Σκοτάδι. Απόλυτο. Ο Γιώργος είναι μόνος του. Δε βλέπει τίποτα. Περπατάει. Στα τυφλά. Κουνάει τα πόδια του χωρίς να ξέρει που θα τον βγάλει το επόμενο βήμα. Φοβάται. Θέλει να σταματήσει αλλά δε μπορεί. Κάτι τον σπρώχνει να συνεχίσει. Το έδαφος είναι νοτισμένο. Σαν να έχει βρέξει. Μπορεί ακόμη να ακούσει τον ήχο της βροχής. Αλλά οι σταγόνες δε φτάνουν σ’ αυτόν. Είναι ξυπόλητος. Κρυώνει. Θέλει να σταματήσει. Αλλά κάνει ένα ακόμη βήμα. Σκουντάει κάπου. Είναι τραχύ και ψηλό. Προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. Ψηλαφίζει αυτό που σκούντηξε. Είναι ένα δέντρο.
Σιγά σιγά αρχίζει να καταλαβαίνει τι γίνεται. Είναι σε ένα δάσος. Βρέχει. Το φύλλωμα των δέντρων είναι τόσο πυκνό που δεν αφήνει τη βροχή να φτάσει στο έδαφος. Η υγρασία είναι μεγάλη. Γι’ αυτό έχει παγώσει. Αναρωτιέται πως βρέθηκε εκεί. Ο φόβος αρχίζει να γίνεται τρόμος. Αλλά κάτι του λέει να συνεχίσει. Για κάποιο λόγο είναι εκεί. Πρέπει να συνεχίσει και κάπου θα βγει τελικά.
Από μακριά ακούγονται κάτι φωνές. Νομίζει ότι είναι φωνές. Αρχίζει να κατευθύνεται προς τα εκεί. Με μικρά και προσεκτικά βήματα. Πλησιάζει και οι φωνές δυναμώνουν. Παρατηρεί. Ένα αχνό φως έρχεται από το βάθος. Πρέπει να υπάρχει ένα ξέφωτο εκεί. Συνεχίζει. Οι φωνές δυναμώνουν αλλά εξακολουθεί να μη βλέπει κανέναν.
Συνεχίζει. Δε μπορεί να αισθανθεί τα πόδια του από το κρύο αλλά συνεχίζει. Είναι τρομοκρατημένος. Αλλά συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Οι φωνές αρχίζουν να γίνονται ξεκάθαρες. Δεν είναι φωνές. Είναι κλάματα. Από πού ακούγονται όμως; Δε μπορεί να δει κανέναν. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε κάποιες σκυμμένες μαυροφορεμένες φιγούρες να περπατάνε στο βάθος. Ανοησίες. Απλά το μυαλό του παίζει με τα μάτια του.
Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Τώρα που τα δέντρα είναι πιο αραιά αρχίζει να νιώθει πάνω του τις σταγόνες της βροχής. Κοιτάζει αυθόρμητα προς τα πάνω. Ανοίγει το στόμα. Για κάποιο λόγο θέλει να γευτεί τις σταγόνες της βροχής. Έχουν περίεργη γεύση. Αυτό δεν είναι βροχή. Αυτά που γεύτηκε ήταν δάκρυα. Έχει να κλάψει από μικρό παιδί αλλά ακόμη θυμάται τη γεύση τους. Είναι δάκρυα.
Κάτι συμβαίνει. Επιταχύνει το βήμα του κι ας φοβάται. Βγαίνει στο ξέφωτο. Δεν υπάρχει κανείς. Εκτός από κάτι που είναι στο κέντρο του. Φαίνεται σα βράχος. Αλλά έχει περίεργο σχήμα. Πλησιάζει. Όσο μειώνει την απόσταση άλλο τόσο θέλει να απομακρυνθεί. Όμως συνεχίζει. Κλείνει τα μάτια. Περπατάει στα τυφλά. Θέλει να σταματήσει. Αλλά συνεχίζει. Αγχώνεται. Αλλά συνεχίζει. Πανικοβάλλεται. Αλλά συνεχίζει. Δε θέλει. Αλλά συνεχίζει. Είναι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο και κρυώνει. Αλλά συνεχίζει. Έχει κακό προαίσθημα. Αλλά συνεχίζει. Χτυπάει κάπου. Σταματάει. Δε θέλει να ανοίξει τα μάτια. Αλλά τα ανοίγει.
Μια άμορφη μάζα από μέταλλα, πλαστικά και λάστιχα.
Ξυπνάει απότομα. Μούσκεμα από τον ιδρώτα. Είναι σπίτι του. Μόνος του. Μέσα στο σκοτάδι. Αμέσως ανακουφίζεται. Αισθάνεται πολύ περίεργα. Το κεφάλι του είναι πολύ βαρύ. Αλλά ευτυχώς ήταν μόνο ένα όνειρο. Χαλαρώνει. Παίρνει το κινητό του από το κομοδίνο και πληκτρολογεί ένα μήνυμα.
Μήνυμα Γιώργου προς Σάκη.
Τσογλάνι πρόσεχε με τη μηχανή γιατί είδα ένα κωλοόνειρο και αγχώθηκα. Το ξέρω ότι θα με κράζεις κι ότι αυτά είναι μαλακίες, αλλά εσύ πρόσεχε. Άντε τα λέμε αύριο.
Περίμενε να έρθει η αναφορά. Ήρθε. Ηρέμησε. Θέλει να σηκωθεί να κάνει ένα τσιγάρο να του φύγει η ένταση. Για κάποιο όμως ανεξήγητο λόγο δε μπορεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Νυστάζει. Πολύ. Ξαναξαπλώνει. Πριν ακόμη ακουμπήσει το κεφάλι του στο κρεβάτι τον έχει πάρει πάλι ο ύπνος.
Όταν ακούμπησε το κεφάλι του ένα δάκρυ έσταξε στο μαξιλάρι. Μετά από πολλά χρόνια ένα δάκρυ έφυγε από τα μάτια του. Ένα δάκρυ που σχημάτισε μια μικρή στρογγυλή στάμπα. Αλλά δεν έχασε τη μορφή του. Ούτε την υπόστασή του. Συνέχισε την πορεία του. Προς το ξέφωτο.
Ο Πέτρος είναι σπίτι του. Μόνος του. Στη βεράντα. Κάνει κρύο. Κρυώνει. Αλλά δεν τον νοιάζει. Δεν το καταλαβαίνει. Έχει να κοιμηθεί δυο μέρες. Δεν έχει φάει τίποτα. Αλλά δεν τον νοιάζει. Είναι ακουμπισμένος στον τοίχο της βεράντας. Έχει κουλουριαστεί και αγκαλιάζει τα γόνατά του. Στο χέρι του καίγεται ένα τσιγάρο. Όποτε το θυμάται παίρνει μια τζούρα. Όποτε έχει την ανάσα να το κάνει.
Δυο μέρες. Άυπνος και νηστικός. Το μόνο που κάνει είναι να καπνίζει και να πετάει τα πλαστικά ποτήρια με τα απομεινάρια του κρύου καφέ και του ξεραμένου αφρού. Πονάει. Όχι σωματικά όμως. Δεν ξέρει τι να κάνει. Αγγίζει το πρόσωπό του. Είναι υγρό. Από τα δάκρυα. Ξεσπάει σε λυγμούς. Άθελά του. Χωρίς να το ελέγχει. Σταματάει. Σκουπίζεται. Σηκώνεται όρθιος. Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο. Πηγαίνει προς τα κάγκελα της βεράντας. Ακουμπάει. Στηρίζεται με τους αγκώνες του.
Χαζεύει το δρόμο. Οι λάμπες είναι καμένες. Είναι σκοτεινά. Όπως κι οι σκέψεις του. Από μακριά ακούει τους ήχους της πόλης. Μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ. Μιας ζωντανής πόλης. Τα δάκρυα εμφανίζονται πάλι. Αυτή τη φορά χωρίς αναφιλητά, χωρίς λυγμούς, χωρίς κλάματα. Χωρίς τίποτα. Απλά φεύγουν από τα μάτια του. Και ταξιδεύουν προς το κενό. Σχηματίζουν λίγες πιτσιλιές στο πεζοδρόμιο. Πιτσιλιές που είναι θέμα λίγων στιγμών να εξαφανιστούν. Δε αντέχει να σκέφτεται. Δε θέλει. Τινάζεται απότομα και πηγαίνει προς τα μέσα σκουπίζοντας το πρόσωπό του. Ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει. Στέλνει ένα μήνυμα. Στο Σάκη.
Μήνυμα Πέτρου προς Σάκη.
Που είσαι ρε φιλαράκι;
Του έρχεται η αναφορά. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Πετάει το κινητό στον τοίχο με όλη του τη δύναμη. Σπάει σε πολλά κομμάτια. Δεν τον ενδιαφέρει. Εύχεται να μπορούσε να πάει να κοιμηθεί. Έστω και για λίγο. Δε μπορεί. Εύχεται να μπορούσε να πάρει χάπια. Όπως κι ο Γιώργος. Δε μπορεί. Να τον πείσουν να τα πάρει. Να τον ξεγελάσουν. Όπως κάνανε και με το Γιώργο. Δεν τα κατάφεραν.
Ξαναβγαίνει στη βεράντα. Ακουμπάει στον τοίχο. Ανάβει τσιγάρο. Αγκαλιάζει τα πόδια του. Βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του. Σε μια βεράντα της Αθήνας, ένα έμβρυο, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, δακρύζει σιωπηλά.
Εθνική οδός. Στροφή. Δρόμος. Στην άκρη του δρόμου αγριόχορτα. Ανάμεσα στα αγριόχορτα μια σπασμένη ζελατίνα κράνους. Δίπλα ένα σκισμένο τσαντάκι. Λίγο πιο κει ένα πακέτο Davidoff White. Δίπλα από το πακέτο ένα κινητό. Είναι εκεί δυο μέρες τώρα. Έχουν σφηνωθεί μέσα στα αγριόχορτα που τα προστατεύουν από τον αέρα. Είναι εκεί να θυμίζουν κάτι. Κάτι που έγινε.
Το κινητό είναι ακόμη ανοιχτό. Χτυπάει. Μήνυμα. Δεν είναι κανείς εκεί να το διαβάσει. Χτυπάει πάλι. Αυτή τη φορά είναι προειδοποίηση ότι η μπαταρία τελειώνει. Σε λίγα δευτερόλεπτα ξαναχτυπάει. Μήνυμα. Κανείς. Χτυπάει προειδοποιητικά για τελευταία φορά. Και σβήνει. Όπως έσβησε και η ζωή του Σάκη στο ασθενοφόρο. Στο δρόμο για το νοσοκομείο. Ένα ζεστό βράδυ του χειμώνα που είχε βγει για βόλτα με τη μηχανή. Όπως είχε κάνει τόσες άλλες φορές. Για να σκεφτεί όλα αυτά που τον απασχολούν. Τώρα πια δε χρειάζεται. Είναι ήρεμος. Όπου κι αν είναι. Εδώ και δυο μέρες.
Οι δύο φίλοι έκαναν αρκετό καιρό να ξαναβρεθούν. Δε μπορούσαν να αντικρίσουν ο ένας τον άλλο ξέροντας ότι δε μπορεί να είναι μαζί τους και ο Σάκης. Πέρασε καιρός και ξαναβρέθηκαν. Ποτέ δε ξέχασαν το φίλο τους. Πάντα τον είχαν μαζί τους. Κάθε φορά που έπιναν καφέ, ένα γαλακτομπουρεκάκι σε υγρή μορφή τους συνόδευε. Κάθε φορά που έτρωγαν μαζί, μια κόκα λάιτ ήταν πάνω στο τραπέζι. Κάθε φορά που έβγαιναν για ποτό, ένα HAIG με πάγο ήταν μέσα την παραγγελία τους. Κάθε φορά που ήταν κάπου και κάπνιζαν, ένα Davidoff White ήταν στηριγμένο στο τασάκι που χρησιμοποιούσαν.
Κάθε φορά που κάναν κάτι μαζί, υπήρχε κάτι για να τον έχουν μαζί τους. Συνέχισαν και δημιούργησαν τη ζωή τους. Οι δυο τους. Παρέα με τον τρίτο. Μέχρι το τέλος. Αλλά όλα αυτά είναι άλλες ιστορίες..
Τρία τυπάκια. Απλά τυπάκια. Αλλά ωραία τυπάκια!
Αυτή η ιστορία είναι για τους παλιούς αλλά όχι ξεχασμένους φίλους!
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα!
Να είστε όλοι καλά..
Σιγά σιγά αρχίζει να καταλαβαίνει τι γίνεται. Είναι σε ένα δάσος. Βρέχει. Το φύλλωμα των δέντρων είναι τόσο πυκνό που δεν αφήνει τη βροχή να φτάσει στο έδαφος. Η υγρασία είναι μεγάλη. Γι’ αυτό έχει παγώσει. Αναρωτιέται πως βρέθηκε εκεί. Ο φόβος αρχίζει να γίνεται τρόμος. Αλλά κάτι του λέει να συνεχίσει. Για κάποιο λόγο είναι εκεί. Πρέπει να συνεχίσει και κάπου θα βγει τελικά.
Από μακριά ακούγονται κάτι φωνές. Νομίζει ότι είναι φωνές. Αρχίζει να κατευθύνεται προς τα εκεί. Με μικρά και προσεκτικά βήματα. Πλησιάζει και οι φωνές δυναμώνουν. Παρατηρεί. Ένα αχνό φως έρχεται από το βάθος. Πρέπει να υπάρχει ένα ξέφωτο εκεί. Συνεχίζει. Οι φωνές δυναμώνουν αλλά εξακολουθεί να μη βλέπει κανέναν.
Συνεχίζει. Δε μπορεί να αισθανθεί τα πόδια του από το κρύο αλλά συνεχίζει. Είναι τρομοκρατημένος. Αλλά συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Οι φωνές αρχίζουν να γίνονται ξεκάθαρες. Δεν είναι φωνές. Είναι κλάματα. Από πού ακούγονται όμως; Δε μπορεί να δει κανέναν. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε κάποιες σκυμμένες μαυροφορεμένες φιγούρες να περπατάνε στο βάθος. Ανοησίες. Απλά το μυαλό του παίζει με τα μάτια του.
Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Τώρα που τα δέντρα είναι πιο αραιά αρχίζει να νιώθει πάνω του τις σταγόνες της βροχής. Κοιτάζει αυθόρμητα προς τα πάνω. Ανοίγει το στόμα. Για κάποιο λόγο θέλει να γευτεί τις σταγόνες της βροχής. Έχουν περίεργη γεύση. Αυτό δεν είναι βροχή. Αυτά που γεύτηκε ήταν δάκρυα. Έχει να κλάψει από μικρό παιδί αλλά ακόμη θυμάται τη γεύση τους. Είναι δάκρυα.
Κάτι συμβαίνει. Επιταχύνει το βήμα του κι ας φοβάται. Βγαίνει στο ξέφωτο. Δεν υπάρχει κανείς. Εκτός από κάτι που είναι στο κέντρο του. Φαίνεται σα βράχος. Αλλά έχει περίεργο σχήμα. Πλησιάζει. Όσο μειώνει την απόσταση άλλο τόσο θέλει να απομακρυνθεί. Όμως συνεχίζει. Κλείνει τα μάτια. Περπατάει στα τυφλά. Θέλει να σταματήσει. Αλλά συνεχίζει. Αγχώνεται. Αλλά συνεχίζει. Πανικοβάλλεται. Αλλά συνεχίζει. Δε θέλει. Αλλά συνεχίζει. Είναι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο και κρυώνει. Αλλά συνεχίζει. Έχει κακό προαίσθημα. Αλλά συνεχίζει. Χτυπάει κάπου. Σταματάει. Δε θέλει να ανοίξει τα μάτια. Αλλά τα ανοίγει.
Μια άμορφη μάζα από μέταλλα, πλαστικά και λάστιχα.
Ξυπνάει απότομα. Μούσκεμα από τον ιδρώτα. Είναι σπίτι του. Μόνος του. Μέσα στο σκοτάδι. Αμέσως ανακουφίζεται. Αισθάνεται πολύ περίεργα. Το κεφάλι του είναι πολύ βαρύ. Αλλά ευτυχώς ήταν μόνο ένα όνειρο. Χαλαρώνει. Παίρνει το κινητό του από το κομοδίνο και πληκτρολογεί ένα μήνυμα.
Μήνυμα Γιώργου προς Σάκη.
Τσογλάνι πρόσεχε με τη μηχανή γιατί είδα ένα κωλοόνειρο και αγχώθηκα. Το ξέρω ότι θα με κράζεις κι ότι αυτά είναι μαλακίες, αλλά εσύ πρόσεχε. Άντε τα λέμε αύριο.
Περίμενε να έρθει η αναφορά. Ήρθε. Ηρέμησε. Θέλει να σηκωθεί να κάνει ένα τσιγάρο να του φύγει η ένταση. Για κάποιο όμως ανεξήγητο λόγο δε μπορεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Νυστάζει. Πολύ. Ξαναξαπλώνει. Πριν ακόμη ακουμπήσει το κεφάλι του στο κρεβάτι τον έχει πάρει πάλι ο ύπνος.
Όταν ακούμπησε το κεφάλι του ένα δάκρυ έσταξε στο μαξιλάρι. Μετά από πολλά χρόνια ένα δάκρυ έφυγε από τα μάτια του. Ένα δάκρυ που σχημάτισε μια μικρή στρογγυλή στάμπα. Αλλά δεν έχασε τη μορφή του. Ούτε την υπόστασή του. Συνέχισε την πορεία του. Προς το ξέφωτο.
Ο Πέτρος είναι σπίτι του. Μόνος του. Στη βεράντα. Κάνει κρύο. Κρυώνει. Αλλά δεν τον νοιάζει. Δεν το καταλαβαίνει. Έχει να κοιμηθεί δυο μέρες. Δεν έχει φάει τίποτα. Αλλά δεν τον νοιάζει. Είναι ακουμπισμένος στον τοίχο της βεράντας. Έχει κουλουριαστεί και αγκαλιάζει τα γόνατά του. Στο χέρι του καίγεται ένα τσιγάρο. Όποτε το θυμάται παίρνει μια τζούρα. Όποτε έχει την ανάσα να το κάνει.
Δυο μέρες. Άυπνος και νηστικός. Το μόνο που κάνει είναι να καπνίζει και να πετάει τα πλαστικά ποτήρια με τα απομεινάρια του κρύου καφέ και του ξεραμένου αφρού. Πονάει. Όχι σωματικά όμως. Δεν ξέρει τι να κάνει. Αγγίζει το πρόσωπό του. Είναι υγρό. Από τα δάκρυα. Ξεσπάει σε λυγμούς. Άθελά του. Χωρίς να το ελέγχει. Σταματάει. Σκουπίζεται. Σηκώνεται όρθιος. Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο. Πηγαίνει προς τα κάγκελα της βεράντας. Ακουμπάει. Στηρίζεται με τους αγκώνες του.
Χαζεύει το δρόμο. Οι λάμπες είναι καμένες. Είναι σκοτεινά. Όπως κι οι σκέψεις του. Από μακριά ακούει τους ήχους της πόλης. Μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ. Μιας ζωντανής πόλης. Τα δάκρυα εμφανίζονται πάλι. Αυτή τη φορά χωρίς αναφιλητά, χωρίς λυγμούς, χωρίς κλάματα. Χωρίς τίποτα. Απλά φεύγουν από τα μάτια του. Και ταξιδεύουν προς το κενό. Σχηματίζουν λίγες πιτσιλιές στο πεζοδρόμιο. Πιτσιλιές που είναι θέμα λίγων στιγμών να εξαφανιστούν. Δε αντέχει να σκέφτεται. Δε θέλει. Τινάζεται απότομα και πηγαίνει προς τα μέσα σκουπίζοντας το πρόσωπό του. Ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει. Στέλνει ένα μήνυμα. Στο Σάκη.
Μήνυμα Πέτρου προς Σάκη.
Που είσαι ρε φιλαράκι;
Του έρχεται η αναφορά. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Πετάει το κινητό στον τοίχο με όλη του τη δύναμη. Σπάει σε πολλά κομμάτια. Δεν τον ενδιαφέρει. Εύχεται να μπορούσε να πάει να κοιμηθεί. Έστω και για λίγο. Δε μπορεί. Εύχεται να μπορούσε να πάρει χάπια. Όπως κι ο Γιώργος. Δε μπορεί. Να τον πείσουν να τα πάρει. Να τον ξεγελάσουν. Όπως κάνανε και με το Γιώργο. Δεν τα κατάφεραν.
Ξαναβγαίνει στη βεράντα. Ακουμπάει στον τοίχο. Ανάβει τσιγάρο. Αγκαλιάζει τα πόδια του. Βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του. Σε μια βεράντα της Αθήνας, ένα έμβρυο, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, δακρύζει σιωπηλά.
Εθνική οδός. Στροφή. Δρόμος. Στην άκρη του δρόμου αγριόχορτα. Ανάμεσα στα αγριόχορτα μια σπασμένη ζελατίνα κράνους. Δίπλα ένα σκισμένο τσαντάκι. Λίγο πιο κει ένα πακέτο Davidoff White. Δίπλα από το πακέτο ένα κινητό. Είναι εκεί δυο μέρες τώρα. Έχουν σφηνωθεί μέσα στα αγριόχορτα που τα προστατεύουν από τον αέρα. Είναι εκεί να θυμίζουν κάτι. Κάτι που έγινε.
Το κινητό είναι ακόμη ανοιχτό. Χτυπάει. Μήνυμα. Δεν είναι κανείς εκεί να το διαβάσει. Χτυπάει πάλι. Αυτή τη φορά είναι προειδοποίηση ότι η μπαταρία τελειώνει. Σε λίγα δευτερόλεπτα ξαναχτυπάει. Μήνυμα. Κανείς. Χτυπάει προειδοποιητικά για τελευταία φορά. Και σβήνει. Όπως έσβησε και η ζωή του Σάκη στο ασθενοφόρο. Στο δρόμο για το νοσοκομείο. Ένα ζεστό βράδυ του χειμώνα που είχε βγει για βόλτα με τη μηχανή. Όπως είχε κάνει τόσες άλλες φορές. Για να σκεφτεί όλα αυτά που τον απασχολούν. Τώρα πια δε χρειάζεται. Είναι ήρεμος. Όπου κι αν είναι. Εδώ και δυο μέρες.
Οι δύο φίλοι έκαναν αρκετό καιρό να ξαναβρεθούν. Δε μπορούσαν να αντικρίσουν ο ένας τον άλλο ξέροντας ότι δε μπορεί να είναι μαζί τους και ο Σάκης. Πέρασε καιρός και ξαναβρέθηκαν. Ποτέ δε ξέχασαν το φίλο τους. Πάντα τον είχαν μαζί τους. Κάθε φορά που έπιναν καφέ, ένα γαλακτομπουρεκάκι σε υγρή μορφή τους συνόδευε. Κάθε φορά που έτρωγαν μαζί, μια κόκα λάιτ ήταν πάνω στο τραπέζι. Κάθε φορά που έβγαιναν για ποτό, ένα HAIG με πάγο ήταν μέσα την παραγγελία τους. Κάθε φορά που ήταν κάπου και κάπνιζαν, ένα Davidoff White ήταν στηριγμένο στο τασάκι που χρησιμοποιούσαν.
Κάθε φορά που κάναν κάτι μαζί, υπήρχε κάτι για να τον έχουν μαζί τους. Συνέχισαν και δημιούργησαν τη ζωή τους. Οι δυο τους. Παρέα με τον τρίτο. Μέχρι το τέλος. Αλλά όλα αυτά είναι άλλες ιστορίες..
Τρία τυπάκια. Απλά τυπάκια. Αλλά ωραία τυπάκια!
Αυτή η ιστορία είναι για τους παλιούς αλλά όχι ξεχασμένους φίλους!
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα!
Να είστε όλοι καλά..