφωνεί ο Πέτρος.
Και κάπως έτσι ο Γιώργος με τον Πέτρο επέστρεψαν στις σκέψεις τους για το σεξ. Κι η εφημερίδα στην αρχική της όρθια θέση. Με το κεφάλι του Σάκη από πίσω. Πολλή ζέστη.

Λίγο ανικανοποίητοι. Μισό κουταλάκι του γλυκού ανέραστοι. Μια χαψιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

4 Σεπ 2008

Το τρίο κι ο μπούρμπουνας (01)

Ο Γιώργος καθόταν μόνος του στο σπίτι. Τι ήθελε και έμενε ακόμη σε αυτή τη σχέση ούτε αυτός το ήξερε. Άμα ήταν να του βγαίνει η Παναγία κάθε φορά που ήθελε να μείνει λίγο μόνος του, να το βράσει. Να το βράσει μέχρι να σωθεί το νερό και να καεί. Δε γαμιέται, σκέφτηκε. Θα δει τι θα κάνει.

Ντριιιιινννν. Το κουδούνι. Ντριιιιννν. Αναθάρρησε. Ντρριιιννν. «Εντάξει το ακούσαμε.» Ντρριιιιιννννν. «Μα δε θα μεγαλώσει ποτέ αυτό το παιδί;» Ντριιιινννν. «Μα θα τον εγαμήσω μόλις ανέβει.» Ντριιιιινννν. «Αλήθεια όμως.» Ντριιιιννννν. «Μα που είναι αυτή η παντόφλα όταν τη (ντριιιινννν) θέλεις;» Τη βρήκε. Πήγε προς το θυροτηλέφωνο (ντριιιιννννν) να ανοίξει. Το δεξί μάτι έκανε 360 μοίρες από τα νεύρα (ντριιινννν) καθώς πάταγε το κουμπί. Το αριστερό έμεινε στη θέση του. Βαριόταν. Άνοιξε την πόρτα και την άφησε έτσι. Άραξε στον καναπέ μέχρι να ανέβει ο άλλος και να μπορέσει να του ρίξει μπινελίκι με στυλ.

«Φιλαράκι το ξέρω σου έσπασα τα αρχίδια» είπε ο Πέτρος καθώς έκλεινε την πόρτα. «Αλλά ήταν κάτι παρορμητικό. Δεν το ήλεγχα» συνέχισε μπαίνοντας στο σαλόνι.
Τώρα να το βράσει το μπινελίκι. Του έκοψε όλο τον τσαμπουκά. «Ρε άι σηχτίρ που θα μου πεις ότι δεν το ήλεγχες.» Έπρεπε να πει κάτι, κι ας ήταν μόνο αυτό το ξενερουά αί σηχτίρ. «Γιατί είσαι έτσι;» ρώτησε τον Πετράν.
«Γάμησέ με» πήρε σαν απάντηση.
«Εγώ να σε γαμήσω αλλά μετά θα μου πεις γιατί είσαι έτσι;»

«Να σου πω ρε φίλε. Να σου πω, γαμώ το γκαρσόνι του μυστικού δείπνου.»
«Ρε μίλα και άσε το γκαρσόνι. Παιδί του μεροκάματου είναι κι αυτό.»
«Δηλαδή δεν το καταλαβαίνω» πήρε φόρα ο Πετράκης «πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος για να βρεθούμε μόνο άντρες να τα πούμε; Πρέπει κάποιος να χωρίζει ή να πεθαίνει; Δε μπορώ να δω απλά τους φίλους μου για να μαλακιστούμε; Στο τέλος αυτό της είπα.»
«Δηλαδή;» Ζήτησε επεξηγήσεις ο Γιώργος και ήξερε ότι δε θα του αρέσει η απάντηση.
Ο Πήτερ Πα(παρά)ν με τη φλέβα γέφυρα Μαλλί-Φρύδι (από Ρίο-Αντίριο) να χρεώνει διπλά διόδια δηλώνει με στόμφο. «Ε την είχα μισή ώρα που θα πάτε, τι θα κάνετε, γιατί να μην έρθει κι αυτή και στο τέλος της είπα ότι θέλουμε να την παίξουμε ομαδικά για να δούμε ποιος θα τελειώσει πρώτος και ντρεπόμαστε μπροστά στα κορίτσια.»
«Δηλαδή όταν έλεγες να δεις τους φίλους σου και να μαλακιστείς, κυριολεκτούσες. Άστα. Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ μια ώρα προσπαθούσα να πείσω τη δικιά μου να κανονίσει με τις φίλες της και μετά να κοιμηθεί στους γονείς της. Μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία αναγκάστηκα να επικαλεστώ για επιχείρημα. Ότι μπορεί, σήμερα, να είναι η τελευταία της ευκαιρία να τους δει. Κάπου εκεί αγανάκτησε κι έφυγε. Μαζί θα είναι τώρα και θα μας κράζουν.»
«Δε γαμιέται» συμπέρανε ο Πέτρος.
«Αυτό λέω κι εγώ» είπε κι αυτός. Ο άλλος. Ο Γιώργος ντε.

«Μα τι μαλάκες είστε και οι δύο. Δεν παλεύεστε με τίποτα.» Γύρισαν το κεφάλι τους και είδαν το Σάκη να μπαίνει από την κουζίνα. Είχε μπει με τα κλειδιά που του είχε αφήσει ο Γιώργος, όταν είχε φύγει για διακοπές, είχε πάει στην κουζίνα είχε πάρει παγάκια από το ψυγείο και είχε μπει στο σαλόνι. Οι άλλοι χαμπάρι. Μυρωδιά. Ούτε που τους απασχόλησε πως βρέθηκε εκεί.
Η μόνη απορία τους εξωτερικεύτηκε από τα χείλη του Γιώργου. «Πόση ώρα είσαι εδώ;»
«Αρκετή για να ακούσω τις ερωτικές περιπτύξεις του Πέτρου με το γκαρσόνι του μυστικού δείπνου, τον κρυφό πόθο του για ομαδική μαλακία και το δικό σου παπαροεπιχείρημα με τη Δευτέρα Απουσία. Καλά πότε γίνατε θεούσες και δεν το πήρα χαμπάρι;»
«Άστα αυτά τώρα. Τα παγάκια τι τα θες τέκνον μου;» πήρε σοβαρά το ρόλο της θεούσας ο Πέτρος.
«Γι’ αυτά.»

Ο Σάκης με μια κίνηση ματ κατέβασε την τσάντα από τον ώμο του κι έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι και ξηρούς καρπούς. «Νέκταρ και αμβροσία» ανακοίνωσε μ’ ένα υποχθόνιο χαμόγελο και παραμένοντας στο θεοσεβούμενο κλίμα που είχε διαμορφωθεί. Άραξε κι αυτός και σερβιρίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Μετά το καθιερωμένο τσούγκρισμα και στην πρώτη γουλιά μπήκε από το μπαλκόνι ένας μπούρμπουνας (κακός). Βββζζζζζ. Πέταγε σα δαιμονισμένος. Ββββζζζζ. Χτύπαγε το ταβάνι αλύπητα σαν να του είχε σκοτώσει τη μάνα. Ββββζζζζ. Πέρναγε ανάμεσά τους αλλά δεν ενοχλούνταν κανένας. Ββββζζζζζ. Απλά τον κοιτούσαν σα βλάκες. Ββββζζζζζ. Ο Σάκης παίρνει το σοβαρό του και με κατάνυξη δηλώνει. «Ορίστε μαλάκες. Μόλις ήρθε και το Άγιο Πνεύμα. Κλείσαμε καρέ. Ωραία θα περάσουμε σήμερα.»

«Ξέρετε κάτι;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Τι;» αναρωτήθηκαν οι άλλοι δύο με μια ανάσα μια πνοή.
«Δε πα να..» ξεκίνησε το "αμπελο-" ο Γιώργος.
«..γαμηθεί..» συνέχισε το "-φιλοσοφικό" ο Πέτρος.
«..το σύμπαν» έκλεισε το "απόφθεγμα" ο Σάκης.
«Βββζζζζ» επισφράγισε ο μπούρμπουνας.

Λίγο αθυρόστομοι. Μια πρέζα σταρχιδιστές. Μια τζούρα μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

31 Αυγ 2008

The Blue Notebooks

"Blue Notebooks"
"On the Nature of Daylight"
"Horizon Variations"
"Shadow Journal"
"Iconography"
"Vladimir's Blues"
"Arboretum"
"Old Song"
"Organum"
"Trees"
"Written on the Sky"


Ο Ιερεμίας γύρισε σπίτι του. Ξημερώματα. Έφυγε από εκεί που ήταν γιατί δε μπορούσε να κάτσει άλλο. Κάτι τον πλάκωνε. Κάτι τον έπνιγε. Γινόταν όλο και πιο δυνατό και δε μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Σηκώθηκε και χωρίς να μιλήσει, έφυγε. Άρχισε να περπατάει χωρίς κάποιο προορισμό. Κοιτούσε το δρόμο που πέρναγε από κάτω του. Την κουρασμένη άσφαλτο. Τα βρώμικα πεζοδρόμια. Τα μελαγχολικά αδέσποτα. Τα χαμένα σκουπίδια. Η άκρη του ματιού του έπιασε ένα ξεσκισμένο μπλε τετράδιο. Θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια. Νοστάλγησε. Ωραία ήταν τότε. Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις του. Το καθιερωμένο μπινελίκι έσβησε τη νοσταλγία του.

Δεν τον πείραξε. Συνέχισε να περπατάει. Χωρίς προορισμό. Απλά ήξερε ότι κάποια στιγμή θα φτάσει. Άρχισε να ξημερώνει. Οι αποχρώσεις του γκρι έγιναν πιο έντονες. Πολυκατοικίες, κάγκελα, αυτοκίνητα. Τσιμέντο, μέταλλο, άσφαλτος. Ζούσε σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν τώρα η φύση στο πρώτο φως της ημέρας. Σκέφτηκε τη φύση του φωτός. Μπερδεύτηκε. Σήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι του κι έψαξε για τον ορίζοντα. Δεν ήταν πουθενά. Πόσο χαζός ήταν. Πως θα μπορούσε να τον δει; Χαμήλωσε το βλέμμα του. Θυμήθηκε ένα νησί, ένα βουνό, μια παραλία, ένα λόφο. Εκεί τον είχε δει. Το ίδιο πράγμα αλλά τόσο διαφορετικό κάθε φορά. Τόση ποικιλία που θα μπορούσε να χορτάσει την ανθρωπότητα.

Συνέχισε. Τον οδηγούσαν τα βήματά του κι όχι το αντίθετο. Στο βάθος μια εφημερίδα ήταν κρεμασμένη από ένα σκοινί σαν σφαχτό από το τσιγκέλι. Η σκιά της δημιουργούσε ένα περίεργο σχήμα στο πεζοδρόμιο. Κάλυπτε λίγο από τη βρωμιά του. Κάτι βρώμικο κάλυπτε λίγη βρωμιά. Πιο χρήσιμη η σκιά της από την ίδια την εφημερίδα. Έφτασε στη γωνία, έστριψε και παραλίγο να συγκρουστεί με τον περιπτερά που κρέμαγε και τα άλλα σφαχτά. «Καλημέρα» του είπε αμήχανα. «Που την είδες;» τον χτύπησε με άπερκατ ο περιπτεράς. «Κάπου εδώ» αμύνθηκε ο Ιερεμίας. «Άσε μας ρε αγόρι μου πρωινιάτικα» συνέχισε με ένα δεξί κροσέ ο άλλος. «Μα δε σας κράτησα ποτέ» απέφυγε το χτύπημα ο Τζέρεμι αλλά το καμπανάκι του γύρου είχε ήδη χτυπήσει και μιλούσε στην πλάτη του συμπαθέστατου κατά τα άλλα πυγμάχου. Έμεινε μόνος με τις κρεμασμένες εφημερίδες. Καλά τους έκανε σκέφτηκε. Κάτι θα κάνανε για να τις κρεμάσει. Έριξε μια ματιά στα εξώφυλλα. Γεμάτα εικόνες. Σαν πίνακες σε μουσείο τέχνης. Και οι δημοσιογράφοι σαν άλλοι εικονογράφοι να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για το τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης.

Έφυγε. Τον έπιασε μια μελαγχολία. Το φως δυνάμωνε δειλά δειλά αλλά οι αποχρώσεις του γκρι έμεναν γενναία στη θέση τους. Θυμήθηκε το φίλο του το Βλαδίμηρο. Είχε χρόνια να τον δει. Όταν δεν ήταν καλά συνήθιζε να πηγαίνει στο βοτανικό κήπο. Μιλούσε στα δέντρα και τα φυτά και αισθανόταν καλύτερα. Ένας ακόμη τρελός ή ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαμε; Δε θα το μάθαινε ποτέ. Συνέχισε αναπολώντας τις στιγμές του με το Βλαδίμηρο. Ξαφνικά σταμάτησε να περπατά. Συνειδητοποίησε ότι ήταν στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Πως είχε γίνει αυτό; Δεν του έμενε τίποτα άλλο παρά να ανέβει σπίτι.

Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Το σκοτάδι τον χτύπησε κατάμουτρα. Δεν άναψε το φως. Άνοιξε το πατζούρι και βγήκε στη βεράντα. Ακούμπησε τα κάγκελα και άναψε ένα από τα τελευταία τσιγάρα της ημέρας. Όχι αυτής που έρχεται. Αυτής που έφυγε. Στην πρώτη τζούρα άκουσε από μια διπλανή βεράντα ένα ξυπνητήρι. Ο ήχος του πέρασε από τα αυτιά του, τον χάιδεψε και εισέβαλε στον εγκέφαλό του. Μέσα στο κεφάλι του ακούστηκε σαν ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι. Οι φωνές από μια άλλη βεράντα δεν τον ενόχλησαν. Το αντίθετο. Συμπλήρωναν με φωνητικά τη μελωδία που έπαιζε μέσα του. Ενίσχυαν την αρμονία. Ο γείτονας δεν ξύπναγε και οι φωνές δυνάμωναν. Το κομμάτι έφτανε στην κορύφωσή του. Υπέροχο.

Κοίταξε κάτω. Το δρόμο. Ούτε ένα δέντρο. Που ήταν κρυμμένα; Όλα στο βοτανικό κήπο ήταν; Μόνο στο Βλαδίμηρο μιλούσαν; Κάποτε υπήρχαν μερικά δεντράκια στα πεζοδρόμια. Μικρά, ταλαιπωρημένα, αφυδατωμένα, χαρακωμένα, βρώμικα, άλλα με γκρίζα φύλλα, άλλα με γυμνά κλαδιά. Αλλά υπήρχαν. Να σου θυμίζουν κάτι. Ό,τι ήθελες εσύ. Ήταν εκεί και στο θύμιζαν. Απογοητεύτηκε. Λίγο.

Κοίταξε πάνω. Τον ουρανό. Είχε ξημερώσει. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Τουλάχιστον αυτή η μικρή λωρίδα ουρανού που μπορούσε να δει από τη βεράντα του. Ένα κατάλευκο σύννεφο φαινόταν στο βάθος. Μια πισίνα με το μοναδικό της κολυμβητή, σκέφτηκε. Το σύννεφο είχε περίεργο σχήμα. Δεν ήξερε πως μπορεί να είναι ένα φυσιολογικό σχήμα για ένα σύννεφο. Πάντως αυτό ήταν περίεργο. Κάτι ήθελε να πει. Κάτι ήθελε να γράψει στον ουρανό. Έμεινε να το κοιτάει. Θα περίμενε μέχρι να μπορεί να διαβάσει το μήνυμά του..

Ιστορία; Δισκοκριτική; Και τα δύο; Τίποτα από τα δύο; Όπως και να ’χει, είναι αυτό που βιώνει ο Ιερεμίας, ακούγοντας το δίσκο The Blue Notebooks του Max Richter, αναζητώντας την ηρεμία. Του.