31 Αυγ 2008

The Blue Notebooks

"Blue Notebooks"
"On the Nature of Daylight"
"Horizon Variations"
"Shadow Journal"
"Iconography"
"Vladimir's Blues"
"Arboretum"
"Old Song"
"Organum"
"Trees"
"Written on the Sky"


Ο Ιερεμίας γύρισε σπίτι του. Ξημερώματα. Έφυγε από εκεί που ήταν γιατί δε μπορούσε να κάτσει άλλο. Κάτι τον πλάκωνε. Κάτι τον έπνιγε. Γινόταν όλο και πιο δυνατό και δε μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Σηκώθηκε και χωρίς να μιλήσει, έφυγε. Άρχισε να περπατάει χωρίς κάποιο προορισμό. Κοιτούσε το δρόμο που πέρναγε από κάτω του. Την κουρασμένη άσφαλτο. Τα βρώμικα πεζοδρόμια. Τα μελαγχολικά αδέσποτα. Τα χαμένα σκουπίδια. Η άκρη του ματιού του έπιασε ένα ξεσκισμένο μπλε τετράδιο. Θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια. Νοστάλγησε. Ωραία ήταν τότε. Ένα απότομο φρενάρισμα διέκοψε τις σκέψεις του. Το καθιερωμένο μπινελίκι έσβησε τη νοσταλγία του.

Δεν τον πείραξε. Συνέχισε να περπατάει. Χωρίς προορισμό. Απλά ήξερε ότι κάποια στιγμή θα φτάσει. Άρχισε να ξημερώνει. Οι αποχρώσεις του γκρι έγιναν πιο έντονες. Πολυκατοικίες, κάγκελα, αυτοκίνητα. Τσιμέντο, μέταλλο, άσφαλτος. Ζούσε σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν τώρα η φύση στο πρώτο φως της ημέρας. Σκέφτηκε τη φύση του φωτός. Μπερδεύτηκε. Σήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι του κι έψαξε για τον ορίζοντα. Δεν ήταν πουθενά. Πόσο χαζός ήταν. Πως θα μπορούσε να τον δει; Χαμήλωσε το βλέμμα του. Θυμήθηκε ένα νησί, ένα βουνό, μια παραλία, ένα λόφο. Εκεί τον είχε δει. Το ίδιο πράγμα αλλά τόσο διαφορετικό κάθε φορά. Τόση ποικιλία που θα μπορούσε να χορτάσει την ανθρωπότητα.

Συνέχισε. Τον οδηγούσαν τα βήματά του κι όχι το αντίθετο. Στο βάθος μια εφημερίδα ήταν κρεμασμένη από ένα σκοινί σαν σφαχτό από το τσιγκέλι. Η σκιά της δημιουργούσε ένα περίεργο σχήμα στο πεζοδρόμιο. Κάλυπτε λίγο από τη βρωμιά του. Κάτι βρώμικο κάλυπτε λίγη βρωμιά. Πιο χρήσιμη η σκιά της από την ίδια την εφημερίδα. Έφτασε στη γωνία, έστριψε και παραλίγο να συγκρουστεί με τον περιπτερά που κρέμαγε και τα άλλα σφαχτά. «Καλημέρα» του είπε αμήχανα. «Που την είδες;» τον χτύπησε με άπερκατ ο περιπτεράς. «Κάπου εδώ» αμύνθηκε ο Ιερεμίας. «Άσε μας ρε αγόρι μου πρωινιάτικα» συνέχισε με ένα δεξί κροσέ ο άλλος. «Μα δε σας κράτησα ποτέ» απέφυγε το χτύπημα ο Τζέρεμι αλλά το καμπανάκι του γύρου είχε ήδη χτυπήσει και μιλούσε στην πλάτη του συμπαθέστατου κατά τα άλλα πυγμάχου. Έμεινε μόνος με τις κρεμασμένες εφημερίδες. Καλά τους έκανε σκέφτηκε. Κάτι θα κάνανε για να τις κρεμάσει. Έριξε μια ματιά στα εξώφυλλα. Γεμάτα εικόνες. Σαν πίνακες σε μουσείο τέχνης. Και οι δημοσιογράφοι σαν άλλοι εικονογράφοι να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για το τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης.

Έφυγε. Τον έπιασε μια μελαγχολία. Το φως δυνάμωνε δειλά δειλά αλλά οι αποχρώσεις του γκρι έμεναν γενναία στη θέση τους. Θυμήθηκε το φίλο του το Βλαδίμηρο. Είχε χρόνια να τον δει. Όταν δεν ήταν καλά συνήθιζε να πηγαίνει στο βοτανικό κήπο. Μιλούσε στα δέντρα και τα φυτά και αισθανόταν καλύτερα. Ένας ακόμη τρελός ή ήξερε κάτι που όλοι οι άλλοι αγνοούσαμε; Δε θα το μάθαινε ποτέ. Συνέχισε αναπολώντας τις στιγμές του με το Βλαδίμηρο. Ξαφνικά σταμάτησε να περπατά. Συνειδητοποίησε ότι ήταν στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Πως είχε γίνει αυτό; Δεν του έμενε τίποτα άλλο παρά να ανέβει σπίτι.

Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Το σκοτάδι τον χτύπησε κατάμουτρα. Δεν άναψε το φως. Άνοιξε το πατζούρι και βγήκε στη βεράντα. Ακούμπησε τα κάγκελα και άναψε ένα από τα τελευταία τσιγάρα της ημέρας. Όχι αυτής που έρχεται. Αυτής που έφυγε. Στην πρώτη τζούρα άκουσε από μια διπλανή βεράντα ένα ξυπνητήρι. Ο ήχος του πέρασε από τα αυτιά του, τον χάιδεψε και εισέβαλε στον εγκέφαλό του. Μέσα στο κεφάλι του ακούστηκε σαν ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι. Οι φωνές από μια άλλη βεράντα δεν τον ενόχλησαν. Το αντίθετο. Συμπλήρωναν με φωνητικά τη μελωδία που έπαιζε μέσα του. Ενίσχυαν την αρμονία. Ο γείτονας δεν ξύπναγε και οι φωνές δυνάμωναν. Το κομμάτι έφτανε στην κορύφωσή του. Υπέροχο.

Κοίταξε κάτω. Το δρόμο. Ούτε ένα δέντρο. Που ήταν κρυμμένα; Όλα στο βοτανικό κήπο ήταν; Μόνο στο Βλαδίμηρο μιλούσαν; Κάποτε υπήρχαν μερικά δεντράκια στα πεζοδρόμια. Μικρά, ταλαιπωρημένα, αφυδατωμένα, χαρακωμένα, βρώμικα, άλλα με γκρίζα φύλλα, άλλα με γυμνά κλαδιά. Αλλά υπήρχαν. Να σου θυμίζουν κάτι. Ό,τι ήθελες εσύ. Ήταν εκεί και στο θύμιζαν. Απογοητεύτηκε. Λίγο.

Κοίταξε πάνω. Τον ουρανό. Είχε ξημερώσει. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος. Τουλάχιστον αυτή η μικρή λωρίδα ουρανού που μπορούσε να δει από τη βεράντα του. Ένα κατάλευκο σύννεφο φαινόταν στο βάθος. Μια πισίνα με το μοναδικό της κολυμβητή, σκέφτηκε. Το σύννεφο είχε περίεργο σχήμα. Δεν ήξερε πως μπορεί να είναι ένα φυσιολογικό σχήμα για ένα σύννεφο. Πάντως αυτό ήταν περίεργο. Κάτι ήθελε να πει. Κάτι ήθελε να γράψει στον ουρανό. Έμεινε να το κοιτάει. Θα περίμενε μέχρι να μπορεί να διαβάσει το μήνυμά του..

Ιστορία; Δισκοκριτική; Και τα δύο; Τίποτα από τα δύο; Όπως και να ’χει, είναι αυτό που βιώνει ο Ιερεμίας, ακούγοντας το δίσκο The Blue Notebooks του Max Richter, αναζητώντας την ηρεμία. Του.

28 Αυγ 2008

Ξεχωριστή εμπειρία

Ξύπνησα το πρωί με μια συγκεκριμένη όρεξη. Την αποζητούσα. Την ήθελα. Ήξερα ότι ήταν κοντά μου και έτοιμη. Δεν την έβλεπα αλλά το ήξερα ότι με περίμενε. Ότι με ήθελε κι αυτή. Ότι περίμενε αυτή τη μέρα υπομονετικά χωρίς όμως να μου το ζητάει. Πάντα ήθελε να κάνω την πρώτη κίνηση. Και μόνο τότε απελευθέρωνε το είναι της στις ορέξεις μου. Προσπάθησα να ηρεμήσω αλλά δεν τα κατάφερα. Όσο πέρναγε η ώρα τόσο περισσότερο τη χρειαζόμουνα. Είχα όμως τις αμφιβολίες μου. Μήπως δεν πρέπει ακόμη; Μήπως δεν είμαι ακόμη έτοιμος; ΟΧΙ. Είναι άσκοπο να αφήσω τις αμφιβολίες μου να μπουν ανάμεσά μας. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει..

Σηκώθηκα και αμέσως πήγα κοντά της. Δε με κατάλαβε μέχρι που την πλησίασα σε απόσταση αναπνοής. Όταν με αντιλήφθηκε έμεινε ακίνητη. Δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Περίμενε. Δεν της μίλησα. Απλά την άγγιξα απαλά. Και τότε μου έφυγε κάθε αμφιβολία. Σήμερα ήταν η μέρα. Το ξέραμε κι οι δύο. Μία από αυτές τις μέρες που θα περνάγαμε αποκλειστικά οι δυο μας και θα κάναμε ότι θέλαμε. Ξαφνικά με έπιασε βιασύνη. Δε μπορούσα να περιμένω άλλο. Την ήθελα εδώ και τώρα. Φόρεσα τον κατάλληλο εξοπλισμό και ανέβηκα πάνω της. Στην αρχή ήρεμα και χαλαρά. Μέχρι να νιώσουμε για μια κόμη φορά λίγο πιο άνετα. Μετά από λίγο όλος ο κόσμος ήταν δικός μας. Κι αφεθήκαμε. Όλο και πιο γρήγορα. Η ένταση μεγάλη. Απόλαυση ανάμικτη με φόβο. Αδρεναλίνη να εκκρίνεται και να ταξιδεύει μαζί σου. Περνάει ώρα αλλά η ένταση παραμένει αμείωτη. Ανταποκρίνεται σε κάθε μου κίνηση χωρίς κανένα ενδοιασμό. Όλα γίνονται με απλές κι απέρριτες κινήσεις. Το έχουμε κάνει πολλές φορές αλλά ποτέ δεν ήταν έτσι.

Και φτάσαμε. Δεν ξέρω που και πως. Δε μ’ένοιαζε. Απλά φτάσαμε. Μαζί. Πάντα έτσι γινόταν. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Έκατσα δίπλα της. Δεν της είπα τίποτα. Άναψα τσιγάρο. Το έκανα χωρίς να της ρίξω ούτε μια ματιά. Δε χρειαζόταν. Ήξερε τι σκεφτόμουνα. Η μυρωδιά του καμένου φίλτρου στο χέρι με επαναφέρει στην πραγματικότητα κι ανάβω και δεύτερο. Στην πρώτη τζούρα το σβήνω. Δεν ήθελα άλλη νικοτίνη. Ήθελα να ξαναζήσω αυτή την εμπειρία. Μαζί της.

Κι αυτό έκανα. Κούμπωσα το μπουφάν, έβαλα το κράνος κι ανέβηκα στη μηχανή μου. Στα πρώτα μέτρα της ψιθύρισα : «Η επιστροφή θα είναι ακόμη καλύτερη». Κι όντως. Ήταν..

(Όπως καταλάβατε είμαι από τους ‘γραφικούς’ τύπους που η μηχανή τους έχει όνομα και προσωπικότητα. Αφορμή για αυτό το κείμενο ήταν η αυθημερόν βόλτα μου στη λίμνη Πλαστήρα πριν λίγο καιρό που πραγματικά δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτα. Μια μαγική βόλτα σε ένα μαγικό μέρος..)

8 Αυγ 2008

Μυαλό - Εγώ : 1 - 0

Στο γραφείο - Τώρα
Μ: Μα καλά τώρα θα κάτσεις να γράψεις αυτά που λέγαμε μεταξύ μας; Δε βαριέσαι;
Ε: Δεν κάνω και πολλά πράγματα τις τελευταίες μέρες. Οπότε είναι μια καλή ευκαιρία να ασχοληθώ με κάτι.
Μ: Και τα θυμάσαι;
Ε: Περίπου. Αλλά είμαι σίγουρος ότι τα θυμάσαι εσύ. Άλλωστε θα γράψω τα πιο σημαντικά. Να ξεκινήσω;
Μ: Άντε ξεκίνα. Να ξέρεις όμως ότι θα σε ελέγχω μη πετάξεις καμιά μπαρούφα και μας εκθέσεις. Και για σένα δε με νοιάζει και πολύ. Αλλά εγώ έχω κι ένα κύρος.
Ε: Καλώς. Πού είχαμε μείνει;
Μ: Εκεί που επέστρεψες με καινούριο καφέ και άδειο τασάκι.
Ε: Α μπράβο. Και μόλις κάθισα στον καναπέ μου είχες πει κάτι βαθυστόχαστο. Μισό λεπτάκι να το θυμηθώ..

Στον καναπέ – Τότε
Μ: Ο παραλογισμός ενός πράγματος δεν είναι ένας λόγος ενάντια στην ύπαρξή του, είναι μάλλον μια προϋπόθεση!
Ε: Πώς είπατε; Γιατί είναι και λίγο αργά.
Μ: Α δεν έχουμε ξεκινήσει καθόλου καλά. Κάναμε μια ώρα με τις συστάσεις και τώρα θα πρέπει να εξηγώ δυο και τρεις φορές κάθε τι που λέω; Δηλαδή σε τί επίπεδο πρέπει να πέσω για να συνεννοούμαστε; Λό-λα-να-έ-να-μή-λο. Αυτό το κατάλαβες ή να το πω πιο αργά;
Ε: Οκ, συγκεντρώνομαι. Μου ανέφερες κάτι που είχε πει ο Νίτσε. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Και που κολλάει;
Μ: Γιατί τις τελευταίες μέρες στις ανόητες, ποταπές και πάνω από όλα φανταστικές αναζητήσεις σου με το ταβάνι προσπαθείς να αποβάλεις κάποια πράγματα που σου φαίνονται παράλογα. Με το να τα αποβάλεις είναι σαν να τα απορρίπτεις. Το τί είναι παράλογο όμως είναι καθαρά υποκειμενικό. Από τη στιγμή που το βιώνεις είναι αληθινό. Δέξου το απλά ή προσπάθησε να το εξηγήσεις. Όπως και να έχει μην το απορρίπτεις.
Ε: Ναι αλλά από τη μία δε μπορώ να δεχτώ κάποια πράγματα και από την άλλη όταν προσπαθώ να τα εξηγήσω το μυαλό μου φτάνει σε αδιέξοδο.
Μ: Σε παρακαλώ μίλα για το εαυτό σου. Εγώ δεν έχω φτάσει σε κανένα αδιέξοδο. Πάντα υπάρχει κι ένα επόμενο βήμα.
Ε: Και γιατί δε μου το λες και μ’ αφήνεις να παιδεύομαι;
Μ: Γιατί έτσι δεν έχει νόημα. Πρέπει να ψάξεις και λίγο μόνος σου για να βρεις την αλήθεια. Ή μάλλον όχι την αλήθεια. Είναι βαριά λέξη και δεν είσαι ακόμη έτοιμος για τέτοιες αναζητήσεις. Την άκρη. Να βρεις την άκρη.
Ε: Ωραία ας ξεκινήσουμε για την αναζήτηση της άκρης. Ό,τι και να κάνω, όπως και να τα δω τα πράγματα, καταλήγω στο ίδιο σημείο. Μου λείπει.
Μ: Κι εμένα μου λείπει.
Ε: Κι εσένα; Δεν το περίμενα αυτό. Γιατί;
Μ: Γιατί ήταν η μοναδική κοπέλα, από όλες τις τσούπρες που έχεις συναναστραφεί, που με έβαζε να ενεργοποιώ καινούριες χημικές ενώσεις. Έπαιζε κατά διαστήματα με τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Και γούσταρα. Το απολάμβανα αυτό το παιχνίδι. Και μάλλον εκεί τη χάσαμε.
Ε: Δηλαδή;
Μ: Ήμουνα πολύ απασχολημένος με το να απολαμβάνω το παιχνίδι και στην πορεία σταματήσαμε να πειράζουμε τα δικά της εγκεφαλικά κύτταρα. Σε όλους τους τομείς. Από την απλή τηλεφωνική συνομιλία μέχρι το κρεβάτι.
Ε: Κάτσε γιατί μου άνοιξες πολλά μέτωπα. Από τη μία απολάμβανες ΜΟΝΟΣ σου το παιχνίδι και από την άλλη σταματήσαμε ΜΑΖΙ να πειράζουμε τα εγκεφαλικά της κύτταρα. Μήπως μ’ έχεις πιάσει λίγο μαλάκα;
Μ: Συ είπας. Να το θυμάσαι. Δε σε είπα εγώ μαλάκα. Αλλά κάπως έτσι είναι η κατάσταση.
Ε: Κι άντε να το δεχτώ. Τί εννοείς από την απλή τηλεφωνική συνομιλία μέχρι το κρεβάτι;
Μ: Εννοώ ότι με είχες τόσο πολύ απασχολημένο με ένα σωρό πράγματα και υποχρεώσεις που δεν είχα το χρόνο να την τσιτώσω. Η μόνη μου διέξοδος ήταν το παιχνίδι της. Αλλά δεν είχαμε τη φαντασία να ανταποδώσουμε. Ούτε στη ρουτίνα μας ούτε στο σεξ. Μη μπαίνω τώρα σε λεπτομέρειες. Τη γενική εικόνα την πιάνεις. Μια άλλη μέρα, μαζί με το ταβάνι, θα τα καταλάβεις καλύτερα.
Ε: Δηλαδή μου λες ότι φταις κι εσύ που έχουν έρθει εδώ τα πράγματα.
Μ: Τον έπαιξα κι εγώ το ρόλο μου. Αλλά πρόσεξε. Αν φταίω εγώ τότε αυτόματα φταις κι εσύ. Αν φταις εσύ τότε μάλλον είναι μόνο δικό σου το φταίξιμο. Κι επειδή οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος σου, άσε τη ρίψη ευθυνών για μια άλλη φορά.

Στο γραφείο – Τώρα
Μ: Δεν το είχα πει έτσι. Σου είχα βγάλει ολόκληρο μαθηματικό τύπο με δειγματικό χώρο, ενδεχόμενα, συνδυαστικές πιθανότητες και κόντρα μεταβλητές.
Ε: Ναι αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει τους άλλους. Δεν είναι εκεί η ουσία.
Μ: Ήθελα να ’ξερα σε τι κοινό απευθύνεσαι. Αν απευθύνεσαι και κάπου δηλαδή. Νομίζεις ότι θα κάτσουν πολλοί να διαβάσουν όλο αυτό το κατεβατό;
Ε: Δεν έχει σημασία. Το γράφω και για μένα.
Μ: Μιλάμε ότι είσαι και πολύ μαζόχα.
Ε: Να συνεχίσω;
Μ: Άντε να δούμε.

Στον καναπέ – Τότε
Ε: Να σε ρωτήσω κάτι;
Μ: Ό,τι θες.
Ε: Έχεις σκεφτεί το ενδεχόμενο να λες μαλακίες; Και τα πράγματα να είναι τελείως διαφορετικά;
Μ: Σαφέστατα και το έχω σκεφτεί. Έχω υπολογίσει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. Μην αρχίζω πάλι με τύπους γιατί αυτούς δε θα τους καταλάβεις. Το θέμα είναι ότι όλα καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα.
Ε: Ότι δεν είμαστε μαζί.
Μ: Και πως νιώθεις εσύ γι’ αυτό;
Ε: Σε παρακαλώ κόψε τις στάνταρ εκφράσεις ψυχολόγου. Μου φτάνει που είμαι στον καναπέ και μιλάω μαζί σου.
Μ: Δεκτόν. Αναδιατυπώνω. Κι από εκεί και πέρα τί γίνεται;
Ε: Έλα μου ντε! Εκεί είναι που κολλάω και βρίσκομαι σε αδιέξοδο.
Μ: Κι ακριβώς εκεί είναι που σταματάς και δεν κάνεις το επόμενο βήμα.
Ε: Και ποιο είναι το επόμενο βήμα;
Μ: Να συνειδητοποιήσεις απόλυτα αυτό που έχει γίνει, να το δεχτείς (θυμάσαι τα σχετικά με τα παράλογα που λέγαμε στην αρχή;) και να το βάλεις πίσω σου. Ανήκει πλέον στο παρελθόν. Το θέμα είναι τί θα κάνεις τώρα.
Ε: Ναι αλλά είναι δύσκολο.
Μ: Δεν είπε κανείς ότι είναι εύκολο. Κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Μικρός μεν, θάνατος δε. Δε μπορείς να κάνεις κάτι. Τον δέχεσαι και κοιτάς να συνεχίσεις τη ζωή σου. Άλλωστε ότι ήταν να κάνεις το έκανες.
Ε: Καλά τα λες. Αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να το δω έτσι, πονάω.
Μ: Που πονάς αγόρι μου; Αφού εγώ δε λαμβάνω κανένα σήμα πόνου από τα νεύρα. Δε μπορεί να πονάς. Μη μου πεις στην καρδιά;
Ε: Ξέρω κι εγώ. Εκεί δε πονάνε σε αυτές τις περιπτώσεις;
Μ: Και της έχω πει της ηλίθιας να μην ανακατεύεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Κάθε φορά που το κάνει, τα κάνει χειρότερα. Χίλιες φορές της το έχω πει: Η δουλειά σου είναι να τρομπάρεις το αίμα και τίποτα άλλο.
Ε: Σε παρακαλώ μη μου πεις ότι υπάρχει και η καρδιά από μόνη της και ότι κάποια στιγμή μπορεί να μου μιλήσει και αυτή. Δε θα το αντέξω αυτή τη στιγμή.
Μ: Όχι αγόρι μου. Μη μου αγχώνεσαι. Μόνο εγώ υπάρχω. Μόνο εγώ και κανένας άλλος. Μη μου πάθεις τίποτα βραδιάτικα. Άκου εκεί καρδιά και χαζομάρες. Σιγά μη μιλάω και με τα νεφρά σου. Έτσι είπα καμιά μαλακία για να χαλαρώσει το κλίμα γιατί το είχαμε βαρύνει πολύ.
Ε: Οκ.
Μ: Μπράβο το καλό παιδί. Και για να σοβαρευτούμε. Κατάλαβες αυτό που σου είπα;
Ε: Νομίζω πως ναι. Πρέπει να αποδεχτώ το παρελθόν, να αφήσω το χρόνο να κάνει τη δουλειά του και κάποια στιγμή θα μπορέσω να κάνω αυτό το βήμα χωρίς να πονάω.
Μ: Ακριβώς. Κάπως έτσι. Είναι μια καλή αρχή τουλάχιστον. Κι από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια νέα πορεία. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις ή θα ξανασυναντήσεις. Εσύ κοίτα να πατάς γερά στα πόδια σου και σιγά σιγά θα έρθουν όλα από μόνα τους.
Ε: Άντε καλά. Όχι ότι τώρα νιώθω καλύτερα. Απλά έχουμε να πούμε κι άλλα και περνάει η ώρα.
Μ: Ωραία. Επόμενος προβληματισμός παρακαλώ.
Ε: Τί έχεις να πεις για…

Στο γραφείο – Τώρα
Μ: Μη μου πεις ότι θα τα γράψεις και τα επόμενα τώρα;
Ε: Έτσι έλεγα.
Μ: Αν συνεχίσεις να γράφεις χτυπάω τριπλό εγκεφαλικό αυτή τη στιγμή. Δεν αντέχω άλλο. Άσε που και να υπήρχε περίπτωση να σε διαβάσει κανείς, άμα δει όλη αυτή την πολυλογία δεν πρόκειται να ρίξει ούτε βλέφαρο. Άντε σταμάτα και πάμε καμιά βόλτα με τη μηχανή.
Ε: Δεν είσαι και πολύ συμπαθητικό για δικό μου μυαλό. Και θες και βόλτα.
Μ: Αφού μ’ αγαπάς και το ξέρεις. Άντεεε. Σήκωωω. Πάμεεε.

4 Αυγ 2008

Συνομιλώντας με το μυαλό μου..

Είναι 3:00 η ώρα. Το βράδυ. Αλλιώς θα έγραφα 15:00. Ο καφές έχει τελειώσει. Μάταια την τελευταία μια ώρα ρουφάω με το καλαμάκι μπας και μου έχει ξεφύγει κάποιο τελευταίο νανοσταγονίδιο. Τίποτα. Το τασάκι είναι γεμάτο. Έχει δημιουργηθεί ένα βουναλάκι που του αρκεί μια λάθος κίνηση για την καταστροφική κατολίσθηση. Παρόλα αυτά είμαι σίγουρος ότι με προσεκτικές και χειρουργικές κινήσεις θα καταφέρω να του προσθέσω λίγα εκατοστά στο μπόι του. Η μουσική συνεχίζει να παίζει. Σε ήπιους και μελαγχολικούς τόνους για να ταιριάζει με τη διάθεσή μου. Θέλω να κοιμηθώ αλλά δε μπορώ. Δε φταίει ο καφές. Είναι το μυαλό μου που δε με αφήνει σε ησυχία. Τουλάχιστον έτσι πίστευα μέχρι τότε. Την αράζω στον καναπέ και κοιτάω το ταβάνι. Τις τελευταίες μέρες έχω εξερευνήσει κάθε τετραγωνικό χιλιοστό αυτού του ταβανιού. Το ξέρω καλύτερα κι από την παλάμη μου. Κι εκεί που αρχίζω να χάνομαι ανάμεσα στο πουθενά και το τίποτα κάτι ακούγεται..

Μυαλό: Α καλά. Εγώ δεν την παλεύω άλλο ένα βράδυ με το ταβάνι. Έχω βαρεθεί.
Εγώ: Ποιος μίλησε;
Μ: Εγώ.
Ε: Και ποιος είσαι εσύ;
Μ: Εσύ.
Ε: Και τότε εγώ ποιος είμαι;
Μ: Αυτό είναι δικό σου θέμα. Πάντως τον τελευταίο καιρό δε σε αναγνωρίζω.
Ε: Μισό λεπτάκι γιατί θα τρελαθώ. Αρχικά ξεπερνάω το γεγονός ότι μιλάω στον αέρα. Εδώ που φτάσαμε όλα είναι πιθανά. Αλλά δεν καταλαβαίνω τί γίνεται.
Μ: Αρχικά ξεπερνάω ΕΓΩ το γεγονός ότι με αποκάλεσες αέρα. Κι επειδή σε κόβω και λίγο χαζούλη θα στο πω με απλά λόγια σαν να μιλάω σε παιδάκι. Μέχρι και παραδείγματα θα σου δώσω γιατί μέχρι πριν λίγο καιρό σε συμπαθούσα. Έχουμε και λέμε. ΕΓΩ είμαι το μυαλό σου κι ΕΣΥ είσαι το μεταφορικό μου μέσο. Απλά επειδή είσαι καλό και υπάκουο παιδί σε αφήνω που και που να κάνεις ότι γουστάρεις.
Ε: Εντάξει. Μόλις μου απέδειξες περίτρανα ότι το έχω χάσει.
Μ: Ποιο έχεις χάσει; Το μυαλό σου; Αφού είμαι εδώ και σου μιλάω. Προβλέπω τη σημερινή βραδιά δύσκολη. Άμα είμαστε ακόμη στις συστάσεις να δω πότε θα μπούμε στο ζουμί.
Ε: Δηλαδή τώρα εγώ μιλάω με τον εαυτό μου; Παραμιλάω δηλαδή;
Μ: Περίπου. Όταν παραμιλάς παίζεις όλους τους ρόλους. Τώρα όμως έχεις μόνο ένα ρόλο. Το δικό σου. Και δε μιλάς με τον εαυτό σου. Συνομιλείς με το μυαλό σου. Μην τα πάρουμε πάλι από την αρχή γιατί θα εκνευριστώ.
Ε: Οκ, οκ. Δεν παίρνουμε τίποτα από την αρχή. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πάω για ύπνο.
Μ: Α, δεν κατάλαβες. Τόσες μέρες τώρα με ξενυχτάς χωρίς κανένα λόγο και δε βγάζω άχνα. Τώρα θα κάτσεις εκεί που κάθεσαι, στον αγαπημένο μας καναπέ κοιτώντας το αγαπημένο σου ταβάνι και θα μιλήσουμε. Δε σου αποκαλύφθηκα έτσι τσάμπα. Για να πας να κοιμηθείς κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Να νομίζεις μετά ότι με ονειρεύτηκες. Λες και δεν ήξερα να το κάνω αυτό κι από μόνος μου. Και μη δοκιμάσεις να αντισταθείς γιατί δε θα σε αφήσω εγώ.
Ε: Δηλαδή δεν έχω καμία εναλλακτική;
Μ: Καμία. Άντε να αρχίσεις επιτέλους να μπαίνεις στο νόημα για να κάνουμε παιχνίδι. Σε είχα για πιο έξυπνο πάντως. Δε περίμενα να μας πάρει τόση ώρα.
Ε: Ευχαριστώ πολύ για τα “καλά” σου λόγια.
Μ: Μη μου βάζεις εμένα αυτές τις παπαρίτσες στις λέξεις. Δεν υπάρχουν καλά ή κακά λόγια. Η σημερινή μας κουβέντα θα αποτελείται μόνο από ειλικρινή λόγια.
Ε: Οκ. Τουλάχιστον θα με αφήσεις να φτιάξω ένα καινούριο καφέ;
Μ: Βεβαίως. Αυτό μπορώ να το κάνω. Γιατί την τελευταία ώρα με αυτά τα απεγνωσμένα ρουφήγματα με έχεις υπεροξυγονώσει. Και πάρε και άδειασε κι αυτό το τασάκι σε παρακαλώ. Έχω βαρεθεί κάθε φορά που είναι να σβήσεις ένα τσιγάρο να ανακαλώ όλους τους νόμους της μηχανικής και να υπολογίζω ένα σωρό παραγώγους και ολοκληρώματα, επειδή εσύ βαριέσαι να το αδειάσεις.
Ε: Καλά ντε. Μη φωνάζεις.
Μ: Δε φωνάζω. Όταν φωνάξω θα το καταλάβεις. Όπως τώρα. Άντε ξεκούνα!

Και ξεκούνησα. Σηκώθηκα, πήρα μαζί μου το τασάκι, το άδειασα κι έφτιαξα ένα καινούριο καφέ. Οι κινήσεις μου ήταν σαν να τις έκανε ένα ρομπότ. Δεν καταλάβαινα πώς. Απλά γινόντουσαν. Για μια στιγμή φοβήθηκα να επιστρέψω στον καναπέ. Δεν ήξερα τί με περίμενε. Αλλά επέστρεψα. Και μιλήσαμε..