27 Δεκ 2008

Το τρίο κι η σταθερά c (09)

Γκάζι. Όχι της κουζίνας. Την περιοχή εννοώ. Σαράντα πέντε μοίρες. Μη πάει ο νους σας σε χάρακες, γωνίες και μοιρογνωμόνια. Το μαγαζί εννοώ. Ταράτσα. Μη ξεφύγει το μυαλό σας κι αρχίσει να σκέφτεται θερμοσίφωνες, κεραίες και περιστέρια. Την ταράτσα του μαγαζιού εννοώ. Κατά τα άλλα όλα φυσιολογικά. Μπαρ, σκαμπό, πάσα, τραπεζάκια, καρέκλες, ηχεία, μουσική, μπουκάλια, ποτά. Και κόσμος. Πολύ κόσμος. Για να κάθεται, ν’ ακούει και να πίνει.

Κάπου εκεί κάθονται και τρεις τύποι. Όχι, μισό λεπτό. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Τι σημαίνει κάπου εκεί; Τι δηλαδή; Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί κι ο τρίτος λίγο πιο πέρα από το ανάμεσα στο εδώ κι εκεί; Όχι, όχι, όχι. Κι οι τρεις κάθονται στο μπαρ. Άντε πάλι. Όχι πάνω στο μπαρ. Ο καθένας κάθεται στο σκαμπό του μπροστά από το μπαρ. Και ναι. Επιτέλους. Ακριβώς όπως το φανταστήκατε. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Αν δε σας θυμίζει θα φταίει που έχει περάσει καιρός από τότε. Δε πειράζει όμως. Εγώ συνεχίζω.

Κάθονται εκεί. Και δε μιλάνε. Έχει πέσει μούγκα. Κανονικά. Ο καθένας είναι χαμένος στις σκέψεις του.

Ο ένας έχει καρφώσει το βλέμμα του στο ποτό του. Βότκα λεμόνι. Από το γυμνάσιο που ήπιε το πρώτο του, δεν έχει αλλάξει. Καμιά φορά, για την αλλαγή, ζητάει στυμμένο λεμόνι. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι έχει αφιερώσει όλο του το είναι στο ποτήρι. Σαν να περιμένει να του πει κάτι. Αλλά αυτό τίποτα. Γίνεται κανά διάλειμμα που και που για να πιει. Και μετά πάλι το ίδιο. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο άλλος είναι με την Κορόνα του. Όχι κορόνα όπως λέμε στέμμα. Βασιλιάδες και τέτοια. Αφού την έγραψα και με κεφαλαίο κάπα. Τη μπύρα του. Αυτός κοιτάει μπροστά του. Αλλά δε βλέπει. Τα μάτια του είναι κενά. Ή μάλλον το βλέμμα του είναι κενό. Δεν εστιάζει πουθενά. Χαμένο. Πίνει τη μπύρα του σα ρομποτάκι. Κουνώντας μόνο το χέρι του. Σώμα και κεφάλι σταθερά. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο τρίτος είναι με το ουισκάκι του. HAIG με πάγο. Αυτός είναι με τα σκληρά. Καιρό τώρα. Πιο πολύ από τους άλλους. Πίνει και χαζεύει τον ουρανό. Αφού είναι στην ταράτσα, δε θυμάστε; Το φεγγάρι πουθενά. Μόνο δυο τρία αστέρια υπάρχουν. Άσε που το ένα μπορεί να είναι κι αεροπλάνο γιατί σαν να κινείται περίεργα. Νιώθει ότι βρίσκεται μεταξύ του πουθενά και του τίποτα. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Τώρα που το σκέφτομαι τι σημαίνει ο ένας, ο άλλος και ο τρίτος; Έχουν ονόματα οι τύποι. Ο ένας είναι ο Γιώργος, ο άλλος είναι ο Πέτρος κι ο τρίτος είναι ο Σάκης. Όπως έχετε καταλάβει οι μαύρες πλερέζες τους λείπουν. Δεν είναι καλά. Κωλοκαταστάσεις. Ε τώρα, αν ούτε κι αυτό δε σας θυμίζει τίποτα δεν ξέρω τι άλλο να γράψω για να κάνω τη σύνδεση με κάποια προηγούμενη ιστορία. Συνεχίστε, αν δεν έχετε βαρεθεί ήδη, και θα τα καταλάβετε όλα.

Η μπαργούμαν έχει πολλή δουλειά. Ταυτόχρονα όμως παρατηρεί και τους τρεις αμίλητους και χαμένους στο διάστημα τύπους. Όπως κι εσείς, έτσι κι αυτή κατάλαβε τι είναι αυτό που τους λείπει. Και τους το λέει. «Αγόρια, έχω κάτι μαύρες πλερέζες πρόχειρες. Να σας τις δώσω ή να κεράσω μια ακόμη γύρα;»
Ο Γιώργος σηκώνει το κεφάλι του. Ο Πέτρος εστιάζει το βλέμμα του. Ο Σάκης κατεβάζει το κεφάλι του. Δε μιλάει κανείς. Την κοιτάνε σαν εξωγήινο. Αν είχαν μπροστά τους τον ET με κινητό στο χέρι να τηλεφωνεί σπίτι του, θα τον κοιτούσαν πιο φυσιολογικά.
«Όχι, να’ σαι καλά» μίλησε τελικά πρώτος ο Γιώργος.
«Να σε πληρώσουμε;» ρωτάει ο Πέτρος.
Ο Σάκης τίποτα. Απλά αρχίζει να ψάχνει τα λεφτά στην τσέπη του.

Πληρώνουν και φεύγουν. Ο βοτκάκιας με το μπυρόβιο έχουν έρθει με αυτοκίνητο. Ο καθένας με το δικό του. Ο ουισκάκιας με τη μηχανή του. Χαιρετιούνται έξω από το μαγαζί. Ο καθένας κινείται προς το όχημά του. Μόνος παρέα με τις σκέψεις του. Πηγαίνουν σπίτι τους. Άντε να δούμε πως θα βγει κι αυτό το βράδυ. Μέχρι να φτάσουν όμως σπίτια τους ας δούμε εμείς τι έχει γίνει και είναι έτσι τα παλικάρια μας.

Θυμάστε το Γιώργο με τη Χ; Τελικά χώρισαν. Και για να είμαστε σωστοί, τελικά αυτός της ζήτησε να χωρίσουν. Πριν λίγες μέρες. Ήταν ένα δύσκολο βράδυ. Η Χ έκλαιγε απαρηγόρητη. Κι ο Γιώργος ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πληγώθηκε. Του στοίχισε πάρα πολύ αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτό που τον επηρέασε πιο πολύ απ’ όλα ήταν ο πόνος που προκάλεσε. Δεν το άντεχε. Αλλά είπαμε. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τον Πέτρο με την Ψ τους θυμάστε; Χώρισαν κι αυτοί. Το προηγούμενο βράδυ. Συναντήθηκαν στο σπίτι του Πέτρου και μίλησαν εφ’ όλης της ύλης. Τα είπαν όλα. Με απόλυτη ειλικρίνεια. Πως ξεκίνησαν, πως συνέχισαν και πως είναι τώρα. Αλλά τελικά το πουλάκι πέταξε. Η Ψ την έσβησε τη μηχανή και ο Πέτρος κουράστηκε να σπρώχνει. Μπορούμε να πούμε ότι αποφάσισαν να χωρίσουν κι οι δύο. Κοινή συναινέσει που λένε. Αλλά ο Πέτρος δεν το αντέχει. Μπορεί να μην είχε ουσιαστικά άλλη επιλογή αλλά δε μπορεί να το αποδεχτεί κι απόλυτα. Την ήθελε πολύ την Ψ αλλά μάλλον άργησε να το καταλάβει. Κι όπως είπαμε και πριν, το πουλάκι πέταξε. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τώρα τι να πούμε για το Σάκη και τη Ζ; Αυτοί είναι χωρισμένοι εδώ και καιρό. Αλλά ο Σάκης είναι ακόμη το ίδιο πληγωμένος. Τα είχαμε πει και την προηγούμενη φορά αναλυτικά. Ο πόνος του γίνεται θλίψη. Η θλίψη γίνεται φόβος. Ο φόβος τον κάνει να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Κι η συνειδητοποίηση του προκαλεί νέο πόνο. Πιο δυνατό. Πιο γεμάτο. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μπορεί τον τελευταίο καιρό να δείχνει ότι συνέρχεται στους γύρω του. Αλλά αυτό μόνο επιφανειακά. Μέσα του τα πράγματα είναι ίδια. Η πραγματικότητα είναι σκληρή. Κι όχι τίποτα άλλο. Αλλά αυτή η πουτάνα η πραγματικότητα δαγκώνει κι από πάνω. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Θυμηθήκατε τώρα αυτά που σας έλεγα; Αλλά για μισό λεπτό. Κάτι γίνεται εδώ πέρα. Κάποιος από του τρεις δεν πήγε σπίτι του. Είναι κάπου αλλού.

Ο Γιώργος είναι στο Λυκαβηττό. Δεν έχει πολύ κόσμο γιατί έβγαλε ψυχρούλα. Είναι μόνος του στη μια άκρη του μαντρότοιχου. Κάθεται και χαζεύει τη φωτισμένη Αθήνα. Ανάβει τσιγάρο. Στο μυαλό του γυρίζει το σκηνικό του χωρισμού. Παράλληλα σκέφτεται και τους άλλους δύο. Όλα μαζεμένα. Έχουν κι αυτοί τα δικά τους. Δε θέλει να τους φορτώσει και με τα δικά του. Το τσιγάρο τελειώνει κι έχει ήδη βγάλει το επόμενο. Τη στιγμή που πάει να το ανάψει αισθάνεται ένα χέρι στον ώμο του να τον ακουμπάει μαλακά.
«Κι εσύ εδώ;» του λέει ο Πέτρος.
«Δε μπορούσα να γυρίσω σπίτι ρε φιλαράκι» απαντά ο Γιώργος χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. «Κι είπα να έρθω εδώ πάνω για ένα τσιγάρο.»
«Κι εγώ μία από τα ίδια. Δε με χωράει ο τόπος. Να κάτσω;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Τι ρωτάς μωρέ μαλάκα;»
Οπότε κάθισε. Ήταν οι δυο τους. Άναψαν τσιγάρο. Ο Πέτρος το πρώτο. Ο Γιώργος το δεύτερο. Σκέφτονται τον τρίτο. Την ησυχία τη σπάει ο Πέτρος. «Να πάρουμε τηλέφωνο το Σάκη, ν’ ανέβει κι αυτός;»
Ο Γιώργος έχει αμφιβολίες. «Ξέρω κι εγώ ρε φίλε; Έχει κι αυτός τα δικά του. Περισσότερο καιρό από εμάς. Μην έρθει και του μαυρίσουμε κι άλλο την ψυχή.»
«Δίκιο έχεις» συμφωνεί ο Πέτρος. «Άσ’ τον καλύτερα.»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και τα κινητά και των δύο χτυπάνε σχεδόν ταυτόχρονα. Τώρα αν σας πω ότι ο καθένας δε παρακάλεσε από μέσα του να είναι οι Χ και Ψ, θα σας πω ψέματα. Ο καθένας είχε στο μυαλό του το ιδανικό μήνυμα για την περίπτωσή του, όταν έπιανε το κινητό για να το διαβάσει. Αλλά αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Το μήνυμα και των δύο είναι το ίδιο. Κι είναι από το Σάκη.

Μήνυμα Σάκη προς Γιώργο και Πέτρο.
Χωρισμένε μαλάκα πάρε τον άλλο το χωρισμένο μαλάκα κι ελάτε στην άλλη άκρη του μαντρότοιχου που σας περιμένει ο χωρισμένος αρχιμαλάκας.

Οι δυο τους κοιτιούνται και χαμογελούν αυθόρμητα. Γυρίζουν τα κεφάλια τους προς την άλλη άκρη του μαντρότοιχου. Το μόνο που διακρίνουν είναι μια σκοτεινή φιγούρα που κάθεται απομονωμένη από το λιγοστό κόσμο που βρίσκεται αυτή την ώρα στο Λυκαβηττό. Μια καύτρα ανεβοκατεβαίνει σαν πυγολαμπίδα μπροστά της. Λίγο πιο πέρα είναι η σκιά μιας μηχανής. Σηκώνονται κι αρχίζουν να περπατάνε προς τα κει. Συναντιούνται με το Σάκη. Βολεύονται. Ανάβουν τσιγάρο. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν μες στη μούγκα. Αυτή τη φορά μίλησαν. Ως το πρωί.

Λίγο πληγωμένοι. Μια βόλτα στενοχωρημένοι. Μια κουβέντα μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

15 Δεκ 2008

Το τρίο και το χαλαρό καφεδάκι (08)

Πότε πέρασαν οι μέρες και πρέπει να ξαναφύγω για Τρίπολη, ούτε που το κατάλαβα. Κι επειδή μέσα στο τρέξιμο των ημερών δεν κατάφερα να πιω ένα χαλαρό καφεδάκι με κάποια άτομα που ήθελα, θα τον πιω από εδώ και τους υπόλοιπους θα μου τους χρωστάω.. Καλή εβδομάδα σε όλους!


Περίοδος εξεταστικής. Τελευταίο μάθημα. Της εξεταστικής. Όχι της σχολής. Η ώρα της εξέτασης τουλάχιστον βάναυση. Άκου εκεί στις οχτώ το πρωί. Ποιος μπορεί να αποδώσει τέτοια ώρα; Η μοίρα του μαθήματος έχει αποφασιστεί από το προηγούμενο βράδυ. Δε θα δοθεί. Άλλωστε γι’ αυτό υπάρχει κι ο Σεπτέμβριος. Αλλά αν κάτσουν και κοιμηθούν θα το έχουν τύψεις. Κάτι πρέπει να κάνουν. Η λύση είναι προφανής. Θα πιούνε το καφεδάκι τους στο καφενείο. Προσοχή. Όχι σε κάποια καφετέρια με δυνατή μουσική και κόσμο. Αλλά στο κρυφό τους στέκι. Στο καφενείο της γειτονιάς. Μαζί με τα γεροντάκια της γειτονιάς. Και τη χαλαρή μουσική που παίζει από κασσεττόφωνο και βγάζει αυτόν τον τραχύ αλλά γλυκό ήχο. Ούτως ή άλλως μόνο αυτό είναι ανοιχτό τέτοια ώρα. Από τα αξημέρωτα δηλαδή.

«Και γιατί δε κάτσαμε να κοιμηθούμε;» ρωτάει ο Γιώργος προσπαθώντας να καλύψει το χασμουρητό του.
«Γιατί κανονικά τώρα θα έπρεπε να διαλέγαμε θέσεις στο αμφιθέατρο. Οπότε έπρεπε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο. Κι έτσι ήρθαμε να διαλέξουμε τις θέσεις μας εδώ» απαντά ο Πέτρος με το μάτι κατακόκκινο από τη νύστα.
«Δηλαδή άμα δεν κάναμε κάτι αντίστοιχο και απλά κοιμόμασταν θα γινόταν κάτι;» επιμένει ο Γιώργος.
«Φυσικά και θα γινόταν. Θα χαλάγαμε την continuity του σύμπαντος» αντιπαρέρχεται ο Πέτρος με την επιστημονική εξήγηση.
«Μα τι μου λες; Υπάρχει τέτοιο πράγμα;» ζητάει περισσότερες εξηγήσεις ο αγουροξυπνημένος.
«Όχι» επεμβαίνει ο Σάκης «αλλά αν υπήρχε εμείς θα τη χαλάγαμε αυτή την κοντιτέτοια του σύμπαντος.» Ήταν πολύ πρωί. Δε μπορούσε ακόμη να σχηματίσει δύσκολες λέξεις. Πόσο μάλλον αγγλικές. Για το συνδυασμό τους είναι περιττό να πούμε κάτι παραπάνω. Σημασία έχει ότι καθησύχασε το ανήσυχο μυαλό του φίλου του.

Πάνω στην επιβεβαίωση ότι η ανθρωπότητα μπορεί να συνεχίσει αμέριμνη το έργο της, σκάει μύτη ο αδύνατος πιτσιρικάς με τα χαρτομάντιλα.
«Βρε, βρε, καλώς το μαθητούδι μας» το προλαβαίνει ο Σάκης πριν πλασάρει την πραμάτεια του.
Ο μικρός τους κοιτάει με ένα χαμόγελο. Ο Πέτρος μπαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Τον έμαθες τον πολλαπλασιασμό μέχρι το πέντε, όπως είχαμε συμφωνήσει την προηγούμενη φορά;»
«Αμέ» και το χαμόγελο ανοίγει πιο πολύ.
«Για να δούμε. Πόσο κάνει πέντε επί εφτά;» αρχίζει την εξέταση ο ακαδημαϊκός Γιώργος.
«Τριάντα πέντε» παίρνει τη σωστή απάντηση μετά από πολύ λίγη σκέψη.
«Εξαιρετικά! Και πόσο κάνει τέσσερα επί έξι;» συνεχίζει την εξέταση ο καθηγητής λυκείου Πέτρος. Έβαλε εύκολα θέματα στο διαγώνισμα.
«Είκοσι τέσσερα» έρχεται άμεσα η απάντηση.
«Μπράβο» επιβραβεύει ο Σάκης. Είχε έρθει η σειρά του. Δεν ήθελε να του χαλάσει το σερί. Έτσι σαν άλλος δάσκαλος δημοτικού ρωτάει. «Και πόσο κάνει τρία επί τέσσερα;»
«Ε, αυτό είναι εύκολο. Δώδεκα» απαντάει ο πιτσιρικάς και το χαμόγελο αγγίζει τα αυτιά του.
Την τελευταία απάντηση συνόδεψαν χειροκροτήματα κι επευφημίες. Τρία ευρώ βρέθηκαν στο χέρι του επίδοξου μαθηματικού. Ο μικρός πάει να βγάλει το αντίτιμο σε χαρτομάντιλα για να τους τα δώσει. Ο Σάκης τον σταματάει. «Τα χαρτομάντιλα κράτησέ τα.»
«Σήμερα πληρώθηκες για τις γνώσεις σου» επισημαίνει ο καθηγητής.
«Την επόμενη φορά θα σε εξετάσουμε στο έξι και στο εφτά» ανακοινώνει την ύλη για την εξεταστική ο ακαδημαϊκός.
«Θα είμαι έτοιμος» υπόσχεται ο μικροπωλητής κι αφήνει ένα πακετάκι πάνω στο τραπέζι φεύγοντας, πριν προλάβουν οι άλλοι να φέρουν αντιρρήσεις.

«Καλημερίζω τη νεολαία» ακούνε πίσω από την πλάτη τους.
Οι τρεις τους γυρίζουν ταυτόχρονα και βλέπουν το λαχειοπώλη της γειτονιάς. Από μικρά παιδιά τον θυμούνται να τριγυρίζει τους δρόμους της περιοχής με το ξύλινο λάβαρό του και να πουλάει όνειρα. Τρεις εγκάρδιες καλημέρες πήγαν προς τη μεριά του.
«Θα μου κάνετε σεφτέ σήμερα;» ρωτάει ο λαχειοπώλης «που είστε και γουρλήδες;» συμπληρώνει εννοώντας το.
«Μας δουλεύεις ψιλό γαζί κυρ Μανώλη;» ρωτάει ο Γιώργος.
«Εμείς γουρλήδες;» απορεί ο Πέτρος.
«Γιατί το λέτε αυτό ρε παιδιά;» ζητάει εξηγήσεις ο ενδιάμεσος του εύκολου χρήματος.
Ο Σάκης αναλαμβάνει να δώσει τις εξηγήσεις. «Γιατί δέκα χρόνια τώρα παίρνουμε λαχεία από σένα και δεν έχουμε κερδίσει ούτε ένα ευρώ. Έτσι για το γαμώτο!» βγάζει κι ένα παράπονο πάνω στις εξηγήσεις.
Ο κυρ Μανώλης ρίχνει ένα αληθινό και γάργαρο γέλιο. «Αρχικά είπα ότι είστε γουρλήδες για μένα. Κάθε φορά που είστε οι πρώτοι μου πελάτες πάει καλά η μέρα. Και μετά τι να τα κάνετε εσείς τα λεφτά; Αφού έχετε ο ένας τον άλλο.»
Οι τρεις τους απορούν με την απάντηση που πήραν. Κοιτιούνται για λίγο μεταξύ τους χωρίς να μιλάνε. Παρατηρούν ο ένας τον άλλο. Ο λαχειοπώλης τους βλέπει και τους χαίρεται. Το τρίο ανακυκλώνει τα τελευταία λόγια στη σκέψη του. Σιγή. Και τότε σαν ένα σώμα μια ψυχή γυρνάνε προς τον κυρ Μανώλη και του λένε. «Ένα τρίδυμο παρακαλώ.»
Ο κυρ Μανώλης βάζει πάλι τα γέλια. Τα λαχεία πουλήθηκαν και βολεύτηκαν σε τσέπες, πορτοφόλια και τσαντάκια. Θα μπορούσαν βέβαια να πάνε κατευθείαν στα σκουπίδια γιατί πάλι δε θα κέρδιζαν ούτε ένα ευρώ. Έτσι για το γαμώτο. Αλλά δε πειράζει. Αυτοί είχαν ο ένας τον άλλο.

«Άντε παιδιά και σε καλή μεριά.» Αυτός που μίλησε ήταν ο κυρ Χρήστος. Ο προπατζής της γειτονιάς. Είχε έρθει να πάρει το καφεδάκι του για να πάει να ανοίξει μετά το μαγαζί και είχε παρακολουθήσει το σκηνικό. Τρία ευχαριστώ και τρεις καλημέρες ήρθαν ακούραστα, αβάδιστα και αβασάνιστα προς τη μεριά του.
Ο κυρ Χρήστος ανοίγει αμέσως θέμα στο αντικείμενό του. «Δε μου λέτε ρε μάγκες. Εσείς αλλάξατε ομάδες ή ακόμη δουλεύετε τον κόσμο;»
«Α τώρα μας προσβάλεις κυρ Χρήστο» προσποιείται ότι θίχτηκε ο Γιώργος. «Σε πληροφορώ ότι η Αναγέννηση Καρδίτσας μετά από πολλά χρόνια κι αφού η προεδράρα μας αποφάσισε να ρίξει λίγο χρήμα στην ομάδα ανέβηκε στη Β΄ εθνική» δίνει τα τελευταία νέα νιώθοντας χρέος να υποστηρίξει την ένδοξη ομάδα του τόπου καταγωγής του.
«Ναι αλλά δεν έχετε ξεκινήσει πολύ καλά το πρωτάθλημα» συνεχίζει ο ποδοσφαιρόφιλος προπατζής. «Ούτε εσύ» και κοιτάει το Γιώργο, «ούτε εσύ» και τώρα απευθύνεται στον Πέτρο.
Ο τελευταίος παίρνει τη σκυτάλη. «Τι να γίνει κυρ Χρήστο; Δε μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η Ηλυσιακάρα όμως θα παίξει πάλι καλή μπάλα και κάποια στιγμή θα ανέβει και στην κατηγορία των μεγάλων. Τι διάολο;» αναρωτιέται φωναχτά. «Δώδεκα χρόνια πηγαίναμε δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο δίπλα από το γήπεδό του. Έχουμε παίξει ουκ ολίγες φορές στον αγωνιστικό του χώρο. Κάποια στιγμή θα απορροφήσουν την αύρα μας κι η ομάδα θα απογειωθεί» παραληρεί ο Πέτρος.
«Καλά, καλά» συμπονά ο κυρ Χρήστος και γυρνά προς το Σάκη. «Εσένα αγόρι μου πως πάει η ομάδα σου; Υπάρχει ακόμη;»
«Αγαπητέ κύριε Χρήστο, ένα έχω να σας πω. Ο πολυπαθής Αστροναύτης, της ηρωικής Νεράιδας και περιχώρων, θα συνεχίσει να δίνει τους αγώνες του στο ιστορικό γήπεδο της Φτερόλακας» ήταν το ένα που είπε ο Σάκης με ύφος προέδρου.
Ο συμπαθής κυρ Χρήστος ξεφυσάει. «Το ξέρετε ότι δεν πρόκειται να βγάλω άκρη μαζί σας;» Ρητορική η ερώτηση. «Άντε σας περιμένω μετά γιατί σας έχω έτοιμα κάτι στανταράκια» τους κλείνει τα μάτι φεύγοντας.
Τρεις επιβεβαιώσεις ήρθαν πάλι προς τη μεριά του με τα τρία Άλφα των αγγελιών. Ακούραστα. Αβάδιστα. Αβασάνιστα.

Μείναν οι τρεις τους. Πάλι. Κάτι σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται σιγά σιγά στον ουρανό. Έτσι για την παρέα. Ανάβουν τσιγάρα. Η νύστα έχει αρχίσει να φεύγει. Κάτι όμως τους λείπει. Πρώτος το αντιλαμβάνεται ο Σάκης. «Οι καφέδες που είναι; Μας έχει δει ο κυρ Αντώνης εδώ έξω που καθόμαστε;» απορεί.
«Σας είδα παλικάρια μου» τον επιβεβαιώνει ο καφετζής που έρχεται προς το μέρος τους. «Τι θα πάρουν σήμερα τ’ αγόρια μου;»
«Λοιπόν, κυρ Αντώνη εμένα θα μου φέρετε ένα κάραμελ καπουτσίνο με σαντιγί και λίγη τρουφίτσα από πάνω» παραγγέλνει πρώτος ο Γιώργος.
Σειρά έχει ο Πέτρος. «Εμένα ένα φραπουτσινάκι με διπλή δόση εσπρέσο και να ρίξετε από πάνω λίγο σιρόπι σοκολάτας. Λίγο όμως, όχι πολύ»
Τελευταίος ο Σάκης. «Κυρ Αντώνη εμένα με ξέρετε, είμαι απλός άνθρωπος. Ένα διπλό εσπρεσάκι μακιάτο.»
Ο αιωνόβιος καφετζής που τους ξέρει από μικρά παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία κι έρχονταν σ’ αυτόν για την πορτοκαλάδα τους βάζει τα γέλια. «Καλά ρε σαρδανάπαλοι. Δε βαριέστε κάθε φορά να μου λέτε ότι σας κατέβει; Να φέρω τα φραπεδάκια σας;» τους ρωτάει ενώ είναι σίγουρος.
Τρία βεβαίως ήρθαν με τα γνωστά τρία Άλφα.
Ο μαγαζάτορας κλείνει την παραγγελία όπως συνηθίζει. Είναι μια ιεροτελεστία γι’ αυτόν. Τη λέει δυνατά πριν φύγει. Για την επιβεβαίωση. «Έχουμε και λέμε. Ένα σκέτο με λίγο γαλατάκι εβαπορέ για το Γιωργάκη μας, ένα μέτριο με ολίγη και λίγο γαλατάκι για τον Πετράκη μας και για το Σάκη μας το γαλακτομπουρεκάκι του σε υγρή μορφή. Πολλή ζάχαρη με πολύ γάλα.»
Α-ακούραστα. Κρι-αβάδιστα. Βως-αβασάνιστα.

Τα καφεδάκια δεν άργησαν να έρθουν. Ανάβουν ένα ακόμη τσιγάρο από τα πολλά που θα ακουλουθήσουν. Παίρνουν την πρώτη τζούρα του πρωινού καφέ. Μαγεία. Για μια στιγμή σκέφτονται το μάθημα που θα έδιναν. Δε γαμιέται. Ένα μάθημα είναι. Ας ήταν μόνο αυτό το πρόβλημά τους. Τα σύννεφα έχουν αρχίσει να γίνονται πιο πολλά. Και να παίρνουν αποχρώσεις του γκρι.
«Ωραία μέρα σήμερα» παρατηρεί ο Γιώργος.
«Ναι, αλλά μάλλον θα βρέξει» επισημαίνει ο Πέτρος.
«Το πολύ πολύ να βραχούμε» ηρεμεί ο Σάκης.

Λίγο τεμπέληδες. Ένα λαχείο τζογαδόροι. Μια στήλη μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

11 Δεκ 2008

Η αρχή..

Έφυγα για λίγο. Επέστρεψα για ακόμη πιο λίγο. Όλα έμειναν όπως τα άφησα. Στάσιμα. Κρυσταλλωμένα. Ψυχρά. Ίσως και λίγο όμορφα. Παράδοξα όμορφα. Συνήθεια; Συνειδητοποίηση; Αδιάφορο. Όλα ίδια. Εκτός από κάτι.

Είναι εδώ. Έτοιμο να ξεκινήσει. Το πρώτο γρανάζι έχει αρχίσει να κουνιέται. Είναι θέμα χρόνου να βρει τη θέση του και να σημάνει την έναρξη. Η διαδικασία μη αναστρέψιμη. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

Οι ήχοι δε θα συνοδέψουν την παράσταση. Είναι φορές που είναι περιττοί. Όλα θα γίνουν μέσα στην απόλυτη ησυχία. Μόνο έτσι θα μπορέσω να ακούσω καθαρά τις εικόνες. Η εσωτερική ησυχία άλλωστε είναι ό,τι πιο εκκωφαντικό μπορεί να ακούσει κανείς.

Πλέον, δε με απασχολεί τι ήταν αυτά που με οδήγησαν εδώ. Ούτε το τι θα επακολουθήσει. Χωρίς εικόνες του παρελθόντος. Χωρίς σκέψεις για το μέλλον. Μόνο η στιγμή.

Το μόνο που μένει είναι να ακολουθήσω τα βήματά μου/σου. Να βρω μια θέση. Δε χρειάζεται να είναι αναπαυτική. Και μια γωνία να ακουμπήσω μου αρκεί. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να έχει θέα. Να μπορώ να δω.

Να κρατήσω μια θέση και για σένα;

(ο τίτλος είναι Η αρχή.. κι η υπογραφή είναι ..του τέλους)