31 Οκτ 2008

Το τρίο κι η αρχή (07)

Χρόνος. Χρόνια πριν. Αρκετά έως πολλά. Όχι όμως και πάρα πολλά. Τόπος. Ένα νηπιαγωγείο της Αθήνας. Κατάσταση. Πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς για όλους. Και για τα παιδάκια και για την κυρία Μαρία.

Στην τάξη επικρατεί σχετική ησυχία. Άλλα παιδάκια κάθονται και παρατηρούν, άλλα ζωγραφίζουν, άλλα τραγουδούν, άλλα παίζουν με κάτι τουβλάκια. Η κυρία Μαρία τα έχει όλα υπό έλεγχο. Εξακολουθεί όμως να είναι αγχωμένη. Θέλει να ξαναπάει τουαλέτα. Έχει πάει ήδη δυο φορές και όλοι και όλα παρέμειναν σε τάξη. Όπως τα είχε αφήσει. Δεν έγινε τίποτα. Γιατί να γίνει τώρα; Παίρνει την απόφαση και σηκώνεται. Η τρίτη όμως είναι και η φαρμακερή. Έτσι δε λένε; Αυτή τη φορά κάτι έγινε τα λίγα λεπτά που έλειπε. Δεν το έμαθε ποτέ.

Η ώρα πέρασε. Ευχάριστα για τους περισσότερους. Όχι για όλους όμως. Το κουδούνι χτυπάει. Οι γονείς περιμένουν έξω από την αυλή να παραλάβουν τα βλαστάρια τους. Πρώτος από την τάξη βγαίνει ένας πιτσιρικάς. Είναι μουρτζούφλης. Δε σηκώνει και πολλά πολλά. Εντοπίζει τη μαμά του. Πηγαίνει προς τα εκεί, την πιάνει από το χέρι και ξεκινάνε για το σπίτι. Μαζί με το μπουλούκι βγαίνει κι ένας δεύτερος πιτσιρικάς. Αυτός είναι νευριασμένος. Τα ’χει πάρει στο κρανίο αλλά είναι μικρός ακόμη γι’ αυτή την έκφραση. Θα εμφανιστεί πολλά χρόνια μετά στο λεξιλόγιό του. Ρίχνει μια ματιά, βλέπει το μπαμπά του και τον χαιρετάει με το ζόρι. Δε χαιρετάει όμως κανέναν άλλο. Ξεκινάει κι αυτός για το σπίτι του. Μια μαμά έχει μείνει μόνη της να περιμένει. Εκεί που έχει αρχίσει να ανησυχεί ξεπροβάλει από την πόρτα το παλικάρι της. Χαμογελαστό κι ωραίο. Τρέχει προς αυτήν και της δίνει ένα φιλί. Δε μένει τίποτα άλλο από το να ξεκινήσουν κι αυτοί για το σπίτι.

Μαμά με μουρτζούφλη γιο.
«Τι έχει πάθει το αγόρι μου κι έχει έτσι κατεβασμένα τα μούτρα;» ρωτάει όλο απορία η μαμά.
«Καλά είμαι. Δεν έχω τίποτα» απαντάει ο μικρός με κίνδυνο να χτυπήσουν τα μούτρα του στο δρόμο.
«Ε πως δεν έχεις κάτι; Δεν την ξεγελάς τη μανούλα» επιμένει η μανούλα που δεν ξεγελιέται.
Ο πιτσιρικάς αμίλητος. Περπατάει με το κεφάλι σκυφτό. Η μαμά τον ξέρει καλά. Από στιγμή σε στιγμή θα πει από μόνος του αυτά που θέλει να πει και τίποτα παραπάνω. Κι έτσι γίνεται. «Μάλωσα σήμερα με ένα συμμαθητή μου.»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι βλάκας.»
«Δεν έχουμε πει ότι δε λέμε τέτοιες λέξεις;» προσέχει η μαμά την ανατροφή του γιου.
Αυτός συνοφρυώνεται για λίγο. Δεν πρέπει να λέει τέτοιες λέξεις αλλά με κάποιο τρόπο πρέπει να κάνει τη δήλωσή του. Το βρήκε. «Εντάξει, μπορεί να μη λέμε τέτοιες λέξεις, αλλά αυτός είναι» λέει.
«Αχ, τι θα κάνω με σένα; Και δε μου είπες. Γιατί μαλώσατε;» συνεχίζει τις ερωτήσεις η μαμά.
«Άλλη φορά μαμά. Τώρα δεν έχω όρεξη» αποφεύγει ο έξυπνος πιτσιρικάς.
«Κι η δασκάλα που ήταν; Δε σας είδε;» συνεχίζεται η μίνι ανάκριση.
«Όχι είχε βγει για λίγο έξω.»
«Και ποιος σας χώρισε;» αναρωτιέται η μεγάλη.
«Ένα άλλο παιδί. Μάκη τον λέγανε» απαντάει ο μικρός. «Και μετά δεν έκανα τίποτα άλλο, γιατί δεν είχα όρεξη, και περίμενα να τελειώσουμε για να έρθεις να με πάρεις» προλαβαίνει τις επόμενες ερωτήσεις και λήγει την κουβέντα. Ως εκεί. Προς το παρόν δεν ήθελε να πει τίποτα άλλο.

Μπαμπάς με νευριασμένο γιο.
Περπατάνε προς το σπίτι και το ρυθμό τον δίνει ο πιτσιρικάς. Ο πατέρας δε μιλάει. Ξέρει ότι είναι θέμα χρόνου να τα μάθει όλα. Ο γιος ξεφυσάει, παίρνει βαθιά ανάσα και δηλώνει. «Μπαμπά, είμαι νευριασμένος.»
Ο μπαμπάς το διασκεδάζει. «Άντε ρε που είσαι και νευριασμένος. Μια σταλιά άνθρωπος, έχεις και νεύρα.»
Ο σταλιάς τσιτώνεται. «Δεν είμαι μια σταλιά. Και αλήθεια σου λέω. Έχω νεύρα. Κι εσύ άμα θες μη με πιστεύεις.»
«Καλά καλά σε πιστεύω» πάει με τα νερά του διαδόχου ο πατέρας.«Και γιατί έχεις νεύρα;»
«Γιατί μάλωσα με ένα συμμαθητή μου.» Ο πατέρας πάει να πει κάτι αλλά ο μικρός τον προλαβαίνει. «Αυτός έφταιγε.»
«Ε βέβαια. Ποιος άλλος θα έφταιγε;» συμφωνεί γελώντας ο μπαμπάς.
«Μη κοροϊδεύεις. Αλήθεια. Και δε φτάνει μόνο αυτό.»
«Τι; Έχει κι άλλο;» ρωτάει όλο ενδιαφέρον ο γονιός που τώρα πραγματικά το διασκεδάζει.
«Ναι άκου. Εκεί που μαλώναμε έρχεται ένας άλλος να μας χωρίσει. Λες κι εγώ δε μπορούσα μόνος μου.»
«Μα τι μου λες τώρα γιε μου; Αυτά είναι πολύ σημαντικά πράγματα. Και μετά τι έγινε;»
Ο μικρός έχει πάρει πλέον χαμπάρι τον πατέρα του. «Καλά εσύ κοροϊδεύεις. Δεν καταλαβαίνεις. Θα τα πω στη μαμά στο σπίτι που θα με ακούσει.»
Ο πατέρας χαμογελάει. Ξέρει ότι δε θα μάθει λεπτομέρειες τώρα. Αυτές θα τις ακούσει σπίτι μαζί με τη μαμά. Με λίγη διπλωματία όμως μπορεί να μαζέψει κανά δυο πληροφορίες ακόμη. Παίρνει το αδιάφορο υφάκι και ρωτάει. «Και δε μου λες; Η δασκάλα που ήταν όλη αυτή την ώρα;»
«Δεν ξέρω. Είχε βγει για λίγο έξω» απαντάει ο μικρός με τρόπο που δε σηκώνει άλλες ερωτήσεις.
Αλλά κι ο μεγάλος δεν το βάζει κάτω. Δικός του γιος είναι. Ξέρει πως να τον πλησιάσει. «Μπορώ να κάνω άλλη μια ερώτηση; Αν βέβαια με αφήνεις.»
«Άντε καλά. Μία τελευταία» υποχωρεί η μεγάλη καρδιά.
«Τουλάχιστον τα παιδάκια αυτά τα γνώρισες; Έμαθες πως τα λένε;»
«Αυτόν που μαλώσαμε όχι. Τον άλλο τον λένε Τάκη» απαντάει χαριστικά αυτός και λήγει την κουβέντα.

Μαμά με χαμογελαστό γιο.
«Τι κάνει το παλικαράκι μου;»
Το παλικαράκι διατηρεί το χαμόγελο που είχε κατά την έξοδο. «Πολύ καλά μαμά» απαντάει.
«Γιατί άργησες να βγεις και ανησύχησα;» μπαίνει στο ψητό.
«Ρε μαμά, σου έχω πει να μην ανησυχείς. Είμαι μεγάλος πια» καθησυχάζει πρώτα την ανήσυχη μητέρα ο γιος και συνεχίζει να δώσει τις εξηγήσεις. «Κι άργησα γιατί έμεινα να πω στην κυρία Μαρία να μην ανησυχεί ούτε αυτή. Ότι όλα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς.»
«Άμα είναι όπως ο έλεγχος του μπαμπά σου τότε σωθήκατε όλοι εκεί μέσα» λέει χαμογελώντας η γυναίκα του μπαμπά. «Και γιατί είπες αυτό το πράγμα στην κυρία;» συνεχίζει.
«Μεγάλη ιστορία. Θα σου πω με το φαγητό» λέει στα γρήγορα ο πιτσιρικάς γιατί αγωνιά για τις επόμενες ερωτήσεις.
«Και δε μου λες. Άλλα παιδάκια γνώρισες σήμερα;»
«Αμέ» πετάγεται αυτός σχεδόν πριν τελειώσει η ερώτηση και παίρνει φόρα για να πει τα δικά του. «Ήταν δύο παιδιά που μαλώνανε όταν η κυρία ήταν στην τουαλέτα. Δεν ξέρω γιατί μαλώνανε. Αλλά πήγα και τους σταμάτησα. Όπως μας σταματάτε εσύ κι ο μπαμπάς όταν πειράζω την αδερφή μου. Και μετά τους γνώρισα. Αλλά δεν κάναμε πολύ παρέα γιατί ήταν και οι δύο θυμωμένοι. Δε μπορώ να καταλάβω όμως γιατί ήταν θυμωμένοι. Τους παρατηρούσα και δεν κάνανε σχεδόν τίποτα. Κι όταν σχολάσαμε βιάστηκαν να φύγουν. Αλλιώς θα σου έδειχνα ποιοι ήταν. Αλλά αύριο θα τους ξαναμιλήσω. Και πιστεύω ότι όλα θα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς» βάζει τελεία ο χείμαρρος.
Η μαμά έχει χίλιες ερωτήσεις και μπορεί να λέμε και λίγες. Θα τα ξεκαθαρίσει όλα στο σπίτι με το φαγητό. Προς το παρόν αρκείται στο να ρωτήσει. «Άλλους συμμαθητές σου γνώρισες ή μόνο αυτούς τους δύο;»
«Μπα. Μόνο αυτούς τους δύο. Αφού σου είπα. Μετά καθόμουνα και τους παρατηρούσα. Αλλά νομίζω ότι αυτοί είναι αρκετοί. Αυτοί θα είναι οι φίλοι μου» ανακοινώνει με σοβαρό και μεγαλεπήβολο ύφος ο ειρηνοποιός.
Η περήφανη μαμά έχει και μια τελευταία ερώτηση. «Τουλάχιστον σε αυτούς τους δύο είπες το πραγματικό σου όνομα ή άρχισες πάλι τις εξυπνάδες να αλλάζεις ένα γράμμα και να λες άλλα ονόματα;»
Ο μικρός μαζεύτηκε. Του κόπηκε για λίγο το χαμόγελο. Άρχισε να αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να τα καταλαβαίνει όλα αυτή η μαμά. Σταματάει το περπάτημα. Την τραβάει από το χέρι για να σκύψει. Της δίνει ένα φιλί μαλαγανιάς και της ανακοινώνει. «Καλά ρε μαμά. Αύριο θα πω και στους δύο ότι με λένε Σάκη.»

Την άλλη μέρα ο Σάκης πλησίασε από μόνος του τον Γιώργο και τον Πέτρο. Κανένας δεν έδωσε σημασία στο χθεσινό τσακωμό. Ανώτερα άτομα κι οι τρεις. Όχι αστεία. Άλλωστε είχαν άλλα πράγματα στο μυαλό τους. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να οργανώσουν την καλύτερη σκανταλιά για να μείνουν αξέχαστοι στην κυρία Μαρία. Κι ας της είχε υποσχεθεί ο Σάκης ότι όλα θα είναι υπό έλεγχο, όπως λέει κι ο μπαμπάς του.

Λίγο φασαριόζοι. Μια διαμάχη περίεργοι. Μια ένωση σκανταλιάρηδες. Αλλά ωραία τυπάκια!

28 Οκτ 2008

Η αλήθεια του τέλους

Κάνει ζέστη αλλά αυτός κρυώνει. Δε μπορεί να εξηγήσει γιατί. Όλα γύρω του θα έπρεπε να είναι ζεστά αλλά αυτός κρυώνει. Την παγωνιά άρχισε να τη νιώθει πρώτα εξωτερικά και σιγά σιγά την καταλάβαινε να περνάει στο εσωτερικό του. Να του τρώει τα σωθικά καθώς απλώνεται μέσα του σαν παλιρροϊκό κύμα. Δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κάθεται ακίνητος και περιμένει.

Και να ήθελε να κουνηθεί δε θα μπορούσε. Είναι πολύ στριμωγμένος εκεί που κάθεται. Δε θυμάται πως βρέθηκε σ’ αυτό το αφιλόξενο μέρος μαζί με τόσους άλλους. Προσπαθεί αλλά δε μπορεί να θυμηθεί. Θέλει με όλη τη δύναμή του να καταλάβει αλλά δεν τα καταφέρνει. Το μόνο που του ερεθίζει τις σκέψεις του είναι η γνώση ότι κάποτε ήταν διασκορπισμένος σε πολλά σημεία. Χωρίς σχέδια, χωρίς σκοπό. Κάπως όμως ολοκληρώθηκε, χωρίς να θυμάται το πώς. Κι ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι καλό, δεν του προσφέρει καμία ανακούφιση. Θέλει να θυμηθεί αλλά δε μπορεί κι αυτό τον κάνει να αισθάνεται ακόμη χειρότερα.

Το έδαφος που ακουμπάει είναι άσπρο. Σαν το παρελθόν του. Γύρω του οι όμοιοί του. Κανείς δε μιλάει. Αλλά τώρα ξέρει ότι δεν είναι επιλογή τους. Κι αυτός εδώ και ώρα προσπαθεί να μιλήσει, να ρωτήσει, να ζητήσει αλλά δε βγαίνει κανένας ήχος. Δε μπορεί. Στην κατάσταση που είναι δεν έχει τη δυνατότητα να μιλήσει. Θέλει να επικοινωνήσει αλλά δε μπορεί. Είναι εγκλωβισμένος στον εαυτό του και τις σκέψεις του. Και δε μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. "Τι μου συμβαίνει ρε γαμώτο;" σκέφτεται δυνατά αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Κανένας από τους άλλους δε μπορεί να του μιλήσει, πόσο μάλλον να τον καταλάβει. Ή μήπως όλοι τον καταλαβαίνουν γιατί νιώθουν το ίδιο; Δεν ξέρει κι απ’ ό,τι φαίνεται δε θα μάθει ποτέ.

Προσπαθεί να κοιτάξει προς τα πάνω. Χαμηλός φωτισμός και στην άκρη του οπτικού του πεδίου κάτι σιγοκαίει. Περίεργα πράγματα. Αν απομονώσει όλους τους άλλους η ατμόσφαιρα θα έπρεπε να ήταν ευχάριστη. Αλλά αυτός δεν αισθάνεται καθόλου καλά. Κι όσο περνάει η ώρα όχι μόνο μεγαλώνει η αγωνία του αλλά και το κρύο που νιώθει. Έχει αρχίσει να χάνει κάθε ίχνος αισιοδοξίας που θα μπορούσε να ανακαλύψει και να απελπίζεται. Μέχρι που.

Μέχρι που αρχίζει να νιώθει κάτι ωραίο. Δεν ξέρει τι είναι ακριβώς αλλά κάτι ανακουφιστικό αρχίζει να γίνεται. Προσπαθεί να το προσδιορίσει. Δεν είναι σίγουρος αλλά νομίζει ότι κάποιοι όμοιοί του αρχίζουν να φεύγουν. Ναι αυτό είναι. Γιατί έχει αρχίσει να νιώθει λίγο πιο χαλαρά. Λίγο πιο άνετα. Το κρύο δε σταματά αλλά τουλάχιστον τώρα είναι πιο άνετα. Αρχίζει να παίρνει τα πάνω του. Αφού φεύγουν κάποιοι αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα φύγει κι αυτός. Και δύσκολα θα βρεθεί σε χειρότερο μέρος από αυτό που είναι τώρα.

Η ώρα περνάει και τώρα έχουν μείνει λίγοι. Εκεί όμως που θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος γιατί δεν αργεί και η σειρά του να φύγει, έχει αρχίσει να αγχώνεται. Ο χρόνος που πέρασε τον έβαλε σε σκέψεις. "Που πάνε οι άλλοι; Είναι όντως καλύτερα εκεί που πάνε; Και γιατί αυτό το κρύο δε σταματάει με τίποτα; Και γιατί ακόμη κανένας δε μπορεί να μιλήσει; Τι συμβαίνει; Τι με περιμένει; Ποιος; Γιατί; Έχω πειράξει κανένα; Έχω φταίξει σε τίποτα; Δε μπορεί κάποιος να μου δώσει να καταλάβω; Ζητάω πολλά;".

Χαμένος στις σκέψεις του αργεί να συνειδητοποιήσει ότι έχει μείνει μόνος του μέχρι που κάτι απροσδιόριστο τον αρπάζει και αρχίζει να αιωρείται. Φοβάται. Προσπαθεί να ουρλιάξει αλλά δεν ακούγεται τίποτα. Πλησιάζει σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να το θέλει αλλά και χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, κι όταν απομακρύνεται έχει μείνει μισός. Μισός. Είναι τρομοκρατημένος. Φωνάζει με όλη του τη δύναμη. Δε πονάει γιατί το κρύο πλέον είναι απόλυτο. Αρχίζει να κινείται και πάλι. Στον αέρα. Μια ανώτερη δύναμη τον κινεί και αυτός δε μπορεί να κάνει τίποτα. Θέλει να δραπετεύσει σαν τρελός αλλά δε μπορεί. Δεν είναι πλέον στις δυνάμεις του. Ποτέ δεν ήταν.

Τώρα βρίσκεται σε κάτι σκοτεινό με κάτι άσπρους σταλακτίτες και σταλαγμίτες να κρέμονται απειλητικοί γύρω γύρω. Αρχίζουν να ανεβοκατεβαίνουν και να κατακρεουργούν το σώμα του. Εξακολουθεί να μη νιώθει πόνο αλλά τώρα ξέρει ότι ήρθε το τέλος του. Οριστικά. Και για πρώτη φορά αφήνεται. Μόνο τότε, μια στιγμή ακριβώς πριν το τέλος, συνειδητοποιεί την ύπαρξή του. Καταλαβαίνει το λόγο που συμβαίνουν όλα αυτά. Η τελευταία σκέψη του πριν χαθεί για πάντα στο έρεβος είναι: "Ήμουν άραγε ένας απλός ντολμάς ή ένα νόστιμο ντολμαδάκι;".

Την ίδια στιγμή ένα ζευγάρι, σε ένα δείπνο υπό το φως κεριών.
Γυναίκα: Μωρό μου μπορεί να κρυώσανε αλλά ήταν πεντανόστιμα τα ντολμαδάκια σου! Δεν έπρεπε να μοιραστούμε το τελευταίο.
Άντρας: Χαχα.. Πλεονέκτρα μου εσύ! Αφού σου το ’χα πει. Τα ντολμαδάκια είναι η σπεσιαλιτέ μου!

Η παραπάνω ντολμαδοϊστορία προέκυψε μετά από πρόσκληση του Mahler76 στο ντολμαδοπαίχνιδο. Οι έχοντες την "όρεξη" να συνεχίσουν.
Την καλησπέρα μου σε όλους.

24 Οκτ 2008

ΜΙ(β): Που είναι ο ταυρομάχος;

Με την οικογένεια δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα. Μπορεί κάποιες φορές να ήταν το μαύρο πρόβατο. Αλλά ήταν το αγαπημένο τους πρόβατο. Αυτό που ξεχώριζε από το κοπάδι. Που έδινε χρώμα και λίγο περισσότερο νόημα στη ζωή τους. Τη ζωντάνια που, ίσως, τους έλειπε κάποιες φορές. Χαρούμενο περιβάλλον δημιουργεί χαρούμενους ανθρώπους. Έτσι δεν είναι;

Ήταν πάντα καλός μαθητής. Πιο πολύ έξυπνος παρά διαβασμένος. Μπορούσε να καταλάβει τα κουμπιά των άλλων και να τα πατήσει όταν ακριβώς χρειαζόταν. Αλανάκι στις παρέες κι ο αγαπημένος των καθηγητών. Δύσκολος συνδυασμός. Ακροβατούσε, ρίσκαρε αλλά έβγαινε πάντα κερδισμένος. Ή σχεδόν πάντα. Στη σούμα πάντως ήταν από πάνω. Αν ξέρεις να παίζεις στο τέλος θα κερδίσεις. Έτσι δε λένε;

Φοιτητικά χρόνια στο Πολυτεχνείο. Πέρασε κατά τύχη. Δεν τα υπολόγιζε έτσι. Αλλά δεν τον χάλασε. Εκεί διάβαζε και λιγάκι. Ακριβώς τόσο, όσο χρειαζόταν. Όχι για να μάθει. Για να ξεμπερδεύει. Όμορφα χρόνια. Γνωριμίες, φιλίες, αλητείες, κρεπάλες, άγχη, στριμοκωλιές, γέλια, κλάματα, χαρές, λύπες. Απ’ όλα είχε ο μπουφές. Έτσι δεν έπρεπε;

Μετά; Μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Να μην ταξιδέψει και λίγο; Να μην πάρει ένα πτυχιάκι παραπάνω; Τσάμπα είναι. Ή σχεδόν τσάμπα. Εδώ τα πράγματα πιο δύσκολα. Αλλά αυτός δε μάσησε. Φοιτητικά χρόνια σε μικρογραφία. Τώρα διάβαζε όμως. Δεν του άρεσαν αυτά που καταλάβαινε αλλά συνέχισε. Αφού μπήκε στο χορό θα χορέψει. Μέχρι το τέλος. Έτσι δεν κάνουν;

Επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Ήρθε η ώρα να εκπληρώσει το χρέος στη μαμά. Όχι τη βιολογική, την άλλη. Πόσο μπορεί να κακοπεράσει ένας αόρατος φαντάρος όταν έχει ένα μικρό βύσμα και χρόνια προϋπηρεσία στο να βρίσκει κουμπιά και να τα πατάει την κατάλληλη στιγμή; Ένα χρονάκι ζάχαρη με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Έτσι δε συνηθίζεται;

Τώρα ήρθε η ώρα για σοβαρή δουλειά. Να βγάλει το ψωμί του. Να ζήσει. Δούλος του προτζεκταριάτου. Αλλά είπαμε. Έξυπνο παλικάρι αυτός. Ξεχώρισε. Ανέβηκε. Έφτιαξε την ομάδα του. Και τώρα κάθεται να απολαμβάνει τον ιδρώτα των άλλων όπως κάποτε, κάποιοι άλλοι, ξεδιψούσαν με τον δικό του. Έτσι δε συμβαίνει;

Όλα αυτά τα χρόνια οι γυναίκες δε λείψανε από το πλευρό του. Πέρασε καλά. Πέρασε άσχημα. Πλήγωσε. Πληγώθηκε. Μέχρι να γνωρίσει τη μία. Τη μοναδική. Τη δικιά του. Και να φτιάξει μαζί της τη ζωή του. Και τη δικιά της. Να της χαρίσει συναισθηματική πληρότητα και να πιστέψει ότι θα τη βρει κι αυτός. Έτσι δεν ξεκινάνε;

Πολλές πράξεις. Λίγα λόγια.
Όλα με σκοπό. Τίποτα με άλλοθι.
Πάντα μπροστά. Ποτέ πίσω.

Δημιούργησε μόνος του έναν αξιοθαύμαστο γυάλινο κόσμο. Τον δικό του γυάλινο κόσμο. Έλιωσε το ακατέργαστο γυαλί με τη φωτιά που έκαιγε μέσα του. Του χάρισε την πνοή του όχι μόνο για να του δώσει σχήμα αλλά και ζωή. Τα τακτοποίησε όλα όπως ήθελε. Με σειρά. Με τάξη. Καθάρια. Διάφανα. Και τα τοποθέτησε σε μια αρένα ταυρομαχίας. Με τον ίδιο στο κέντρο της. Γύρω τους χιλιάδες άνθρωποι ζητωκραυγάζουν. Άλλοι με δέος. Άλλοι με φθόνο. Ανυπομονούν. Περιμένουν την έναρξη της μάχης. Κανείς όμως δεν ξέρει ότι αυτός είναι ο ταύρος.

Κι ο ταυρομάχος είναι νεκρός από καιρό..

19 Οκτ 2008

ΜΙ(α): Απόδραση

Ξύπνησε. Είναι νωρίς ακόμη. Χαράματα. Το ελάχιστο φως διακρίνεται με δυσκολία από το κλειστό παντζούρι. Δε σαλεύει. Ασυναίσθητα παίρνει βαθιά ανάσα και την κρατάει. Για όσο αντέχει. Την κρατάει. Κι άλλο. Λίγο ακόμη. Το οξυγόνο έχει στηθεί στα τρία μέτρα μέσα στους πνεύμονές του. Πυρ κατά βούληση. Εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες. Η τελευταία κυψελίδα ασφυκτιά. Τα μάτια σκοτεινιάζουν. Ο εγκέφαλος ουρλιάζει στ’ αυτιά του. Ησυχία. Λίγο ακόμη. Μπορεί. Κι εκπνέει.

Γυρνάει το σώμα του. Δίπλα του μια φιγούρα. Τα σκεπάσματα ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά πάνω της. Κοιμάται ακόμη. “Γιατί;” σκέφτεται. “Τι δουλειά έχει εδώ;”. Θυμάται ότι ήταν δική του ιδέα να μείνει. Κάτι μαλακίες που κάνει ώρες ώρες. Είναι γυμνή. Όπως κι αυτός. Το μυαλό του δε νιώθει τίποτα. Ένας πολτός χωρίς άρωμα, χωρίς γεύση, χωρίς τίποτα. Το σώμα μουδιασμένο. Εκτός από το πέος του. Αυτό είναι σκληρό. Περιθωριοποιημένο από το υπόλοιπο σώμα. Ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες. Την πλησιάζει. Την αγγίζει. Χωρίς χάδια. Χωρίς ίχνος τρυφερότητας. Απλά για να την ευθυγραμμίσει μ’ αυτόν. Δε θέλει να κάνουν έρωτα. Δε θέλει να κάνουν σεξ. Δε θέλει να γαμηθούν. Θέλει να γαμήσει. Όχι την ίδια. Τον εαυτό του.

Με μια απότομη κίνηση μπαίνει μέσα της. Σταματάει όταν είναι όλος μέσα. Αισθάνεται στιγμιαία μια ζεστασιά που του γαργαλάει τις αισθήσεις. Η μόνη παραφωνία στα κτηνώδη ένστικτα. Εκείνη ξυπνάει και ανταποκρίνεται. Έχει αρχίσει να υγραίνεται. Η ανάσα της γίνεται πιο βαθιά και το σώμα της βολεύεται για να τον πάρει κι άλλο μέσα. Δε μιλάει. Ευτυχώς γι’ αυτόν. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Αρχίζει να κινείται. Στην αρχή σιγά σιγά και μετά πιο γρήγορα. Αυτή δείχνει να το ευχαριστιέται. Κάνει μια κίνηση για ν’ αλλάξουν στάση. Αυτός την πιάνει με βία για να την κρατήσει εκεί που είναι. Το προηγούμενο βράδυ είχαν γαμηθεί με όλους τους πιθανούς τρόπους. Τώρα ήθελε απλά να χύσει. Να γαμήσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τα συναισθήματά του και μετά να χύσει. Ξερά. Και το κάνει. Πετάει το σπέρμα του πάνω στο σεντόνι. Ανάμεσά τους. Ένας υγρός λεκές για να τους χωρίζει. Μια άσπρη λιμνούλα λευκού, αλλά όχι αγνού, σπέρματος που θα μπορεί να πνίξει τις σκέψεις του.

Εκείνη δε κουνιέται. Μένει με γυρισμένη την πλάτη. Αυτός σηκώνεται. Κανείς δε μιλάει. Φοράει τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα. Φεύγοντας από το δωμάτιο της λέει να κοιμηθεί γιατί είναι νωρίς ακόμη και κλείνει την πόρτα. Ποτέ δεν είδε τα δάκρυα που έσταξαν από τα μάτια της. Και να τα ’βλεπε δε θα είχε καμία διαφορά. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ή μάλλον δεν ήταν ποτέ έτσι. Ένα αδιάφορο τσογλάνι που δε δίνει σημασία σε τίποτα.

Έξω αρχίζει να ξημερώνει. Όλα τα παντζούρια του σπιτιού είναι κλειστά. Δεν είναι ώρα για εξαγνισμό. Πηγαίνει στην κουζίνα και φτιάχνει μηχανικά ένα ξέπλυμα που το ονομάζει καφέ. Κάθεται στον υπολογιστή. Βάζει μουσική. Χαμηλά. Όχι για να μην ξυπνήσει την κοπέλα που, μάλλον, κοιμάται στο δωμάτιο. Γιατί τον πονάνε τ’ αυτιά. Το μυαλό του δεν έχει σταματήσει να ουρλιάζει. Ανοίγει ένα νέο αρχείο. Μια λευκή σελίδα μπροστά του που τον τυφλώνει. Ένας κέρσορας πάνω αριστερά που αναβοσβήνει. Σαν να σηματοδοτεί μια αντίστροφη μέτρηση. Για κάτι. Δέκα. Εννιά. Οχτώ. Εφτά. Έξι. Πέντε. Τέσσερα. Τρία. Δύο. Ένα. Τι θα γίνει στο Μηδέν;

Στρίβει τσιγάρο. Το ανάβει παίρνοντας μια βαθιά τζούρα. Την κατεβάζει και την κρατάει μέσα του. Αντί να τη βγάλει παίρνει μια ακόμη ανάσα. Πίνει μια γουλιά από το ξέπλυμα, με τον καπνό να τυλίγει τους πνεύμονες και να τους καίει. Καταπίνει κι εκπνέει. Αρχίζει να γράφει. Γράμματα που σχηματίζουν λέξεις. Λέξεις που σχηματίζουν προτάσεις. Προτάσεις που σχηματίζουν το τίποτα.

Πληκτρολογεί χωρίς να σκέφτεται. Είχε ξεχάσει ότι υπήρχε κι άλλος άνθρωπος στο σπίτι μέχρι που την είδε μπροστά του. “Θα φύγω” του λέει. “Να προσέχεις” της απαντά σαν ηλίθιος μαλάκας που είναι. “Θα σε ξαναδώ;” τον ρωτάει. Για ποιο λόγο σκέφτεται αυτός αλλά το μόνο που της λέει είναι “Είσαι σίγουρη ότι το θες;”. Δεν παίρνει απάντηση. Ακούει μόνο το κλείσιμο της πόρτας. Και πάλι μόνος. Αλλά πότε είχε παρέα τον τελευταίο καιρό;

ΑΑΑαααΑΑΑαααΑΑΑαααΑΑΑααα! Το μυαλό συνεχίζει να ουρλιάζει. Αλλά δεν ακούγεται τίποτα εκτός από τις μελαγχολικές νότες της μουσικής. Κι αυτός συνεχίζει να γράφει. Προσπαθεί να ξορκίσει τους δαίμονές του. Αυτούς που κρέμονται από τις βλεφαρίδες του. Παίζουν και διασκεδάζουν. Έχουν στήσει γιορτή μπροστά από τα μάτια του. Τα κλείνει. Τ’ ανοίγει. Ακόμη εκεί είναι.

Οι ώρες περνάνε. Μπροστά από τον υπολογιστή. Το ξέπλυμα αντικαταστάθηκε με νέο ξέπλυμα. Το τασάκι γέμισε και άδειασε μόνο και μόνο για να ξαναγεμίσει. Ο δίσκος είναι στο repeat όλη μέρα. Δε θα μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα άλλο σήμερα. Δεν θα ήθελε. Το κινητό και το σταθερό έχουν χτυπήσει πολλές φορές. Δε τα σήκωσε καμιά. Δε θέλει να μιλήσει σε κανέναν και για τίποτα. Δεν έχει όρεξη. Σήμερα αποφάσισε να μη φορέσει τη μάσκα του. Να την αφήσει στην άκρη να σαπίσει όπως και το πρόσωπό του. Αύριο μπορεί. Αύριο μπορεί να την πάρει πάλι, να την καθαρίσει, να τη σκουπίσει, να τη γυαλίσει και να τη φορέσει να βγει στον έξω κόσμο. Μπορεί. Σήμερα όμως όχι. Σήμερα θέλει να καθρεφτίζονται τα στραπατσαρισμένα μούτρα του στο μουντό φως της οθόνης. Να αχνοφαίνονται ακριβώς πίσω από τις λέξεις χωρίς νόημα.

Βράδιασε και κοντεύει να ξημερώσει. Ακόμη μπροστά από την οθόνη. Τσιγάρο. Καφές. Λέξεις. Δαίμονες. Σηκώνεται και πάει να ξαπλώσει. Δε νυστάζει αλλά θέλει να κοιμηθεί. Πριν πέσει στο κρεβάτι βλέπει στο κέντρο του έναν ξεραμένο άσπρο λεκέ. Έναν άσπρο λεκέ πάνω στο μπλε σεντόνι. Θέλει να τ’ αλλάξει. Θέλει να διώξει τη μυρωδιά του χθεσινού βραδιού. Τους ήχους. Τις αναμνήσεις. Δεν το κάνει. Ξαπλώνει και βάζει το κεφάλι του πάνω στο ξεραμένο σπέρμα. Ενώνεται μ’ ένα χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Ενός εαυτού που είχε γαμήσει με απάθεια μόλις πριν λίγες ώρες. Κλείνει τα μάτια του.

Το ουρλιαχτό σταματάει για πρώτη φορά. Ακούει ένα νεογέννητο μωρό να κλαίει παλεύοντας να πάρει την πρώτη του ανάσα. Ξέρει ότι δεν είναι παιδί πια. Η αθωότητα έχει χαθεί. Γνωρίζει ότι δε μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο. Παραμένει όμως προσκολλημένος στο παρελθόν. Δε μπορεί να σταματήσει ν’ αναρωτιέται τι άλλο θα μπορούσε να γίνει. Αφήνει το τίποτα να ματώσει μέσα στο τίποτα. Το μόνο που πραγματικά θέλει αυτή τη στιγμή είναι ν’ αποκοιμηθεί. Και να ονειρευτεί ότι δραπετεύει..

16 Οκτ 2008

Λίγες τούζες για ένα Παρ (II)

- Να ρωτήσω κάτι;
- Ό,τι θες.
- Πως σε λένε;
- Έχει σημασία;
- Καμία.
- Πάμε πάλι;
- Πάμε.

-------

- Να σου γνωρίσω την τέτοια.
- Χάρηκα.
- Και την άλλη.
- Χάρηκα.
- Και την αυτή.
- Χάρηκα.
- Και την παρά άλλη.
- Χάρηκα.
- Και την..
- Που να τη βάλω τόση χαρά;

-------

- Πόσοι ήταν;
- Πολλοί.
- Πόσες ήταν;
- Πολλές.
- Τι κάνατε;
- Πολλά.
- Ήταν ωραία;
- Πολύ.
- Θέλω κι εγώ!
- Πολλά θες.

-------

- Μα μη λες τέτοιες λέξεις.
- Όπως;
- Παρτούζες.
- Εγώ σκέτο τούζες είπα.
- Πονηρό μυαλό.
- Πονηρό εγώ. Βρώμικο εσύ.
- Α να χαθείς.
- Είμαι ήδη χαμένος.

13 Οκτ 2008

Το τρίο κι οι αλήθειες (6.5)

Βραδάκι. Ο Γιώργος με τον Πέτρο είναι στο σπίτι του Σάκη. Μόλις έχουν ντερλικώσει το παστίτσιο της μητέρας του Σάκη. Μέσα από το τάπερ. Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να το βάλουν σε πιάτα. Ευτυχώς που χρησιμοποίησαν πιρούνια. Οι επισκέπτες ανάβουν το γλυκό τσιγάρο που ακολουθεί ένα ωραίο γεύμα την ώρα που ο Σάκης επιστρέφει από την κουζίνα με μια κόκα. Λάιτ. Μη ξεχνιόμαστε. Ανάβει κι αυτός το τσιγάρο του κι αράζει στον καναπέ.

«Δηλαδή τώρα θα πρέπει να πούμε αλήθειες για την πάρτη μας;» ρωτάει ο Γιώργος εκπνέοντας τον καπνό μιας μεγάλης τζούρας.
«Και πόσες αλήθειες πρέπει να πούμε;» συμπληρώνει την ερώτηση ο Πέτρος τραβώντας μια μεγάλη τζούρα.
«Ναι ρε. Μην τρελαίνεστε. Κανονικά πρέπει να πούμε εφτά αλήθειες. Αλλά επειδή εμείς είμαστε τρεις και λίγο τσογλανάκια θα πούμε από δύο ο καθένας και την έβδομη θα την αφήσουμε να αιωρείται. Κι όλο και κάποιος θα βρεθεί να την αρπάξει» εξηγεί ο Σάκης ρουφώντας και βγάζοντας ταυτόχρονα μια μεγάλη τζούρα. Μαγικό θέαμα.
«Και πως τα έμαθες εσύ όλα αυτά;» ζητάει περισσότερες εξηγήσεις ο Γιώργος.
«Εσείς πως είχατε μάθει τότε για τις τρεις ευχές; Κάπως έτσι κι εγώ. Άντε Γιώργο ξεκίνα.»

«Άντε καλά. Λοιπόν. Πρώτον, δε πιστεύω στα ζώδια. Δεύτερον, τον τελευταίο καιρό νιώθω κάπως περίεργα χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το πώς και το γιατί» φανερώνει τα σώψυχά του ο Γιώργος.
Ο Πέτρος δεν αντέχει να μη σχολιάσει. «Δε πιστεύεις στα ζώδια αλλά που και που τα διαβάζεις σε εφημερίδες και περιοδικά.»
«Λεπτομέρειες. Έτσι καμιά φορά τα διαβάζω για το χαβαλέ. Για ν’ αποδείξω ότι λένε χαζομάρες. Αν τα πίστευα τώρα θα έπρεπε να ήμουν πλούσιος, πετυχημένος, με την καλύτερη γυναίκα δίπλα μου κι όλη τη ζωή μπροστά μου.»
«Μήπως επειδή δεν έχεις τίποτα από αυτά νιώθεις κάπως περίεργα;» επιμένει ο Πέτρος.
Ο Σάκης επεμβαίνει προλαβαίνοντας το Γιώργο. «Έλα, έλα, δε θέλω σχόλια. Πέτρο άσ’ τον κι εσύ ρε μαλάκα. Αφού τον βλέπεις ότι δεν είναι στα καλά του.»
«Γιατί είμαι εγώ; Συγγνώμη ρε φιλαράκι» μετανοεί αυτός.
«Συγχωρεμένος. Άντε σειρά σου» συγχωρεί και προτρέπει ο μεγαλόψυχος.

«Ωραία. Η πρώτη μου αλήθεια είναι ότι όσο και να σπάω το κεφάλι μου δε μπορώ να θυμηθώ το λόγο για τη μία και μοναδική φορά που μάλωσα με το Γιώργο.» Ο Γιώργος γελάει χωρίς να το κρύψει. Αυτός θυμάται. «Κι αυτό που μου τη δίνει περισσότερο είναι ότι αυτός ξέρει και δε μου το λέει» αγανακτεί ο Πετράκης.
Ο Σάκης πετάγεται πριν ανοίξει καινούρια διαμάχη. «Μη ξεφεύγεις. Έλα τώρα που το έχεις. Ποια είναι η δεύτερη αλήθεια;»
«Παρόμοια με του Γιώργου είναι. Νιώθω ότι κάτι δεν πάει καλά, πέρα από τα γνωστά προβλήματα. Κάτι βαθύτερο.»
«Ωραία φιλαράκι. Και γαμώ είμαστε κι οι δύο» συμπονά ο Γιώργος και γυρίζει προς το Σάκη. «Άντε πες κι εσύ.»

«Ένα. Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι μια αισθηματική κομεντί αλλά δε σας το λέω γιατί θα με δουλεύετε» φανερώνει την πρώτη αλήθεια-φοβία ο Σάκης.
«Ναι εσένα περιμέναμε να μας το πεις τώρα. Λες και δεν το ξέραμε» λέει χαμογελώντας ο Γιώργος.
Πετάγεται κι ο Πέτρος. «Καλά σου λέει ρε παπάρα. Αφού κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα τη βλέπεις κανά δυο φορές. Επειδή τη βλέπεις μόνος σου νομίζεις ότι δεν το ξέρουμε;»
«Να χαρώ εγώ εξομολόγηση» συνεχίζει με το ίδιο χαμόγελο ο Γιώργος.
«Άντε. Σπουδαία αλήθεια μας φανέρωσες. Για να δούμε και τη δεύτερη» ανυπομονεί ο Πέτρος.
«Δύο. Πάνω κάτω τα ίδια μ’ εσάς. Απλά είναι στιγμές που νιώθω ότι δεν έχω τον έλεγχο. Ποτέ δεν τον είχα δηλαδή. Αλλά τώρα είναι κάπως διαφορετικά. Δεν ξέρω. Πολύ μπερδεμένα.»

Μένουν για λίγο σιωπηλοί. Σκέφτονται. Δύσκολα τα πράγματα. Κάπως περίεργα ο ένας. Κάτι δεν πάει καλά ο άλλος. Εκτός ελέγχου ο τρίτος. Προβληματίστηκαν από το πουθενά. Ανάβουν τσιγάρο πίνοντας την τελευταία κόκα.
«Πάμε για κανά ποτάκι;» πετάγεται ο Γιώργος.
«Λέτε να πάμε για ένα χαλαρό;» ψιλοσυμφωνεί ο Πέτρος.
«Και δεν πάμε; Έτσι για τη χώνεψη» και σηκώνεται από τον καναπέ ο Σάκης.

Λίγο ζαβολιάρηδες. Μια αλήθεια ανήσυχοι. Ένα παιχνίδι μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Αυτοί πήγαν για το χαλαρό ποτάκι τους κι εγώ έμεινα εδώ μόνος. Δηλαδή περίπου μόνος. Είναι μαζί μου και μια περισσευούμενη αλήθεια που αιωρείται. Πως το είχε πει ο Σάκης; “Όλο και κάποιος θα βρεθεί να την αρπάξει.” Κάτι ήξερε αυτός. Κάποιος βρέθηκε. Να λοιπόν και η δική μου αλήθεια..

Έχει αρχίσει να γίνεται δύσκολο να γράφω νέες ιστορίες για το τρίο από τότε που σκέφτηκα ποια θα είναι η τελευταία τους ιστορία.


Τα γνωστά. Η ιστορία αυτή είναι έκτακτη, μετά από πρόσκληση της fei. Κανονικά πρέπει να καλέσω κι εγώ άλλα εφτά άτομα. Πέραν όμως της dot (που με είχε καλέσει παλιότερα), της vicky (που είχε ανταποκριθεί) και του γιατρού (που έδειξε την πρόθεση να ανταποκριθεί αν δεν είχε ήδη παίξει) δε θέλω να υποχρεώσω κανέναν (ούτε τους τρεις προηγούμενους), σκεφτόμενος ότι σε κάποια άτομα δεν αρέσουν τα blogoπαίχνιδα και κάποια άλλα μπορεί να μην έχουν όρεξη να παίξουν τη δεδομένη στιγμή. Έτσι λοιπόν η πρόσκληση είναι ανοιχτή. Όσοι από τους δεξιά θέλουν, θα είναι χαρά μου να παίξουν.

9 Οκτ 2008

Λίγοι οξυσμοί για ένα Παρ (I)

- Πάμε καλά;
- Όχι. Αλλά κρατήσου.
- Δεν αντέχω άλλο.
- Τότε σταμάτα.
- Δε θα πέσω;
- Θα πέσεις.
- Δε θέλω.
- Ε τότε κρατήσου. Πιο γερά.

-------

- Τα λεφτά θα μας φτάσουν;
- Ανάλογα.
- Με τι;
- Δεν ξέρω.
- Κατάλαβα.
- Αλήθεια;

-------

- Θα φύγουμε;
- Όχι.
- Αφού θέλω να φύγω.
- Ε φύγε.
- Φοβάμαι.
- Κι εγώ.

6 Οκτ 2008

Το τρίο κι οι Χ Ψ Ζ (06)

Ο Γιώργος είναι σε μια σχέση εδώ και χρόνια. Δεν έχει σημασία πόσα. Κάποιοι θα έλεγαν λίγα. Κάποιοι αρκετά. Κάποιοι πολλά. Σημασία έχει ότι στο Γιώργο φαίνονται αιώνες. Την αγαπάει τη Χ. Αλήθεια. Χωρίς μαλακίες. Αλλά θέλει να χωρίσει. Τουλάχιστον έτσι νομίζει. Δεν αντέχει άλλο. Αυτή η σχέση τον πνίγει. Δεν ξέρει πότε ακριβώς άρχισε να αισθάνεται έτσι. Πάει καιρός. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν έχει νόημα πλέον. Παρόλα αυτά φοβάται. Στενοχωριέται. Δε θέλει να την πληγώσει. Όχι επειδή τη λυπάται. Αν τη λυπόταν θα είχε φύγει εδώ και καιρό. Στενοχωριέται γιατί την αγαπάει. Κι αυτή τον αγαπάει. Τον λατρεύει. Είναι προσκολλημένη πάνω του. Ζει και αναπνέει γι’ αυτόν. Κάπου εκεί τον έχασε. Δεν ξέρει τι να κάνει. Ξέρει ότι μαζί της δε μπορεί να έχει αυτό που θέλει. Αυτή του τα δίνει όλα. Αυτός όμως δεν ξέρει τι θέλει. Είναι σε δίλλημα. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Ο Πέτρος σε λίγο καιρό κλείνει δύο χρόνια με την Ψ. Έχουν μια ισορροπημένα ανισόρροπη σχέση. Σοβαρά. Αυτοί οι δύο καταφέρνουν να μη συγχρονίζονται, με μαθηματική ακρίβεια. Στην αρχή γούσταρε τρελά η Ψ. Αυτή του τα έριξε. Γυναίκα που παίρνει αυτό που θέλει. Όχι μαλακίες. Ο Πέτρος ανταποκρίθηκε γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο εκείνο τον καιρό. Η Ψ τσίτα γκάζι. Ο Πέτρος στο ρελαντί. Κάποια στιγμή άρχισε να γκαζώνει αυτός και η Ψ να πατάει φρένο. Εκεί που συναντήθηκαν πέρασαν τους δύο καλύτερους μήνες της σχέσης τους. Η διαδικασία όμως συνεχίστηκε. Ο Πέτρος γκάζι. Η Ψ φρένο. Ο Πέτρος έτοιμος για μετωπική στον τοίχο. Η Ψ έτοιμη να σβήσει τη μηχανή. Ούτε καν για ρελαντί και βλέπουμε. Δεν είναι χαζός. Καταλαβαίνει τι παίζει κι αναρωτιέται αν είναι πλέον αργά. Δεν ξέρει όμως τι να κάνει. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Ο Σάκης ήταν με τη Ζ σχεδόν ένα χρόνο. Μεγάλη ιστορία η Ζ. Το παρελθόν τους έδινε υλικό για τρία άρλεκιν τουλάχιστον. Χαθήκαν. Αλλά ξαναβρεθήκαν μετά από καιρό. Και σημασία έχει ο τελευταίος χρόνος. Το πήραν από την αρχή. Κι όπως κάθε αρχή, όλα ήταν καλά. Στην αρχή. Μετά ρουτίνιασαν. Και λίγο πιο μετά χώρισαν. Μαλακίες. Δε χώρισαν. Η Ζ χώρισε το Σάκη. Αυτός δεν ήθελε. Να χωρίσουν. Κι αυτή δεν ήθελε. Το Σάκη. Η μοναδική κοπέλα που πραγματικά αγάπησε τον άφησε. Αυτός τη διεκδίκησε. Όσο μπορούσε. Δεν κατάφερε τίποτα. Έχουν κόψει κάθε επαφή. Τον πλήγωσε κι ακόμη είναι πληγωμένος. Παρόλο που έχουν περάσει κάποιοι μήνες. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται έτσι. Δεν του έχει ξανασυμβεί. Δεν ξέρει πως να το αντιμετωπίσει. Δεν είναι καλά. Κωλοκατάσταση.

Οι τρεις φίλοι μόλις τελείωσαν το ταβλάκι τους. Τα κλασσικά. Γιώργος, Πέτρος τα πούλια. Σάκης τα ζάρια. Το παιχνίδι έληξε με πανηγυρική νίκη του Γιώργου.
«Τι ήταν αυτό το σημερινό ρε φίλε; Γιατί τόσο χάλια; Κατάλαβες τι έγινε;» παίζει με το πτώμα του αντιπάλου του ο Γιώργος.
Ο Πέτρος προσπαθεί να σηκωθεί από τις στάχτες του. «Ε βέβαια. Αφού είχα τον παπάρα να φέρνει τις πεντάρες και τις εξάρες σε σένα κι εγώ να προσπαθώ να βολευτώ με άσσο δύο και στις καλές ζαριές με τρία δύο.»
«Παρακαλώ να μην κατηγορείτε τα ζάρια. Οι μεγάλοι παίχτες βολεύονται με όλα» υπερασπίζει τη θέση του ο Σάκης.
«Καλά σου λέει ρε άχρηστε. Άσε τα ζάρια. Αφού ταξίδευες την ώρα που παίζαμε» δίνει τα αίτια της ήττας ο νικητής και κοιτάει με νόημα προς το Σάκη.

Αυτός πιάνει το υπονοούμενο κι επεμβαίνει. «Αλήθεια ρε φιλαράκι. Τι γίνεται με την Ψ; Τα ίδια;»
Ο Πέτρος δεν έχει όρεξη να μιλήσει. Παραμένει σκυφτός να χαζεύει το τσιγάρο που καίγεται στο χέρι του.
Ο Γιώργος επιμένει. «Πες ρε μαλάκα. Τι παίζει;»
«Γαμήστε το. Άλλη φορά» απαντάει ο σκυφτός. Είπαμε. Δεν έχει όρεξη να μιλήσει.
Έχει όμως όρεξη να ρωτήσει. Και το κάνει. «Εσύ Γιωργάκη; Πως πάει με τη Χ;»
«Άσε τη Χ προς το παρόν. Το θέμα είναι πως πάει με το μυαλό του» εστιάζει στην ουσία ο Σάκης.
«Γαμήστε το και το δικό μου. Άλλη φορά» δίνει τελεσίδικη απάντηση ο Γιώργος χωρίς να αφήνει περιθώρια γι’ άλλες ερωτήσεις.
Κάποιος έμεινε. Πρώτος το αντιλαμβάνεται ο Πέτρος. «Εσύ φιλαράκι» απευθυνόμενος στο Σάκη «πως είσαι;»
«Ναι ρε αγορίνα, πες κάτι. Μας έχεις αγχώσει λίγο τον τελευταίο καιρό» λέει κι ο άλλος με πραγματική και γνήσια ανησυχία για το φίλο του.
«Εγώ μια χαρά τα γάμησα τα δικά σας. Σειρά σας τώρα να γαμήσετε και το δικό μου. Άλλη φορά» και κλείνει οριστικά και τελεσίδικα τις ερωταπαντήσεις για τις γυναίκες.

Δε ξαναμίλησαν. Είχε περάσει η ώρα. Σε λίγο θα βράδιαζε. Πρώτος έφυγε ο Γιώργος. Γύρισε στο σπίτι του. Εκεί τον περίμενε η Χ με έτοιμο φαγητό. Χάζεψαν τηλεόραση και η Χ ξάπλωσε νωρίς γιατί ήταν κουρασμένη. Αυτός έμεινε μόνος του στο σαλόνι να σκέφτεται. Παίρνει το κινητό και στέλνει ένα μήνυμα. Σε κάποιον. Σε λίγα λεπτά λαμβάνει μήνυμα. Όχι από τον κάποιο. Από άλλον. Ο Πέτρος επιστρέφει σπίτι του. Παίρνει τηλέφωνο την Ψ να της πει να βρεθούνε. Αυτή δε μπορεί γιατί έχει κανονίσει. Τον πειράζει και δεν τον πειράζει. Τον πειράζει γιατί ήθελε να τη δει. Δεν τον πειράζει γιατί είναι ευκαιρία να σκεφτεί κάποια πράγματα. Περνάει ώρα. Χτυπάει το κινητό του. Μήνυμα. Το διαβάζει. Στέλνει κι αυτός μήνυμα. Όχι στο ίδιο άτομο. Ο Σάκης άργησε να γυρίσει σπίτι του. Δεν έκανε κάτι συγκεκριμένο. Απλά περπατούσε. Μόνος του. Παρέα με τις σκέψεις του. Για τη Ζ. Για ποια άλλη; Φτάνει σπίτι του. Βγαίνει στη μικροσκοπική βεράντα του για ένα τελευταίο τσιγάρο. Δόνηση. Μήνυμα. Από τον ένα. Στέλνει κι αυτός. Στον άλλο.

Μήνυμα Γιώργου προς Πέτρο.
Φιλαράκι κάνε κάτι. Μην το αφήνεις έτσι. Θα φθαρεί και θα φύγει. Αν τη θέλεις διεκδίκησέ τη. Προσπάθησε να αναβιώσεις αυτό που είχατε. Και να μην τα καταφέρεις θα ξέρεις ότι προσπάθησες. Ό,τι και να γίνει, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Μήνυμα Πέτρου προς Σάκη.
Φιλαράκι μας έχεις τρελάνει. Μας έχεις αγχώσει. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Δε στα λέω για να σε βαρύνω. Στα λέω γιατί ξέρουμε τι περνάς. Καταλαβαίνουμε. Και θα το περάσεις κι αυτό όπως όλα τα άλλα. Χρόνο και υπομονή θέλει. Εμάς γράψε μας κανονικά. Όπως και να ’χει όμως, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Μήνυμα Σάκη προς Γιώργο.
Φιλαράκι άφησέ τη να φύγει. Δεν έχει νόημα. Θα πληγωθείς πολύ. Κι αυτή θα πληγωθεί ακόμη περισσότερο. Αλλά στο τέλος θα είναι καλύτερα και για τους δύο. Δεν ξέρω. Μπορεί να λέω και μαλακίες. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Ό,τι και ν’ αποφασίσεις, μη ξεχνάς. Εδώ είμαστε εμείς. Ακριβώς δίπλα σου..

Κι έτσι έκλεισε ο κύκλος. Και πέσανε για ύπνο. Λίγο καλύτερα και λίγο χειρότερα απ’ ότι ήταν πριν. Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα. Κι ας μην ξεχνάμε. Εκεί είναι αυτοί. Ο ένας δίπλα στον άλλο.

Λίγο τυχεροί. Ένα φιλί άτυχοι. Μια αγκαλιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

3 Οκτ 2008

Στιγμές

Κάποτε ήταν ένα νόμισμα. Είχε δύο όψεις. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Μαζί είχαν την τέλεια αξία. Μπορούσαν να αγοράσουν τα πάντα. Μπορούσαν να έχουν τα πάντα. Αλλά ήρθε η στιγμή να στρίψει. Κι όταν έπεσε, η μία πλευρά πλάκωσε την άλλη. Κι η μια πλευρά δεν ξαναφάνηκε..

Κάποτε ήταν ένα κάστρο. Μεγάλο. Επιβλητικό. Με την τεράστια πύλη του. Τις άρτιες πολεμίστρες του. Τους ψηλούς πύργους του. Αλλά ήταν από άμμο. Κι ήρθε η στιγμή που το κύμα το έφτασε. Το κατάπιε. Και το πήρε μαζί του στη λήθη..

Κάποτε ήταν ένα σπίτι. Πανέμορφο. Με πολλά δωμάτια. Τεράστιους χώρους. Όλες τις ανέσεις. Υπέροχη αυλή. Αλλά τα υλικά του δεν ήταν καλά. Φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα. Κι ήρθε η στιγμή που φύσηξε. Κι όλα άγγιξαν το έδαφος..

Κάποτε ήταν ένα λουλούδι. Με καταπράσινο κορμό. Μεγάλα φύλλα. Συμμετρικά πέταλα. Γεμάτο χρώματα. Γεμάτο μυρωδιές. Αλλά είχε φυτρώσει στην έρημο. Κι ήρθε η στιγμή που ο ήλιος από φίλος, έγινε εχθρός. Ξεράθηκε. Και το κιτρινισμένο σώμα έμεινε μόνο του. Να θυμίζει κάτι από ζωή..

Κάποτε ήταν ένα ερώτημα. Μεγάλο. Καίριο. Περιείχε από μόνο του τη μισή αλήθεια. Περίμενε. Κι ήρθε η στιγμή να απαντηθεί. Αλλά η απάντηση δεν ήταν γνωστή. Η σιωπή δεν πρόσθεσε τίποτα. Και ξεχάστηκε..

Κάποτε ήταν μια στιγμή. Δυνατή. Γεμάτη. Με ουσία. Αλλιώτικη από τις άλλες. Αλλά ο χρόνος αμείλικτος. Η στιγμή πέρασε. Κι ήρθε η επόμενη. Αδύναμη. Άδεια. Ανούσια. Συνηθισμένη. Ήταν όμως επίμονη. Κι ο χρόνος της έκανε τη χάρη. Την άφησε να μείνει..

Κάποτε ήταν κάτι..
Τώρα;