3 Ιουν 2009

Το τρίο κι η κουμπαριά (10)

Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό αποφασίστηκε. Μάλλον πρωί ήταν. Το θέμα είναι ότι μετά από πολλή κουβέντα και ακόμη πιο πολλά τσιγάρα, τα μιλήσανε. Τα συμφωνήσανε, όπως λέει και το άσμα. Με την πρώτη ευκαιρία θα την κάνανε. Θα πήγαιναν ένα μίνι ταξιδάκι. Έστω και για μια μέρα. Να αλλάξουν παραστάσεις. Να δουν κάτι καινούριο. Να ξεφύγει λίγο το μυαλό τους στην τελική, για να μη σκέφτονται αυτά που τους πονάνε. Και μπορεί να μην είναι πολλά αυτά που πονάνε. Αλλά πονάνε πολύ. Τα άτιμα.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε. Μπορεί να μην ήταν η ιδανική αλλά ήταν εκεί και την άρπαξαν. Προορισμός η Αίγινα. Θα ήταν ψιλοάδεια γιατί πιάσανε τα κρύα. Αλλά τι να λέει; Δεν πήγαιναν για τον κόσμο. Κανονίστηκε λοιπόν στο πιτς φιτίλι κι ας μην ήξεραν τι είναι αυτό το πιτς. Ο Γιώργος με τον Πέτρο θα φτάνανε στην Αίγινα το μεσημεράκι για να βρουν και δωμάτιο να μείνουν. Ο Σάκης θα τελείωνε κάτι δουλειές που είχε και θα έφευγε με το μεσημεριανό πλοίο για να τους βρει. Όλα κομπλέ.

«Έλα ρε. … Ναι, μην αγχώνεσαι. … Basilaki’s rooms στην Αγιά Μαρίνα. … Άντε, σε περιμένουμε. … Τα λέμε.» Ο Γιώργος κλείνει το τηλέφωνο και γυρνάει προς τον Πέτρο. «Σε κανά τριωράκι το πολύ θα είναι εδώ. Εμείς τι θα κάνουμε;»
«Θα σου έλεγα να πάμε για κανά ταβλάκι αλλά θα είναι μαλακία να ρίχνουμε εμείς τα ζάρια» απαντάει προβληματισμένος αυτός. «Μήπως να την πέσουμε για κανάν υπνάκο;»
«Ρε λες;»
Και το είπε. Βάλανε τα λιγοστά πράγματα στην άκρη και την πέσανε για κανά δυωράκι. Για να φτιάξουν επιδερμίδα μέχρι να έρθει ο άλλος. Ούτε ρούχα βγάλανε, ούτε τίποτα. Να είναι σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο. Παν ενδεχόμενο και παπαριές. Απλά βαριόντουσαν να ξεντυθούν.

Για δύο ώρες πέσανε αλλά πέντε περάσανε. Και κάτι λεπτά και κάτι λίγα από τα άλλα, τα δευτερόλεπτα. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Σημασία έχει ότι κοιμήθηκαν σαν αρνάκια άσπρα και παχιά, της μάνας τους καμάρι, για πέντε ώρες. Πρώτος ξυπνάει ο Γιώργος. Κοιτάει το ρολόι του και ανασκουμπώνεται. Σκουντάει τον Πέτρο δίπλα του, που ακόμη κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, ενώ παράλληλα ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει, το ελέγχει και δε βλέπει καμία κλήση. “Τι έγινε ο άλλος;” σκέφτεται. «Ρε παπάρα κοίτα λίγο το κινητό σου. Μας έπαιρνε ο άλλος και δεν το πήραμε χαμπάρι;» ρωτάει με την κάτω σιαγόνα του να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να ακουμπήσει το στήθος του. Χασμουριόταν ντε, απλά είπα να το πω πιο ποιητικά. Ο παπάρας όμως έχει γυρίσει πλευρό, έχει τουρλώσει κωλαράκι και προσπαθεί να βολευτεί για να γίνει και πάλι καμάρι της μαμάς του. Ο Γιώργος νευριάζει με τον Πέτρο γιατί ανησυχεί για το Σάκη, μπέρδεμα, κι ελέγχει μόνος του το κινητό του κοιμισμένου. Καμία κλήση κι εκεί. Έτσι, το ένα εκ των δύο αρνιών, το ξύπνιο, παίρνει κατευθείαν το κινητό του για να πάρει το απολωλό πρόβατο.

«Οοοχιιι;» απαντά μετά από δύο χτυπήματα ο Σάκης. Έτσι σηκώνει αυτός τα τηλέφωνα. Αφού τα έχουμε ξαναπεί. Το θέμα είναι ότι το είπε με έναν ανάλαφρο και, ίσα που να τον πεις, αισθησιακό τρόπο.
«Έλα ρε αγόρι μου. Που είσαι τόσες ώρες;» ρωτάει κατευθείαν ο Γιώργος με μια δόση ανακούφισης χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χροιά του Σάκη. Θα καταλάβει όμως αργότερα.
«Πόσες ώρες;»
«Πολλές. Που είσαι ρε;»
«Εδώ.»
«Που εδώ;»
«Εκεί.»
«Με δουλεύεις ρε μαλάκα;»
«Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο.»
«Ωραία, που είσαι τότε;»
«Εκεί που είσαι κι εσύ.»
«Και γιατί δε σε βλέπω;»
«Δεν ξέρω τι εννοείς. Εγώ πάντως εννοώ την Αίγινα» δίνει κι εξηγήσεις, τρομάρα να του ’ρθει.
«Έφτασες δηλαδή;»
«Ε τι λέμε τόση ώρα;»
«Μακάρι να ’ξερα» κι αλήθεια δεν πολυήξερε και τι λέγανε τόση ώρα. Έκανε όμως φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβει. «Ωραία ας το πάρουμε από την αρχή.»
«Ό,τι θέλει το φιλαράκι μου.»
«Έφτασες Αίγινα;»
«Αμέ.»
«Και που είσαι;»
«Αν σου πω εδώ, θα τσατιστείς;» κάνει και χούμορ.
«Κι όχι μόνο.»
«Εντάξει, εντάξει. Στην Αγιά Μαρίνα είμαι.»
«Τα δωμάτια τα βρήκες;»
«Όχι. Δεν ήξερε κανένας τα δωμάτια του Γιάννη.»
«Ποιανού Γιάννη ρε μαλάκα; Basilaki’s rooms σου είπα.»
«Ααααααααα» κάνει ότι κατάλαβε.
«Σάκη αγόρι μου, μεθυσμένος είσαι;» ρωτάει ο Γιώργος λες και δεν το ’χε καταλάβει.
«Δε με λες και ξεμέθυστο» απαντάει κι ο Σάκης για να επισφραγίσει το συμπέρασμα.
«Πολύ ωραία.»
«Μόνο ωραία;»
«Συγκεντρώσου ρε να συνεννοηθούμε.»
«Ό.τι θέλει ο Γιωργάκης μου.» Αφού είναι υπάκουο παιδί. Τι να λέμε τώρα;
«Από την αρχή.»
«Να το πάρουμε από τη μέση γιατί την αρχή την κάναμε δυο φορές αλλά δε βγάλαμε άκρη;» Κι όμως αυτό είπε μες στη μέθη του. Μέθη; Υπερβολές. Μια χαλαρή και ανάλαφρη ευδιαθεσία είχε ο άνθρωπος. Όπως τότε με τους τραμπούκους.
«Ρε μαλάκα συγκεντρώσου λίγο και πες μου που είσαι.»
«Σ’ ένα μεζεδοπωλείο.»
«Σε ποιο;»
«Στα Ατσαλένια Πιρούνια.»
«Μα είναι όνομα τώρα αυτό;» Άκου που κόλλησε ο άλλος τέτοια ώρα. Εδώ δε μπορούν να συνεννοηθούν για τα απλά, τα εικαστικά σχόλια τους μαράνανε.
«Άντε ντε» απαντάει κι ο άλλος. Λες κι είναι καλύτερος.
«Και πως βρέθηκες εκεί ρε άνθρωπε;» δεν άντεξε να μη ρωτήσει.
«Μπήκα να ρωτήσω που είναι τα δωμάτια του τέτοιου, πως τον είπες, και ξέμεινα.»
«Ωραία. Ερχόμαστε τώρα με τον Πέτρο, που κοιμάται σα βόδι, να σε βρούμε.» Ο Πετράκης που δεν είχε κουνήσει ούτε βλέφαρο κατά τη διάρκεια της ομολογουμένως τελικά πετυχημένης συνομιλίας πήρε προαγωγή. Από αρνάκι έγινε βόδι. Και μοσχαναθρεμένο μάλιστα.

Με τα πολλά, για να μη σας κουράζω, αφού ρωτήσανε τη μαμά του Basilaki στην είσοδο, ξεκίνησαν για τα Ατσαλένια Πιρούνια. Καθώς πλησιάζανε παρατήρησαν ότι το μαγαζί είναι άδειο, εκτός από δύο άτομα που κάθονταν στα τραπεζάκια που ήταν έξω. Ο ένας ήταν ο δικός τους. Ο άλλος ήταν ένας μεγάλος, και σε σωματότυπο και σε ηλικία, τύπος. Κι αυτά τα δύο άτομα μιλάγανε και πίνανε από κάτι σφηνοπότηρα. Φτάνουν και στέκονται δίπλα από το τραπέζι τους. Ο μεγάλος γυρνάει και με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του τους καλωσορίζει. «Αααππ. Να τα και τα κουμπαράκια» τους λέει και αμέσως σηκώνεται και πάει προς τα μέσα.
Ο Πέτρος κοιτάει το Σάκη και απορεί. «Ποια κουμπαράκια; Τι λέει αυτός ρε;»
Ο Σάκης κοιτάει τον Πέτρο και εξηγεί. Στο περίπου. «Απ’ ότι έχω καταλάβει μου προξενεύει την κόρη του ή την ανιψιά του, δεν είμαι και πολύ σίγουρος, γιατί με έχει κόψει και πολύ γαμώ τα παιδιά. Κι επειδή τόση ώρα του μίλησα και για σας αποφασίσαμε ότι εσείς θα μας παντρέψετε.» Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Πριν προλάβουν οι άλλοι να αρχίσουν τις ερωτήσεις σκάει μύτη. Μη βάζετε πράγματα με το νου σας. Ούτε η κόρη ούτε η ανιψιά έσκασε μύτη. Ο κυρ Μιχάλης ήταν, ο ιδιοκτήτης των Ατσαλένιων Πιρουνιών, με δύο καθαρά σφηνοπότηρα και μια καινούρια καράφα με τσιπουράκι παραγωγής του. «Άντε κουμπαράκια μου, βολευτείτε κι εσείς να τα πιούμε.»

Δεν έμενε τίποτα άλλο παρά να βολευτούν κι αυτοί για να τα πιούνε. Κι όσο αυτοί τα πίνουν και λένε τα δικά τους, ας σας πω εγώ τι έγινε. Στο περίπου πάντα. Κοντολογής. Φτάνοντας ο Σάκης στην Αγιά Μαρίνα μπαίνει στο μεζεδοπωλείο να ρωτήσει που είναι τα δωμάτια του τέτοιου. Ο κυρ Μιχάλης ήταν μόνος του, ψιλοβαριόταν κιόλας, και μόλις είδε το Σάκη χάρηκε. Σαν φιλόξενος άνθρωπος που είναι κι αφού δεν ήξερε πραγματικά ποιανού τέτοιου δωμάτια έψαχνε ο Σάκης, τον έψησε να κάτσει να τον κεράσει ένα τσιπουράκι και θα τη βρουν την άκρη. Ο Σάκης δεν ήθελε και πολύ να πειστεί. Θα έπινε το τσιπουράκι του και μετά θα έπαιρνε τηλέφωνο τους άλλους για να μάθει. Έλα όμως που μαζί με το αλκοόλ σκάσανε και κάτι μεζεδάκια και στρογγυλοκάθησαν. Άρχισαν την κουβέντα. Το ’να έφερνε τ’ άλλο και μίλησαν και για γυναίκες. Ο κυρ Μιχάλης αποδείχθηκε χήρος εδώ και λίγα χρόνια κι ο Σάκης ζωντοχήρος εδώ και λίγους μήνες. Κάπου εκεί συμπόνεσε ο μεγάλος τον μικρό και για να τον παρηγορήσει άρχισε γι’ αστείο να του προξενεύει την κόρη του ή την ανιψιά του. Ποτέ δεν διευκρινίστηκε αυτό. Οι κουμπάροι πάντως κλείσανε. Πιο μετά ήρθαν κι οι άλλοι δύο. Το τσίπουρο έρεε, τα πιάτα αδειάζανε και η κουβέντα συνεχίστηκε. Γι’ αρκετή ώρα.

Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται κι άλλοι πελάτες. Όχι πολλοί. Ίσα ίσα να πηγαινοέρχεται ο κυρ Μιχάλης. Οι τρεις τους αποφάσισαν να φύγουν. Να πάνε μια βόλτα προς την παραλία. Να τους φυσήξει λίγο το δροσερό, φθινοπωρινό, θαλασσινό αεράκι. Σηκώθηκαν, άφησαν στα κλεφτά λίγα λεφτά στο τραπέζι, γιατί ο κυρ Μιχάλης δε δεχόταν τίποτα, χαιρετήθηκαν κι έφυγαν. “Οίνος ευφραίνει καρδία” λέει ο σοφός λαός. Το τσίπουρο να δείτε. Με το μυαλό όμως τι γίνεται; Αυτό είναι πιο σκληρό. Πιο απαιτητικό. Θέλει περισσότερα.

Φτάσανε στην παραλία. Δεν υπήρχε ψυχή. Ούτε για δείγμα. Περπατάνε στην αμμουδιά και κάθονται ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα. Κοιτάνε προς τα πάνω. Πανσέληνος. Ήταν ανάγκη; Αφού είναι ρομαντικά τα κωλόπαιδα. Ανάβουν τσιγάρο και χαζεύουν την αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα.
«Τελείωσε» ψιθυρίζει ο λογοδοσμένος.
«Έφυγε» μονολογεί ο ένας κουμπάρος.
«Πρέπει να το πάρουμε από την αρχή» σκέφτεται ο άλλος κουμπάρος.
Ο Σάκης έβγαζε τα παπούτσια του ενώ ο Πέτρος ξεκούμπωνε το παντελόνι του την ώρα που ο Γιώργος έβγαζε τη μπλούζα του. Δεν είχαν κολυμπήσει ποτέ μέχρι τώρα στο φεγγαρόδρομο. Είχε έρθει η στιγμή να το κάνουν. Και το έκαναν.

Λίγο ζαλισμένοι. Μια κουμπαριά ταξιδιάρηδες. Μια βουτιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη σε αυτούς που θέλουν αλλά δυσκολεύονται να το πάρουν από την αρχή..