"Blue Notebooks"
"On the Nature of Daylight"
"Horizon Variations"
"Shadow Journal"
"Iconography"
"Vladimir's Blues"
"Arboretum"
"Old Song"
"Organum"
"Trees"
"Written on the Sky"
Ο Ιερεμίας γύρισε σπίτι του. Ξημερώματα. Έφυγε από εκεί που ήταν γιατί δε μπορούσε να κάτσει άλλο. Κάτι τον πλάκωνε. Κάτι τον έπνιγε. Γινόταν όλο και πιο δυνατό και δε μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Σηκώθηκε και χωρίς να μιλήσει, έφυγε. Άρχισε να περπατάει χωρίς κάποιο προορισμό. Κοιτούσε το δρόμο που πέρναγε από κάτω του. Την κουρασμένη άσφαλτο. Τα βρώμικα πεζοδρόμια. Τα μελαγχολικά αδέσποτα. Τα χαμένα σκουπίδια. Η άκρη του ματιού του έπιασε ένα ξεσκισμένο μπλε τετράδιο. Θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια. Νοστάλγησε. Ωραία ήταν τότε. Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις του. Το καθιερωμένο μπινελίκι έσβησε τη νοσταλγία του.
Δεν τον πείραξε. Συνέχισε να περπατάει. Χωρίς προορισμό. Απλά ήξερε ότι κάποια στιγμή θα φτάσει. Άρχισε να ξημερώνει. Οι αποχρώσεις του γκρι έγιναν πιο έντονες. Πολυκατοικίες, κάγκελα, αυτοκίνητα. Τσιμέντο, μέταλλο, άσφαλτος. Ζούσε σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν τώρα η φύση στο πρώτο φως της ημέρας. Σκέφτηκε τη φύση του φωτός. Μπερδεύτηκε. Σήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι του κι έψαξε για τον ορίζοντα. Δεν ήταν πουθενά. Πόσο χαζός ήταν. Πως θα μπορούσε να τον δει; Χαμήλωσε το βλέμμα του. Θυμήθηκε ένα νησί, ένα βουνό, μια παραλία, ένα λόφο. Εκεί τον είχε δει. Το ίδιο πράγμα αλλά τόσο διαφορετικό κάθε φορά. Τόση ποικιλία που θα μπορούσε να χορτάσει την ανθρωπότητα.
Συνέχισε. Τον οδηγούσαν τα βήματά του κι όχι το αντίθετο. Στο βάθος μια εφημερίδα ήταν κρεμασμένη από ένα σκοινί σαν σφαχτό από το τσιγκέλι. Η σκιά της δημιουργούσε ένα περίεργο σχήμα στο πεζοδρόμιο. Κάλυπτε λίγο από τη βρωμιά του. Κάτι βρώμικο κάλυπτε λίγη βρωμιά. Πιο χρήσιμη η σκιά της από την ίδια την εφημερίδα. Έφτασε στη γωνία, έστριψε και παραλίγο να συγκρουστεί με τον περιπτερά που κρέμαγε και τα άλλα σφαχτά. «Καλημέρα» του είπε αμήχανα. «Που την είδες;» τον χτύπησε με άπερκατ ο περιπτεράς. «Κάπου εδώ» αμύνθηκε ο Ιερεμίας. «Άσε μας ρε αγόρι μου πρωινιάτικα» συνέχισε με ένα δεξί κροσέ ο άλλος. «Μα δε σας κράτησα ποτέ» απέφυγε το χτύπημα ο Τζέρεμι αλλά το καμπανάκι του γύρου είχε ήδη χτυπήσει και μιλούσε στην πλάτη του συμπαθέστατου κατά τα άλλα πυγμάχου. Έμεινε μόνος με τις κρεμασμένες εφημερίδες. Καλά τους έκανε σκέφτηκε. Κάτι θα κάνανε για να τις κρεμάσει. Έριξε μια ματιά στα εξώφυλλα. Γεμάτα εικόνες. Σαν πίνακες σε μουσείο τέχνης. Και οι δημοσιογράφοι σαν άλλοι εικονογράφοι να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για το τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης.
Έφυγε. Τον έπιασε μια μελαγχολία. Το φως δυνάμωνε δειλά δειλά αλλά οι αποχρώσεις του γκρι έμεναν γενναία στη θέση τους. Θυμήθηκε το φίλο του το Βλαδίμηρο. Είχε χρόνια να τον δει. Όταν δεν ήταν καλά συνήθιζε να πηγαίνει στο βοτανικό κήπο. Μιλούσε στα δέντρα και τα φυτά και αισθανόταν καλύτερα. Ένας ακόμη τρελός ή ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαμε; Δε θα το μάθαινε ποτέ. Συνέχισε αναπολώντας τις στιγμές του με το Βλαδίμηρο. Ξαφνικά σταμάτησε να περπατά. Συνειδητοποίησε ότι ήταν στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Πως είχε γίνει αυτό; Δεν του έμενε τίποτα άλλο παρά να ανέβει σπίτι.
Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Το σκοτάδι τον χτύπησε κατάμουτρα. Δεν άναψε το φως. Άνοιξε το πατζούρι και βγήκε στη βεράντα. Ακούμπησε τα κάγκελα και άναψε ένα από τα τελευταία τσιγάρα της ημέρας. Όχι αυτής που έρχεται. Αυτής που έφυγε. Στην πρώτη τζούρα άκουσε από μια διπλανή βεράντα ένα ξυπνητήρι. Ο ήχος του πέρασε από τα αυτιά του, τον χάιδεψε και εισέβαλε στον εγκέφαλό του. Μέσα στο κεφάλι του ακούστηκε σαν ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι. Οι φωνές από μια άλλη βεράντα δεν τον ενόχλησαν. Το αντίθετο. Συμπλήρωναν με φωνητικά τη μελωδία που έπαιζε μέσα του. Ενίσχυαν την αρμονία. Ο γείτονας δεν ξύπναγε και οι φωνές δυνάμωναν. Το κομμάτι έφτανε στην κορύφωσή του. Υπέροχο.
Κοίταξε κάτω. Το δρόμο. Ούτε ένα δέντρο. Που ήταν κρυμμένα; Όλα στο βοτανικό κήπο ήταν; Μόνο στο Βλαδίμηρο μιλούσαν; Κάποτε υπήρχαν μερικά δεντράκια στα πεζοδρόμια. Μικρά, ταλαιπωρημένα, αφυδατωμένα, χαρακωμένα, βρώμικα, άλλα με γκρίζα φύλλα, άλλα με γυμνά κλαδιά. Αλλά υπήρχαν. Να σου θυμίζουν κάτι. Ό,τι ήθελες εσύ. Ήταν εκεί και στο θύμιζαν. Απογοητεύτηκε. Λίγο.
Κοίταξε πάνω. Τον ουρανό. Είχε ξημερώσει. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Τουλάχιστον αυτή η μικρή λωρίδα ουρανού που μπορούσε να δει από τη βεράντα του. Ένα κατάλευκο σύννεφο φαινόταν στο βάθος. Μια πισίνα με το μοναδικό της κολυμβητή, σκέφτηκε. Το σύννεφο είχε περίεργο σχήμα. Δεν ήξερε πως μπορεί να είναι ένα φυσιολογικό σχήμα για ένα σύννεφο. Πάντως αυτό ήταν περίεργο. Κάτι ήθελε να πει. Κάτι ήθελε να γράψει στον ουρανό. Έμεινε να το κοιτάει. Θα περίμενε μέχρι να μπορεί να διαβάσει το μήνυμά του..