29 Σεπ 2008

Το τρίο κι ο αδερφός του αδερφού (05)

Ο Γιώργος είναι στο σπίτι του αδερφού του. (Πληροφορίες για τον αδερφό του Γιώργου : Είναι μεγαλύτερος. Ωραίο παιδί. Την έχει την επιτυχία του με τις γυναίκες. Τελειώνει το διδακτορικό του και σε λίγους μήνες μπαίνει φαντάρος. Τα τελευταία τρία χρόνια είναι με μια κοπέλα. Εδώ κι ένα χρόνο συγκατοικούν. Μετά το φανταρικό του, θα παντρευτούν). Μόλις είδε κάτι που τον τάραξε. Μόνο τον τάραξε; Σκοτοδίνη του ήρθε. Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και λίγα λέμε. Φεύγει πανικόβλητος. Με κάποιον πρέπει να μιλήσει γι’ αυτό που είδε. Βγαίνει στο δρόμο και παίρνει τηλέφωνο τον Πέτρο.

«Ναι;» ακούγεται από την άλλη γραμμή.
«Έλα ρε, που είσαι και τι κάνεις;» ρωτάει με μισή ανάσα ο πανικόβλητος.
«Αυτό μόνο πες μου! Τέλλλος!» θυμήθηκε ένα βιντεάκι από το γιουτιούμπι ο χιουμορίστας.
«Ξεκόλλα δεν είμαι για τέτοια τώρα. Λέγε που είσαι και τι κάνεις» επιμένει ο αγχωμένος.
«Σπίτι και γαμάω περίεργους» συνεχίζει στο ίδιο στυλ ο εξυπνάκιας.
Ο Γιώργος το έπιασε το λογοπαίγνιο αλλά αποφάσισε να μην ασχοληθεί. Η τρέλα τού βάραγε επιτακτικά την πόρτα. «Ωραία» του λέει «σε δέκα κατέβα. Έρχομαι να σε πάρω να πάμε στο δικό μου. Θα πάρω και τον άλλο. Θέλω να μιλήσουμε.»
«Γιατί ρε; Έγινε κάτι;» απόρησε ειλικρινά το εξυπνοπούλι.
«Πολύ περίεργος μου ακούγεσαι» έστησε έντεχνα την παγίδα του κι έπιασε τον έξυπνο Πέτρο από τη μύτη. Κλείνει το τηλέφωνο και στα καπάκια παίρνει το Σάκη.

«Όχι!» Κλασσικός Σάκης. Οι άλλοι δηλαδή γιατί λένε ‘Ναι;’; Καμιά φορά, όταν είχε κέφια έλεγε ‘Πίσω’ σε αντίθεση του ‘Εμπρός’. Στο τσακίρ κέφι έλεγε ‘Παρακαλώ’, σαν φυσιολογικός άνθρωπος, για να τους τρελαίνει όλους και να νομίζουν ότι έχουν πάρει λάθος.
«Που είσαι;» ρωτάει ο Γιώργος.
«Σπίτι σου» απαντάει ο Σάκης.
‘Τι έγινε τώρα; Πως διάολο βρέθηκε αυτός σπίτι μου;’ αναρωτιέται ο αγχωμένος. Αλλά δε ρώτησε. Εδώ η γη βρισκόταν παντού εκτός από κάτω από τα πόδια του κι αυτός θα ασχολείται με λεπτομέρειες; «Ωραία» λέει και σ’ αυτόν «φτιάξε καφέδες κι ερχόμαστε τώρα με τον Πέτρο.»
«Δεν έχει ζάχαρη»
‘Μα τι διάολο γίνεται εδώ πέρα; Εδώ δεν ήξερε αυτός ότι του τελείωσε η ζάχαρη και το ξέρει ο Σάκης;’ Αλλά πάλι δε ρώτησε. Λεπτομέρειες. «Να πας να πάρεις. Σ’ ένα τέταρτο θα είμαστε εκεί» κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Το ’πε και το ’κανε. Σ’ ένα τέταρτο ήταν εκεί με τον Πέτρο. Αλλά κι ο Σάκης κύριος. Τρία καφεδάκια, μερακλίδικα, περίμεναν υπομονετικά, παρέα με καθαρά τασάκια, πάνω στο τραπεζάκι. Κάθισαν στους καναπέδες, άναψαν τσιγάρο ταυτόχρονα κι όλα ήταν έτοιμα να αρχίσει η κουβέντα.
«Τι έγινε ρε φίλε; Γιατί μας μάζεψες εδώ πέρα έτσι ξαφνικά;» μπαίνει πρώτος στο χορό ο Πέτρος.
«Ναι ρε μαλάκα. Κι εγώ δε σας περίμενα σπίτι σου τέτοια ώρα. Τι παίζει;» συνεχίζει με επιδέξια πιρουέτα και περισσό θράσος ο Σάκης.
Ο Γιώργος παίρνει βαθιά ανάσα, ρίχνει μια στροφή πονεμένης ζεμπεκιάς, αλά μάνα γιατί με γέννησες, και ξεκινάει. «Είμαι στο σπίτι του αδερφού μου για να πάρω κάτι παπούτσια που του είχα δώσει. Κι εκεί που ψάχνω στη ντουλάπα, ανοίγω ένα κουτί και τι βλέπω μέσα;»
«Τι..»
«..βλέπεις;» αλληλοσυμπληρώνονται οι άλλοι δύο.
«Ένα δονητή, ΝΑ με το συμπάθιο» και δείχνει ένα ΝΑ που χρειαζόταν και το συμπάθιο του γείτονα.

«Σοβαρά μιλάς τώρα;» ρωτάει σοβαρά ο Πέτρος. Από την άλλη ο Σάκης προσπαθεί να πνίξει ένα γελάκι.
«Σου φαίνομαι για τύπος που κάνει πλάκα αυτή τη στιγμή;» απαντάει με σοβαρή ερώτηση ο Γιώργος.
Ο Σάκης τώρα προσπαθεί να στραγγαλίσει ένα νέο γελάκι. Αλλά παίρνει κι αυτός το σοβαρό του. «Κάτσε ρε φίλε. Όλο και κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει.»
«Θα σου δώσω εγώ τώρα τη λογική εξήγηση» πετάγεται ο αδερφός της αγνώστου σεξουαλικής ταυτότητας αδερφού. «Πάει το αδερφάκι μου. Αποφάσισε να το γυρίσει τώρα στα γεράματα.»
«Μη λες μαλακίες» επεμβαίνει ο Πέτρος. «Εδώ όταν ήμασταν πιτσιρικάδες ρίχναμε μαλακίες με τις γκόμενες που κυκλοφορούσε ο αδερφός σου και τώρα ξαφνικά αποφάσισε να το γυρίσει; Πες κι εσύ τίποτα ρε» και γυρνάει προς το Σάκη.
«Βεβαίως. Έτσι είναι» επιβεβαιώνει αυτός δολοφονώντας εν ψυχρώ ένα νέο κύμα γέλιου.
«Γιατί ρε; Πολύ θέλει να του στρίψει του ανθρώπου; Τόσο καιρό, με όλες αυτές τις παπαριές που διαβάζει, έπηξε το κεφάλι του κι αποφάσισε να πειραματιστεί με νέα πράγματα για να ξεδώσει» προσπαθεί να λύσει το μυστήριο ο απεγνωσμένος αδερφός. «Κι όχι τίποτα άλλο. Σε λίγο φεύγει και για φαντάρος. Η μάνα μου θα κοιμάται ήσυχη ότι τα σύνορα είναι ασφαλή, ο πατέρας μου θα καμαρώνει κι ο αδερφός μου θα είναι η χαρά του στρατοπέδου. Να μη μιλήσω για τη μέλλουσα γυναίκα.»

«Αυτό είναι ρε χαζέ» πετάγεται με στόμφο ο Πέτρος.
«Ποιο;» ρωτάει με αγωνία ο Σάκης κι ένα νέο γελάκι εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.
Ο Γιώργος καμία αντίδραση. Περιμένει να ακούσει. Ο Ηρακλής Πετρουώ κοιτάει έναν έναν το κοινό του και δίνει τη λύση του μυστηρίου. «Τον έχει πάρει δώρο στη γκόμενά του για να της κρατάει συντροφιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα όταν αυτός θα υπηρετεί τη μαμά πατρίδα.»
«Αποκλείεται» αποκλείει την εκδοχή ο Γιώργος κι ο ένοχος ήδη βρίσκεται για τρέλες στις Σεϋχέλλες.
«Γιατί αποκλείεται;» ρωτάει απογοητευμένος ο δαιμόνιος ντετέκτιβ Πίκος Πετρίκος.
«Ο δονητής δεν ήταν απλά μεγάλος. Ήταν τεράστιος. Θα πρέπει να είναι μαλάκας για να κάνει δώρο στη γκόμενά του ένα τόσο μεγάλο δονητή. Η σύγκριση θα ήταν αναπόφευκτη και δεν θα τον κολάκευε καθόλου.»
Ένα νέο γέλιο δεν πρόλαβε ποτέ να δει το φως της ημέρας. Ο Σάκης κάτι πάει να πει αλλά τον προλαβαίνει ο Πέτρος. «Κάτσε ρε μαλάκα. Επειδή εσύ βγήκες μικροτσούτσουνος, σημαίνει ότι είναι κι ο αδερφός σου; Μπορεί το παλικάρι να είναι χαρισματικό.»
«Δε παίζει σου λέω» αποκλείει κάθε ενδεχόμενο ο απογοητευμένος αδερφός.
«Κι εσύ πως το ξέρεις;» κατάφερε να ρωτήσει ο Σάκης τη στιγμή ακριβώς που ξεκοίλιαζε ένα νέο κύμα γέλιου.
«Αν την είχε τόσο μεγάλη, όλα αυτά τα χρόνια, θα περνάγαμε από δίπλα του και θα μας γαμούσε καταλάθος.»

Ο Σάκης δεν άντεξε άλλο. Είχε βαρεθεί τις δολοφονίες και ξεσπάει. Αρχίζει να γελάει σα βλάκας. Ο Πέτρος τον σκουντάει. «Καλά ρε μαλάκα. Εδώ ο άλλος πεθαίνει κι εσύ γελάς;»
Ο Σάκης κάτι πάει να πει αλλά πλέον δεν το ελέγχει. Το γέλιο παίρνει την εκδίκησή του για την άδικη γενοκτονία του. Ο πονεμένος Γιώργος τσαντίζεται. «Αν δε σταματήσεις να γελάς, μα την αλήθεια, θα πάω να πάρω έναν ακόμη μεγαλύτερο δονητή και θα είναι όλος δικός σου» απειλεί.
«Δεν υπάρχει» απαντά ο Σάκης ανακτώντας προσωρινά τον έλεγχο.
«Τι δεν υπάρχει;» ρωτάει με απορία ο Πέτρος.
«Μεγαλύτερος δονητής»
«Κι εσύ που το ξέρεις;» ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός του αδερφού.
«Γιατί το έψαξα και βρήκα τον μεγαλύτερο για το αδερφάκι σου» δίνει τα πρώτα στοιχεία για την εξιχνίαση ο Σάκης.
«Και γιατί ρε παπάρα πήρες δονητή στον αδερφό μου;»
«Γιατί σε λίγο καιρό θα μπει φαντάρος και θα πρέπει να είναι συνηθισμένος» λύνει το μυστήριο ο Σάκης. Και για να μην υπάρχει ενδεχόμενο έφεσης συνεχίζει. «Είχε και καρτούλα μέσα αλλά φαίνεται δε πρόλαβες να τη διαβάσεις.»

Ο Γιώργος δε λέει τίποτα. Ανάβει τσιγάρο και χαλαρώνει. Η γη επέστρεψε κάτω από τα πόδια του. Ο Πέτρος χαμογελάει. Αναδρομικά. Αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί. Δεν του πάει το ντεντεκτιβιλίκι. Ο Σάκης σηκώνεται και βγαίνει στη βεράντα. Συνεχίζει το πότισμα των φυτών που του είχε διακόψει το τηλεφώνημα του Γιώργου. Γι’ αυτό είχε πάει εκεί. Είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους από το καλοκαίρι που τα φρόντιζε.
«Είσαι μαλάκας» ακούει το Γιώργο να φωνάζει από το σαλόνι.
«Εκ γενετής» ακούει τον Πέτρο να συμφωνεί από το σαλόνι.
«Το ξέρω» καθησυχάζει και τα δύο φιλαράκια του από τη βεράντα.

Λίγο ομοφοβικοί. Μια μπαταρία ανισόρροποι. Μια δόνηση μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

23 Σεπ 2008

Το τρίο κι οι τραμπούκοι (04)

Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Δηλαδή εννιά ώρες πριν το μεσημέρι. Σκοτάδι. Τρεις τύποι περπατάνε στο δρόμο. Σκοτεινός κι αυτός. Μιλάνε μεταξύ τους. Δε λένε τίποτα το σοβαρό. Μαλακίες για να περάσει η ώρα μέχρι να φτάσουν σπίτια τους. Τα ’χουν πιει τα ποτάκια τους. Δεν είναι μεθυσμένοι. Αλλά μια χαλαρότητα την έχουν. Μια ευδιαθεσία ρε παιδί μου. Μέσα στη σκοτεινή ατμόσφαιρα εμφανίζονται από τη γωνία δύο τύποι. Αυτοί κι αν είναι σκοτεινοί. Οι δύο σταματάνε μπροστά στους τρεις. Οι τρεις αναγκαστικά σταματάνε και κοιτάνε τους δύο. Κάτι θα παίξει τώρα.

Τη σιγαλιά της νύχτας τσακίζει ο ένας από τους δύο σκοτεινούς τύπους με την επιτηδευμένα άγρια φωνή του. «Μάγκες τα κινητά και τα λεφτά σας. Και γρήγορα.»
Ο Γιώργος με τον Πέτρο κοιτιούνται και χαμογελούν. Ο Σάκης δε χρειάζεται να τους κοιτάξει. Ξέρει ήδη τι σκέφτονται κι αναλαμβάνει τα ινία. «Λοιπόν παίδες είστε πολύ τυχεροί. Σας έχω εδώ πέρα ένα μοντελάκι μούρλια. Είναι λίγο παλιό αλλά τη δουλειά του την κάνει.»
«Ρε πας καλά;» πετάγεται ο Πέτρος. «Σιγά μην ασχοληθούν τα παιδιά με την παντόφλα σου. Τους έχω εδώ πέρα πράγμα που σαλεύει. Φουλ εξοπλισμένο κινητό με όλα τα κομφόρ. Θα τους κρατήσει μια ζωή.»
Ήταν η σειρά του Γιώργου. «Μαλάκες ξεκολλάτε. Τα παιδιά από εδώ μας ζήτησαν όσο πιο ευγενικά μπορούσαν τα κινητά μας κι εσείς πάτε να ξεφορτωθείτε τις μπακατέλες σας.» Και συνεχίζει απευθυνόμενος στους τύπους. «Μάγκες το δικό μου θα πάρετε γιατί θα παρεξηγηθώ. Τελευταίας τεχνολογίας, 3G, με καμερούλα, καρτούλα 2GB για τις φωτογραφίες σας και τη μουσική σας, πληκτρολόγιο αφής και τα ρέστα. Κι επειδή είστε κι ομορφόπαιδα θα σας κάνω δώρο και το hands free.»

Οι σκοτεινοί τύποι απορούν για λίγο αλλά δε μασάνε. Το λόγο παίρνει, για πρώτη φορά, ο άλλος. Ο σκοτεινότερος. «Μας δουλεύετε ρε; Θέλετε να γίνει με τον άσχημο τρόπο;»
«Παιδιά μπορώ να μιλήσω;» ζητάει την άδεια των φίλων του ο Σάκης.
«Βεβαίως» απαντάει ο Γιώργος.
«Παρακαλώ» προτρέπει ο Πέτρος.
«Πρώτον. Δε θα τολμούσαμε ποτέ να σας δουλέψουμε. Δεύτερον δε θέλουμε να γίνει τίποτα με τον άσχημο τρόπο. Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Και τρίτον. Αν δε με απατάει η μνήμη μου, εκτός από τα κινητά μας είχατε ζητήσει και τα λεφτά μας. Δυστυχώς εδώ, τουλάχιστον εγώ, θα σας στενοχωρήσω. Δεν έχω μία πάνω μου. Μου τα έφαγε όλα η γκαρσόνα στο μαγαζί που τα πίναμε. Πολύ ωραίο μπαράκι. Να πάτε!»
Ο σκοτεινότερος κολλάει λίγο αλλά έχει αρχίσει και να τα παίρνει. «Θα πάμε ρε. Με τα λεφτά που θα μας δώσετε.»
«Και βεβαίως θα πάτε» επεμβαίνει ο Πέτρος. «Και η πρώτη γύρα είναι κερασμένη από μένα. Ένα εικοσάρικο έχω. Χαλάλι σας. Αλλά να αφήσετε και πουρμπουάρ στην κοπέλα. Μη τσιγκουνευτείτε.»
«Μάγκες ρέστα από πενηντάρικο έχετε;» πετάγεται ο επιχειρηματίας Γιώργος.
«Τι έγινε;» ρωτάει απορημένος ο λιγότερο σκοτεινός.
«Λέω αν έχετε ρέστα από πενηντάρικο. Αυτά έχω πάνω μου αλλά πρέπει να πληρώσω και το λογαριασμό του κινητού αύριο γιατί θα το κόψουν. Εγώ για σας το λέω! Για να έχετε να παίρνετε και τα τηλεφωνάκια σας. Αν δε σας νοιάζει σας το δίνω έτσι και τα τρώτε όλα στο μπαρ. Θα κεράσετε και σφηνάκια όπου γουστάρετε. Γαμώ θα περάσετε!»
Ο σκοτεινότερος αρχίζει να τα παίρνει πιο πολύ. «Ρε τι μαλακίες είναι αυτές που μας τσαμπουνάτε τόση ώρα; Μάλλον δεν έχετε καταλάβει τι γίνεται εδώ πέρα.»

«Ααα, τώρα μας προσβάλεις» δηλώνει με θιγμένο ύφος ο Πέτρος. «Για χαζούς μας έχεις περάσει;»
Ο Σάκης παίρνει το σοβαρό του. «Μάλλον εσείς δεν έχετε καταλάβει τι παίζει.»
«Αποκλείεται να μην έχουν καταλάβει. Είναι έξυπνα παιδιά» συνεχίζει ο Πέτρος. «Πάρε για παράδειγμα αυτόν» και δείχνει τον σκοτεινό. «Στάνταρ έχει τελειώσει με άριστα το μαθηματικό και ήδη σκέφτεται ότι είναι δύο ενώ εμείς είμαστε τρεις.»
«Από την άλλη, αυτός εδώ» αρπάζει το λόγο πάλι ο Σάκης δείχνοντας τον σκοτεινότερο «αριστούχος της ψυχολογίας με μεταπτυχιακά στην κοινωνιολογία, έχει αρχίσει να αναρωτιέται αν έχει μπλέξει με βλάκες ή τρελούς. Γιατί αν είμαστε βλάκες τότε θα φύγει από εδώ με κινητά και λεφτά. Αλλά αν είμαστε τρελοί, τότε τι γίνεται; Ε; Τι γίνεται; Ποιος θα έχει το πρόβλημα τότε;» ρωτάει επιτακτικά κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ήρθε η σειρά του Γιώργου. Τραβάει το φίλο του πίσω και με ήρεμο και ειρηνικό τόνο αναλύει το σκεπτικό του. «Ένα είναι σίγουρο. Δεν είμαστε βλάκες. Και τώρα θα σας αποκαλύψω την ουσία της μικρής μας αλλά τόσο ευχάριστης κουβέντας. Όπως θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα οι φίλοι μου από ’δω ούτε καλά κινητά έχουν, ούτε λεφτά κουβαλάνε. Ένα ψωροεικοσάρικο έχουν και οι δυο μαζί. Καλά μέχρι εδώ;» Ο ένας πήγε να πει κάτι αλλά ο Γιώργος τον κόβει με μια απότομη κίνηση του χεριού και συνεχίζει. «Εσείς όμως; Οι συνήθειές σας όλο και κανά καλό μοντελάκι θα σας έχουν εξασφαλίσει. Κι όλο και κάτι θα έχετε στις τσέπες σας. Όχι σαν τους καρμίρηδες τους δικούς μου. Τι λέτε; Θέλετε να δείξετε το επίπεδό σας και να δώσετε λίγη χαρά στα φιλαράκια μου;»

Ο Σάκης δεν κρατιέται και γελάει. Δεν ήταν χαρούμενο το γέλιο του. Ήταν περίεργο. Αρρωστημένο. «Κοίτα να δεις πως τα φέρνει η πουτάνα η ζωή. Από θύτες, θύματα.»
«Το καταλάβατε αυτό ή ήταν δύσκολες οι λεξούλες;» ρωτάει ο συμπονετικός Πέτρος. «Γιατί αν ήταν δύσκολες να σας βάλουμε το φίλο μας από εδώ» και δείχνει το Γιώργο «να σας τις εξηγήσει.»
Οι σκοτεινοί έχουν μείνει κάγκελο. Τόσος καιρός τραμπουκισμού δεν τους είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Δεν ήξεραν πως να το αντιμετωπίσουν πλέον. Κοιτιούνται μεταξύ τους με απορία. Δε μιλάνε. Πρώτος στρίβειν ο σκοτεινός. Ακολουθεί δια του αρραβώνος ο σκοτεινότερος.

Οι τρεις τους έμειναν να τους κοιτάνε να φεύγουν. Ένα διεστραμμένο χαμόγελο χάραζε τα χείλη τους. Τρομακτικοί. Δε θα ’θελες με τίποτα να τους πετύχεις το βράδυ μόνος σου.
«Αυτός που έφυγε πρώτος πρέπει να ήταν το μυαλό της παρέας» μίλησε πρώτος ο Γιώργος.
«Και τον ακολούθησαν τα μπράτσα της παρέας» επιβεβαίωσε ο Πέτρος.
«Πάντα έτσι δε γίνεται; Τα μπράτσα ακολουθούν το μυαλό!» φιλοσόφησε ο Σάκης.

Λίγο τρελοί. Ένα χαστουκάκι τραμπούκοι. Μια σπρωξιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Η ιστορία αυτή είναι εμπνευσμένη και αφιερωμένη στο δεκατριάχρονο γειτονάκι μου, που πριν λίγες μέρες γύρισε στο σπίτι του στενοχωρημένο γιατί δύο τύποι πίστεψαν ότι θα λύσουν το οικονομικό και επικοινωνιακό πρόβλημά τους εις βάρος του.

17 Σεπ 2008

Εκεί που..

Θέλω να φύγω από εδώ.
Θέλω να πάω εκεί..

Εκεί που δεν υπάρχει ουρανός να κοιτάς ψηλά. Εκεί που δεν υπάρχει γη να πατάς. Εκεί που το φως δε φτάνει ποτέ στα μάτια σου. Εκεί που ζουν οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπα. Εκεί που η βρωμιά κολλάει πάνω σου. Εκεί που η θάλασσα είναι καυτό λάδι. Εκεί που ο αέρας σε πηγαίνει όπου θέλει. Εκεί που μοσχοβολάνε τα σκουπίδια και βρωμάνε τα τριαντάφυλλα. Εκεί που τα φυτά μεγαλώνουν μαραμένα. Εκεί που η ανάσα μυρίζει καφέ και τσιγάρο. Εκεί που το νερό δεν ξεδιψάει και η τροφή δε χορταίνει. Εκεί που το αίμα είναι διάφανο. Εκεί που τα κόκαλα είναι από στάχτη. Εκεί που το δέρμα έχει αγκάθια. Εκεί που η ζέστη σε παγώνει. Εκεί που τα κτίρια είναι φτιαγμένα από τραπουλόχαρτα. Εκεί που το χρυσάφι σκουριάζει και τα διαμάντια είναι θαμπά. Εκεί που φτύνεις κόντρα στον ανεμιστήρα. Εκεί που οι μελωδίες είναι παράφωνες. Εκεί που η τάξη είναι ακατάστατη. Εκεί που η απουσία είναι παρούσα. Εκεί που πέφτεις μόνο από ψηλά. Εκεί που η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Εκεί που το τέλος δεν είναι μια νέα αρχή. Εκεί που οι ευχές είναι απειλές. Εκεί που οι κατάρες πραγματοποιούνται. Εκεί που τα σοβαρά είναι αστεία. Εκεί που το γέλιο είναι κλάμα χωρίς τον ήχο. Εκεί που οι εφιάλτες κατουράνε στους τάφους των ονείρων. Εκεί που βούλιαξε η βάρκα της ελπίδας. Εκεί που οι επιθυμίες πεθαίνουν στον τοκετό. Εκεί που δεν υπάρχουν απαντήσεις για κανένα ερώτημα. Εκεί που λιποθυμάς για να ξεγελάσεις την αϋπνία. Εκεί που δε μπορείς να χαθείς γιατί δεν έχεις που να πας. Εκεί που ζεις ενώ είσαι νεκρός. Εκεί που οι αναμνήσεις δεν υπάρχουν γιατί δεν υπάρχει παρελθόν. Εκεί που δεν υπάρχει μέλλον. Εκεί που ο φοίνικας έμεινε στις στάχτες του. Εκεί που δεν υπάρχει οίκτος. Εκεί που τα αισθήματα είναι κάλπικα. Εκεί που ο έρωτας είναι ένας πορνόγερος χωρίς βέλη. Εκεί που η αγάπη είναι κοροϊδία. Εκεί που η λύτρωση είναι μαρτύριο. Εκεί που οι ψυχές είναι καυσαέρια. Εκεί που τα νύχια σκίζουν τις σάρκες. Εκεί που οι πληγές σαπίζουν. Εκεί που τα δάκρυα είναι ξινός ιδρώτας. Εκεί που το φιλί είναι δηλητηριώδες. Εκεί που η αγκαλιά είναι ασφυκτική. Εκεί που το γαμήσι είναι βασανιστήριο. Εκεί που τα βλέμματα είναι τυφλά. Εκεί που τα λόγια δεν έχουν νόημα. Εκεί που το νόημα δεν έχει ουσία. Εκεί που η ουσία έχει χαθεί. Εκεί που ζεις για το τίποτα. Εκεί που ο σκοπός είναι μάταιος. Εκεί που ο θόρυβος δε φτάνει ποτέ στα αυτιά σου. Εκεί που η ησυχία είναι εκκωφαντική. Εκεί που οι στιγμές κρατάνε μια αιωνιότητα. Εκεί που η ζωή δεν είναι ζωή. Εκεί που ο θάνατος είναι θάνατος. Εκεί που το χάος βασιλεύει.

Εκεί που δεν είσαι εσύ.
Εκεί που θα μπορώ να μη σκέφτομαι..

Εκεί θέλω να πάω.
Και να μείνω λίγο μόνος..

Μέχρι να..

15 Σεπ 2008

Το τρίο κι οι τρεις ευχές (3.5)

Τρεις φίλοι. Τρεις υπολογιστές. Τρεις κάμερες. Τρία μικρόφωνα. Τρεις ευχές.

«Ψιιιιιιιτ!!! Είστε εκεί;» φωνάζει ο Γιώργος.
«Τι φωνάζεις ρε αγόρι μου; Κουφοί είμαστε;» παίρνει απάντηση από τον Πέτρο.
«Ελέγχω ρε παπάρα να δω αν με ακούτε και με βλέπετε. Ο άλλος συνδέθηκε; Γιατί δε μιλάει;»
«Πουτάνα τεχνολογία!» μονολογεί ο Σάκης πιο πολύ προς τον εαυτό του παρά ως απάντηση προς τους άλλους. «Και γιατί δε βρεθήκαμε να τα πούμε από κοντά και στεκόμαστε σαν τους χαζούς μπροστά από αυτά τα μηχανήματα του διαβόλου;» απευθύνεται στη συνέχεια ξεκάθαρα προς τους άλλους.
«Δε προλαβαίναμε. Αφού θα τα πούμε το βράδυ από κοντά. Λοιπόν, τώρα που βρεθήκαμε πρέπει να κάνουμε τρεις ευχές.»
«Για την προσκλησούλα μιλάς; Που πρέπει να κάνουμε μία ευχή για μας, μία για τους φίλους και μία για τους εχθρούς μας;» ρωτάει για επιβεβαίωση ο Πέτρος ενώ είναι σίγουρος.
«Α μπράβο» τον σιγουρεύει ο Γιώργος παρόλο που ήταν σίγουρος ότι ο Πέτρος ήταν σίγουρος.
«Τι είναι αυτά ρε παιδιά; Εγώ γιατί δεν έχω ιδέα;» απορεί ο Σάκης.
«Θα σου εξηγήσουμε το βράδυ» δίνει μια πρόχειρη εξήγηση ο Γιώργος. «Στο θέμα μας τώρα. Ποιος θα ξεκινήσει; Άντε Πέτρο. Ξεκίνα με την ευχή για μας.»

«Ωραία ωραία. Το ’χω. Η ευχή είναι : Να συνεχίσουμε να είμαστε.»
«Τι;» ρωτάνε οι άλλοι δύο ταυτόχρονα και τα ψηφιακά πακέτα φωνής στο διαδίκτυο πήραν φωτιά.
«Τι τι ρε βλάκες; Δεν έχει συνέχεια. Να συνεχίσουμε να είμαστε. Τελεία. Δεν έχει άλλο. Το αφήνουμε έτσι. Μυστήριο» αναλύει στους ανέπνευστους, την εμπνευσμένη ευχή του ο Πέτρος.
«Α καλά! Θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες» φοβάται ο Σάκης.
«Αυτό βλέπω κι εγώ» προβλέπει το μέλλον ο Γιώργος.
«Ρε άι σηχτίρ. Να δω και τις δικές σας. Έλα Γιωργάκη, για κάνε την ευχή για τους φίλους» διώχνει τα φώτα της δημοσιότητας από πάνω του ο Πέτρος και τα κατευθύνει προς το Γιώργο.

«Έχουμε και λέμε. Η ευχή για τους φίλους είναι : Να συνεχίσουν να μας αντέχουν.»
«Γιατί ρε; Τι έχουμε και πρέπει να μας αντέχουν; Μια χαρά παιδιά είμαστε» το λέει και δεν το πιστεύει ο Σάκης.
«Έτσι νομίζεις;» επεμβαίνει ο Πέτρος.
«Όχι» απαντάει ο Σάκης «απλά κάποιος έπρεπε να το πει. Έτσι για την τιμή των όπλων. Μην πάμε και αμαχητί.»
«Κυριλέ. Συμφωνούμε όλοι. Άντε Σάκη, η ευχή για τους εχθρούς έμεινε. Σειρά σου» προτρέπει ο Γιώργος.

«Λοιπόν» παίρνει το σοβαρό του αυτός. «Η ευχή για τους εχθρούς μας είναι : Να είναι καλοί κι άξιοι εχθροί για να έχει ενδιαφέρον.»
«Είσαι μεγάλος αγόρι μου» επικροτεί το φίλο του ο Πέτρος.
«Ό,τι και να πω είναι λίγο. Απλά χειροκροτώ» κι όντως χειροκροτούσε ο Γιώργος.

«Άσε τα παλαμάκια ρε αποτυχία. Λοιπόν μάγκες την κάνω. Μπαίνω για μπανάκι και τα λέμε το βράδυ στο Γκάζι» σφυρίζει τη λήξη ο Πέτρος.
«Καλώς. Τα λέμε παίδες» χαιρετάει πηγαίνοντας προς τα αποδυτήρια ο Γιώργος.
«Θα είναι και το τζίνι μαζί μας το βράδυ;» αναρωτιέται μόνος του στη σέντρα ο Σάκης.

Λίγο κουκουρούκου. Ένα σφύριγμα παιχνιδιάρηδες. Μια φάση μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Αυτό το έκτακτο video conference πραγματοποιήθηκε μετά από πρόσκληση της dot. Δηλαδή η dot κάλεσε εμένα κι εγώ παρέπεμψα την πρόσκληση στο τρίο. Όσοι από τους δεξιά διάβασαν αυτή την ανάρτηση, δεν έχουν παίξει κι έχουν όρεξη να το κάνουν, ας το κάνουν.. Καλή εβδομάδα σε όλους!

12 Σεπ 2008

Το τρίο και το παγκάκι (03)

Καλοκαίρι. Στη μέση του. Απογευματάκι. Πλατεία. Μεγάλο δέντρο. Μεγάλη σκιά. Στη μέση της σκιάς παγκάκι. Πάνω στο παγκάκι τύποι. Τρεις. Κάθονται. Αραχτοί. Άνετοι. Ωραίοι.

Αριστερά. Ο Γιώργος πίνει καφέ. Σκέτο, με λίγο γαλατάκι. Εβαπορέ. Αν δεν πιει το καφεδάκι του το απόγευμα δε μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ. Στη μέση. Ο Πέτρος πίνει τη μπυρίτσα του. Κάθε καλοκαίρι αισθάνεται βασιλιάς. Και υπάρχει βασιλιάς χωρίς την Κορόνα του; Δεξιά. Ο Σάκης πίνει κόκα κόλα. Λάιτ. Λέει ότι πίνει λάιτ γιατί του αρέσει περισσότερο η γεύση της. Μαλακίες. Επειδή έχει μόνο μία θερμίδα το κάνει. Πίνουν, καπνίζουν και παρατηρούν τον κόσμο που περνάει από μπροστά τους.

Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μπαίνει στο οπτικό τους πεδίο. Γύρω στα εβδομήντα πέντε. Περπατούν αργά κι αρμονικά. Ο άντρας κρατάει μπαστούνι. Η γυναίκα την τσάντα της. Και περπατάνε χέρι χέρι.
«Πω ρε φίλε! Την είδες τη μαγκούρα του τύπου; Μια τέτοια θα πάρω κι εγώ όταν μεγαλώσω» ανακοίνωσε τα μεγαλεπήβολα σχέδια για το μέλλον ο Γιώργος.
«Ποια μαγκούρα ρε; Εδώ η μάνα μου έχει την ίδια τσάντα με την κυρία. Κι είναι τριάντα χρόνια μικρότερη. Πολύ ιν η γιαγιά» συμπέρανε ο Πέτρος.
«Καλά ρε τυχάρπαστοι. Την ουσία δεν την πιάσατε;» ρώτησε ο Σάκης και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Είναι τουλάχιστον μισό αιώνα μαζί και η γυναίκα δεν τον πιάνει αγκαζέ. Περπατάνε και είναι πιασμένοι από το χέρι. Αυτοί είναι ακόμη ερωτευμένοι. Απίστευτο;»
«Απίστευτο» συμφώνησε ο ένας.
«Κι όμως αληθινό» συμφώνησε κι ο άλλος.
«Αυτοί τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε από μέσα του ο Σάκης αλλά το είπε δυνατά.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Λίγο πιο μετά περνάνε δύο καθώς πρέπει πενηντάρες. Κυριλέ ρούχα. Μαλλί στην τρίχα. Μυστήριο ύφος. Δεν ήξερες αν είναι τσατισμένες ή ευδιάθετες. Κορμί στητό. Περπάτημα βιαστικό.
«Εγώ πάντως τους λυπάμαι» μίλησε πρώτος ο Πέτρος.
Ο Γιώργος γυρίζει και τον κοιτάει. «Ποιους λυπάσαι πάλι ρε;»
«Τους άντρες τους. Είναι κλασσική περίπτωση γυναικών που τους έχουν σήκω σήκω, κάτσε κάτσε. Στάνταρ.»
«Κι από πού το κατάλαβες αυτό ρε Πουαρώ;» ζήτησε επεξηγήσεις ο Γιώργος.
«Είναι τρελός ο αλγόριθμος που τρέχει από πίσω για να βγει το συμπέρασμα αλλά πίστεψέ με. Έτσι είναι» έλυσε το μυστήριο ο Πέτρος. «Εσύ τι λες ρε Σάκη;»
«Εγώ πειράζει που αν ήμουν ζιγκολό θα τους έδινα την καρτούλα μου; Και σκεφτόμουνα ότι την πρώτη βραδιά θα τους την έκανα δωρεάν.»
«Όλα κι όλα. Πρώτα η ευχαρίστηση και μετά η δουλειά» είπε ο ένας.
«Είσαι μεγάλη ανωμαλάρα φίλε μου» δήλωσε ο άλλος.
«Αυτές τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε και πάλι από μέσα του ο Σάκης αλλά και πάλι το είπε δυνατά.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Και να σου από το πουθενά εμφανίζονται δύο κοριτσάκια. Τρελά γκομενάκια. Σαν τα κρύα τα νερά. Στην ηλικία των δικών μας. Τακουνάκια. Φουστίτσες. Τιραντάκια. Χάρμα οφθαλμών. Περπατούσαν, μιλούσαν και γέλαγαν.
«Πσσσσς. Το κοκκινομάλλικο φυσάει» ακούστηκε από τη μεριά του Γιώργου.
«Γιατί το ξανθό τι κάνει; Φυσάει και ξεσηκώνει» καπάρωσε την ξανθιά ο Πέτρος.
Ο Σάκης ξεφυσάει. «Ωραία ρε. Μια χαρά τις προλάβατε. Εγώ πάλι με το πουλί στο χέρι έμεινα.»
«Χαζός είσαι ρε; Έτσι θα το αφήναμε εμείς το φιλαράκι μας;» είπε ο ένας.
«Θα σε αφήναμε να παίρνεις μάτι» συμπλήρωσε ο άλλος.
«Αυτές τι να σκέφτονται για μας;» Σάκης. Αναρωτήθηκε από μέσα. Μίλησε απ’ έξω.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Φωνές ακουγόντουσαν από μακριά. Πλησίαζαν με ταχύτητα. Δύο πιτσιρικάδες με τα ποδήλατά τους. Φρενάρουν τελευταία στιγμή. Μπροστά τους. Στέκονται για λίγο και τους κοιτάνε. Ορθοπεταλιά κι εξαφανίστηκαν.
«Πως περάσανε τα χρόνια ρε παιδιά; Κι εμείς σ’ αυτή την πλατεία παίζαμε με τα ποδήλατά μας. Θυμάστε;» αναπόλησε ο Πέτρος.
«Ωραία ήταν τότε. Αυτή ήταν ζωή. Χωρίς προβλήματα και χωρίς υποχρεώσεις» θυμήθηκε ο Γιώργος.
«Ξενοιασιά σε όλο της το μεγαλείο. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας ήταν ποιο παιχνίδι θα παίξουμε» θυμήθηκε κι ο Σάκης.
«Να ’ναι καλά τα τσογλανάκια. Με συγκίνησαν» κι έλεγε αλήθεια ο μικρός Γιωργάκης.
«Α στο καλό τους. Κι εμένα» συμφώνησε κι ο μικρός Πετράκης.
«Αυτά τι να σκέφτονται για μας;» αναρωτήθηκε, αυτή τη φορά κατ’ ευθείαν απ’ έξω του ο μικρός Σάκης.
«Τίποτα» πήρε σαν απάντηση.

Λίγο πιο πέρα στην πλατεία.

Ηλικιωμένο ζευγάρι.
Άντρας: Τα είδες τα παλικαράκια στο παγκάκι;
Γυναίκα: Τα είδα και τα θαύμασα!
Άντρας: Ααχ και να ’χαμε τα νιάτα τους.
Γυναίκα: Εμείς τα είχαμε κάποτε τα νιάτα τους. Τώρα είναι η σειρά τους.
Άντρας: Τι θα έκανα χωρίς εσένα;
Γυναίκα: Θα έψαχνες μέχρι να με βρεις.

Καθώς πρέπει πενηντάρες.
Η μία: Τους είδες τους άλλους στο παγκάκι;
Η άλλη: Τι σε πειράξανε τώρα τα παιδιά;
Η μία: Ε δε μπορώ να βλέπω τη νεολαία έτσι. Χυμένοι σε ένα παγκάκι να κοπροσκυλιάζουν.
Η άλλη: Καλοκαίρι είναι. Άσε τα παιδιά να χαλαρώσουν.
Η μία: Τους είδες πως κοιτάγανε;
Η άλλη: Μια χαρά κοιτάγανε. Άσε που ήταν και νοστιμούληδες.

Κοριτσάκια.
Κοκκινομάλλα: Τους είδες πως καρφώνανε;
Ξανθιά: Τους είδα. Αλλά δε μας μιλήσανε.
Κοκκινομάλλα: Αυτοί χάσανε.
Ξανθιά: Και το χειρότερο είναι ότι δε θα το μάθουν ποτέ.
Κοκκινομάλλα: Κρίμα. Κι ο δεξιά δεξιά δε θα με χάλαγε καθόλου.
Ξανθιά: Κι εγώ αυτόν θα διάλεγα.

Πιτσιρικάδες με τα ποδήλατα.
Ο φίλος του ένα: Παραλίγο να τους πατήσουμε.
Ο ένας: Ναι αλλά δεν τους πατήσαμε.
Ο φίλος του ένα: Εμείς πότε θα μεγαλώσουμε να πίνουμε μπύρες και να καπνίζουμε άμα θέλουμε;
Ο ένας: Αργούμε ακόμη. Κι άμα σ’ ακούσει η μαμά σου να λες τέτοια θα έχεις προβλήματα.
Ο φίλος του ένα: Γαμώτο.
Ο ένας: Αυτό λέω κι εγώ. Γαμώτο.

Στο παγκάκι.

Ο Σάκης πίνει την κόκα του σκεφτικός. Κάτι τον απασχολεί. Τραβάει μια τζούρα αέρα κοπανιστού και εξωτερικεύει την απορία του. «Ρε παρατηρήσατε κάτι;» Δεν πήρε καμιά απάντηση και συνέχισε μόνος του. «Όλοι πηγαίναν δυο δυο σαν τους Χιώτες. Εμείς γιατί είμαστε τρεις;»
«Έτσι έκατσε. Η μοίρα το πρόσταξε να γίνει έτσι» ψιλοαδιαφόρησε ο Γιώργος.
«Μήπως πηγαίνουμε ενάντια στις δυνάμεις δυαδικότητας του σύμπαντος;» αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
«Α καλά. Εγώ ρώτησα μια μαλακία κι εσείς το σκίσατε. Αλλά από την άλλη δε γουστάρω να παίζω με το κάρμα. Ειδικά αν είναι του σύμπαντος. Πάω να την κάνω να σας αφήσω τα δυο σας» μονολόγησε ο φιλόσοφος της παρέας.
«Όχι ρε, άραξε. Φεύγω εγώ που κατουριέμαι κιόλας με τις μπύρες» θυσιάστηκε για τους άλλους ο Πέτρος.
«Ρε μην είστε βλάκες. Αράξτε και την κοπανάω εγώ. Ούτως ή άλλως με περιμένουν» πρόταξε το στήθος του ο ανιδιοτελής Γιώργος.
Βολεύτηκαν καλύτερα στο παγκάκι. Καφές. Μπύρα. Κόκα λάιτ. Τσιγάρο. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Μείναν εκεί μέχρι να βραδιάσει.

Λίγο νοσταλγικοί. Μια ιδέα ρομαντικοί. Μια γουλιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

7 Σεπ 2008

Το ντούο κι η εφημερίδα (02)

Ήταν καταμεσήμερο. Μες στο κατακαλόκαιρο. Η ζέστη ήταν τόσο πυκνή που μπορούσες να τη γευτείς. Ο υδράργυρος κατέβαζε δυο δυο τα χάπια για τον ίλιγγο. Ο τζίτζικας βαρούσε ενδοφλέβιες για να την παλέψει. Κάθε λογικός με σώας τα φρένας άνθρωπος καθόταν μέσα στην καφετέρια που είχε και κλιματισμό. Αυτοί όμως ήταν έξω. Κάτω από μια τέντα που έπαιζε το ρόλο θερμοκηπίου κι όχι παροχέα σκιάς. Είχαν και άποψη. Να μη δοκιμάσουν λίγο από τη ζέστη; Να μην είναι εκεί κάποιος να πιάσει τον υδράργυρο σε περίπτωση που ζαλιστεί και πέσει; Να μην κλέψουν λίγο από τη μαστούρα του τζίτζικα;

Ο Γιώργος. Απέναντι ο Πέτρος. Στη μέση οι ζεστοί καφέδες τους και τα καυτά νεράκια τους. Λίγο πιο κει ένα κλειστό τάβλι. Στην άκρη του τραπεζιού μια εφημερίδα. Ήταν ανοιχτή κάπου στη μέση, ακίνητη και όρθια. Μιλάμε για ΤΗΝ άπνοια.
«Εμένα αυτή η εφημερίδα έχει αρχίσει να μου τη δίνει λίγο» είπε ο Πέτρος. «Μα την αλήθεια θα τη βαρέσω.»
«Πας καλά ρε; Τι σε ενοχλεί τώρα η εφημερίδα; Δεν πειράζει κανέναν» επεμβαίνει σαν άλλος κυανόκρανος ο Γιώργος. Και συνεχίζει. «Για πες τώρα. Κι όντως σε ρώτησε αυτό το πράγμα;»
«Ναι ρε μαλάκα. Αν έχεις το Θεό, που δεν πιστεύεις, σου.»
«Δηλαδή για να καταλάβω» συνεχίζει ο Γιώργος για να καταλάβει «την ώρα που την έγλειφες σε ρωτάει τι ώρα θα πάτε αύριο για ψώνια;»
«Ακριβώς όπως στα λέω κι εσύ τα επαναλαμβάνεις, καλέ μου φίλε.» Κι αυτή τη φορά ο Γιώργος το κατάλαβε. Πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά ήθελε κι άλλο.

«Και για πες. Εσύ τι έκανες; Βάλε με λίγο στο κλίμα.»
«Θα σε βάλω στο κλίμα αλλά αυτή η εφημερίδα με εκνευρίζει όλο και πιο πολύ» δηλώνει ο Πέτρος ρίχνοντας θανατηφόρο βλέμμα προς τη μεριά της. Αυτή τίποτα. Καμία αντίδραση. Αδιάφορη. Ασάλευτη. Ακούνητη. Όρθια. Είπαμε, άπνοια.
«Μαλάκα, ξεκόλλα όπως ακριβώς κόλλησες με την εφημερίδα και μίλα.»
«Άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα. Είμαι ανάμεσα στα μπουτάκια της. Παρένθεση (.Φρεσκοξυρισμένα. Με την κρεμούλα τους. Άλλο να στο λέω κι άλλο να τα πιάνεις. Κλείνει η παρένθεση ). Κι εγώ με τη γλώσσα μου δίνουμε ρεσιτάλ ερμηνείας. Έχουμε δοθεί ψυχή τε και σώματι. Μιλάμε για ερμηνεία ζωής. Το όσκαρ το είχαμε στο τσεπάκι μας. Κι αυτή τίγκα στα ζουμιά. Πλημμύρα. Ακούγαμε και κανά αχ βαχ που και που και λέγαμε κυριλέ. Εδώ είμαστε. Σκέψου ότι ήδη ετοιμάζαμε τον ευχαριστήριο λόγο για την τελετή απονομής. Ξέρεις. I want to thank my parents for believing in me και τις λοιπές παπαριές.»
«Και πότε έσκασε η βόμβα;» ρώτησε ο λαβ ντόκτορ προσπαθώντας να παραμείνει σοβαρός.
«Εκεί που άρχισε να μπαίνει η μουσική, γιατί είχα ξεπεράσει το χρονικό όριο του ευχαριστήριου λόγου, μου πετάει τη μνημειώδη ερώτηση.»
«Κι εσύ τι έκανες ρε φιλαράκι;» ξαναρώτησε ο ντόκτορ χάνοντας τον επαγγελματισμό του. Συμπονούσε τον ασθενή.
«Αρχικά αναρωτήθηκα με τι καύλωνε περισσότερο. Με μένα και τη γλώσσα μου ή με την προοπτική της αγοράς καινούριων ρούχων. Αλλά μετά λέω, δε γαμιέται. Και συνέχισα το έργο μου.»
«Συνέχισες ρε θηρίο;» έσκισε το πτυχίο του ο πρώην γιατρός του έρωτα.
«Έτσι κάνουν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές Γιωργάκηηη. Μένουν στο σανίδι μέχρι να πέσει η αυλαία άσχετα με τις αντιδράσεις του κοινού από κάτω και τις κριτικές που διαβάζουν στις εφημερίδες. Και τώρα που είπα εφημερίδα, μα την αλήθεια θα τη σκίσω.» Η εφημερίδα μία από τα ίδια. Κόκαλο.
«Βρε αρχιπαπάρα εδώ από τα όσκαρ βρέθηκες με χρυσό βατόμουρο στο χέρι κι εσύ ασχολείσαι με μια παλιοεφημερίδα;»

Ο Πέτρος προβληματίστηκε. Αυτό το χρυσό βατόμουρο τον πείραξε. Όχι όσο η εφημερίδα, αλλά τον πείραξε. Έπρεπε να περάσει στην αντεπίθεση. Έπρεπε να πει κάτι. Του ήρθε έμπνευση. «Έχουμε δει κι εσένα. Που τα τελευταία χρόνια δεν έχεις προταθεί ούτε για ένα τόσο δα μικρό βραβειάκι. Αλλά πώς να προταθείς; Αν η ερωτική ζωή σου με τη δικιά σου είναι σαν τίτλος ταινίας με το Στάθη Ψάλτη;»
«Δε σε πιάνω» κι όντως δεν τον έπιανε.
«Περάστε. Ψεκάστε. Σκουπίστε. Τελειώσατε. Τώρα κοντά σας και σε ΔιΒιΔί.»
«Υπερβάλεις» αντιγύρισε ο Γιώργος αλλά δεν το πολυπίστευε.
«Λες ε; Θα στο πω με πιο πολλά λογάκια. Σκοτάδι. Φιλάκια. Χαδάκια. Ξεβράκωμα. Μέσα. Έξω. Μέσα. Έξω. Χύνει. Χύνεις. Φιλάκια. Αγκαλίτσα. Πλύσιμο. Τσιγάρο. Ύπνος. Και το ’χω κάνει και υπερπαραγωγή που σας έβαλα και να πλυθείτε» τελείωσε το σενάριο ο Πίτερ Τζάκσον. Και συνεχίζει για το πολυαναμενόμενο σίκουελ. «Ούτε λίγο φως. Ούτε λίγη ποικιλία. Ούτε λίγη ανωμαλία. Να μη μιλήσω για στοματικό γιατί θα κλάψουνε μανούλες. Και τη θέλω περιπέτεια την ταινία, όχι δράμα.» Έβαλε τελεία και οι ελπίδες για το χαμένο όσκαρ αναπτερώθηκαν. Έσβησε το τσιγάρο του. Από την άλλη, ο Γιώργος άναψε ένα δικό του. Τον πούστη, σκέφτηκε. Αυτός καλά τα λέει. Εγώ τι κάνω αναρωτήθηκε από μέσα του;

Κι εκεί που ήταν και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις τους έγινε το απροσδόκητο. Η εφημερίδα κουνήθηκε παρόλο που ο αέρας ήταν ακόμη κλειδαμπαρωμένος σπίτι του. Ανασάλεψε από μόνη της κι έπεσε στο τραπέζι. Το κεφάλι του Σάκη ξεπρόβαλε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Κοίταξε και τους δύο στα μάτια και μίλησε. «Δε μου λέτε γαμιάδες μου, θα παίξουμε κανά ταβλάκι; Όχι τίποτα άλλο αλλά μου έχει σηκωθεί τόση ώρα με τις τσόντες σας και τα πιο κοντινά κωλαράκια είναι τα δικά σας.»
Δεν πήρε απάντηση. Λεκτική. Το τάβλι άνοιξε. Τα πούλια στήθηκαν. Κι ο Σάκης πήρε τα ζάρια. Πάντα έτσι παίζανε. Ο Γιώργος με τον Πέτρο κινούσαν τα πούλια με τις ζαριές του Σάκη.

Στην πρώτη ζαριά το ένα ζάρι κάνει μια τρίπλα σε ένα πούλι, χτυπάει στο επόμενο κι από κει εξφενδονίζεται στα πέρατα του κόσμου. Οι εικοσιμία κουκίδες του ζαριού ένιωθαν έντονο τζετ λαγκ κατά την προσγείωση. Και είχαν τρελά παράπονα από την περιποίηση, ελλείψει αεροσυνοδού. Για τέτοια πτήση μιλάμε.
«Μαλακία έγινε» παρατηρεί ο Σάκης.
«Να πούμε ισοπαλία;» προτείνει ο Γιώργος.
«Σαφέστατα» συμφωνεί ο Πέτρος.
Και κάπως έτσι ο Γιώργος με τον Πέτρο επέστρεψαν στις σκέψεις τους για το σεξ. Κι η εφημερίδα στην αρχική της όρθια θέση. Με το κεφάλι του Σάκη από πίσω. Πολλή ζέστη.

Λίγο ανικανοποίητοι. Μισό κουταλάκι του γλυκού ανέραστοι. Μια χαψιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

4 Σεπ 2008

Το τρίο κι ο μπούρμπουνας (01)

Ο Γιώργος καθόταν μόνος του στο σπίτι. Τι ήθελε και έμενε ακόμη σε αυτή τη σχέση ούτε αυτός το ήξερε. Άμα ήταν να του βγαίνει η Παναγία κάθε φορά που ήθελε να μείνει λίγο μόνος του, να το βράσει. Να το βράσει μέχρι να σωθεί το νερό και να καεί. Δε γαμιέται, σκέφτηκε. Θα δει τι θα κάνει.

Ντριιιιινννν. Το κουδούνι. Ντριιιιννν. Αναθάρρησε. Ντρριιιννν. «Εντάξει το ακούσαμε.» Ντρριιιιιννννν. «Μα δε θα μεγαλώσει ποτέ αυτό το παιδί;» Ντριιιινννν. «Μα θα τον εγαμήσω μόλις ανέβει.» Ντριιιιινννν. «Αλήθεια όμως.» Ντριιιιννννν. «Μα που είναι αυτή η παντόφλα όταν τη (ντριιιινννν) θέλεις;» Τη βρήκε. Πήγε προς το θυροτηλέφωνο (ντριιιιννννν) να ανοίξει. Το δεξί μάτι έκανε 360 μοίρες από τα νεύρα (ντριιινννν) καθώς πάταγε το κουμπί. Το αριστερό έμεινε στη θέση του. Βαριόταν. Άνοιξε την πόρτα και την άφησε έτσι. Άραξε στον καναπέ μέχρι να ανέβει ο άλλος και να μπορέσει να του ρίξει μπινελίκι με στυλ.

«Φιλαράκι το ξέρω σου έσπασα τα αρχίδια» είπε ο Πέτρος καθώς έκλεινε την πόρτα. «Αλλά ήταν κάτι παρορμητικό. Δεν το ήλεγχα» συνέχισε μπαίνοντας στο σαλόνι.
Τώρα να το βράσει το μπινελίκι. Του έκοψε όλο τον τσαμπουκά. «Ρε άι σηχτίρ που θα μου πεις ότι δεν το ήλεγχες.» Έπρεπε να πει κάτι, κι ας ήταν μόνο αυτό το ξενερουά αί σηχτίρ. «Γιατί είσαι έτσι;» ρώτησε τον Πετράν.
«Γάμησέ με» πήρε σαν απάντηση.
«Εγώ να σε γαμήσω αλλά μετά θα μου πεις γιατί είσαι έτσι;»

«Να σου πω ρε φίλε. Να σου πω, γαμώ το γκαρσόνι του μυστικού δείπνου.»
«Ρε μίλα και άσε το γκαρσόνι. Παιδί του μεροκάματου είναι κι αυτό.»
«Δηλαδή δεν το καταλαβαίνω» πήρε φόρα ο Πετράκης «πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος για να βρεθούμε μόνο άντρες να τα πούμε; Πρέπει κάποιος να χωρίζει ή να πεθαίνει; Δε μπορώ να δω απλά τους φίλους μου για να μαλακιστούμε; Στο τέλος αυτό της είπα.»
«Δηλαδή;» Ζήτησε επεξηγήσεις ο Γιώργος και ήξερε ότι δε θα του αρέσει η απάντηση.
Ο Πήτερ Πα(παρά)ν με τη φλέβα γέφυρα Μαλλί-Φρύδι (από Ρίο-Αντίριο) να χρεώνει διπλά διόδια δηλώνει με στόμφο. «Ε την είχα μισή ώρα που θα πάτε, τι θα κάνετε, γιατί να μην έρθει κι αυτή και στο τέλος της είπα ότι θέλουμε να την παίξουμε ομαδικά για να δούμε ποιος θα τελειώσει πρώτος και ντρεπόμαστε μπροστά στα κορίτσια.»
«Δηλαδή όταν έλεγες να δεις τους φίλους σου και να μαλακιστείς, κυριολεκτούσες. Άστα. Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ μια ώρα προσπαθούσα να πείσω τη δικιά μου να κανονίσει με τις φίλες της και μετά να κοιμηθεί στους γονείς της. Μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία αναγκάστηκα να επικαλεστώ για επιχείρημα. Ότι μπορεί, σήμερα, να είναι η τελευταία της ευκαιρία να τους δει. Κάπου εκεί αγανάκτησε κι έφυγε. Μαζί θα είναι τώρα και θα μας κράζουν.»
«Δε γαμιέται» συμπέρανε ο Πέτρος.
«Αυτό λέω κι εγώ» είπε κι αυτός. Ο άλλος. Ο Γιώργος ντε.

«Μα τι μαλάκες είστε και οι δύο. Δεν παλεύεστε με τίποτα.» Γύρισαν το κεφάλι τους και είδαν το Σάκη να μπαίνει από την κουζίνα. Είχε μπει με τα κλειδιά που του είχε αφήσει ο Γιώργος, όταν είχε φύγει για διακοπές, είχε πάει στην κουζίνα είχε πάρει παγάκια από το ψυγείο και είχε μπει στο σαλόνι. Οι άλλοι χαμπάρι. Μυρωδιά. Ούτε που τους απασχόλησε πως βρέθηκε εκεί.
Η μόνη απορία τους εξωτερικεύτηκε από τα χείλη του Γιώργου. «Πόση ώρα είσαι εδώ;»
«Αρκετή για να ακούσω τις ερωτικές περιπτύξεις του Πέτρου με το γκαρσόνι του μυστικού δείπνου, τον κρυφό πόθο του για ομαδική μαλακία και το δικό σου παπαροεπιχείρημα με τη Δευτέρα Απουσία. Καλά πότε γίνατε θεούσες και δεν το πήρα χαμπάρι;»
«Άστα αυτά τώρα. Τα παγάκια τι τα θες τέκνον μου;» πήρε σοβαρά το ρόλο της θεούσας ο Πέτρος.
«Γι’ αυτά.»

Ο Σάκης με μια κίνηση ματ κατέβασε την τσάντα από τον ώμο του κι έβγαλε ένα μπουκάλι ουίσκι και ξηρούς καρπούς. «Νέκταρ και αμβροσία» ανακοίνωσε μ’ ένα υποχθόνιο χαμόγελο και παραμένοντας στο θεοσεβούμενο κλίμα που είχε διαμορφωθεί. Άραξε κι αυτός και σερβιρίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Μετά το καθιερωμένο τσούγκρισμα και στην πρώτη γουλιά μπήκε από το μπαλκόνι ένας μπούρμπουνας (κακός). Βββζζζζζ. Πέταγε σα δαιμονισμένος. Ββββζζζζ. Χτύπαγε το ταβάνι αλύπητα σαν να του είχε σκοτώσει τη μάνα. Ββββζζζζ. Πέρναγε ανάμεσά τους αλλά δεν ενοχλούνταν κανένας. Ββββζζζζζ. Απλά τον κοιτούσαν σα βλάκες. Ββββζζζζζ. Ο Σάκης παίρνει το σοβαρό του και με κατάνυξη δηλώνει. «Ορίστε μαλάκες. Μόλις ήρθε και το Άγιο Πνεύμα. Κλείσαμε καρέ. Ωραία θα περάσουμε σήμερα.»

«Ξέρετε κάτι;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Τι;» αναρωτήθηκαν οι άλλοι δύο με μια ανάσα μια πνοή.
«Δε πα να..» ξεκίνησε το "αμπελο-" ο Γιώργος.
«..γαμηθεί..» συνέχισε το "-φιλοσοφικό" ο Πέτρος.
«..το σύμπαν» έκλεισε το "απόφθεγμα" ο Σάκης.
«Βββζζζζ» επισφράγισε ο μπούρμπουνας.

Λίγο αθυρόστομοι. Μια πρέζα σταρχιδιστές. Μια τζούρα μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!