22 Απρ 2014

Το τρίο και το τέλος..

Σκοτάδι. Απόλυτο. Ο Γιώργος είναι μόνος του. Δε βλέπει τίποτα. Περπατάει. Στα τυφλά. Κουνάει τα πόδια του χωρίς να ξέρει που θα τον βγάλει το επόμενο βήμα. Φοβάται. Θέλει να σταματήσει αλλά δε μπορεί. Κάτι τον σπρώχνει να συνεχίσει. Το έδαφος είναι νοτισμένο. Σαν να έχει βρέξει. Μπορεί ακόμη να ακούσει τον ήχο της βροχής. Αλλά οι σταγόνες δε φτάνουν σ’ αυτόν. Είναι ξυπόλητος. Κρυώνει. Θέλει να σταματήσει. Αλλά κάνει ένα ακόμη βήμα. Σκουντάει κάπου. Είναι τραχύ και ψηλό. Προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. Ψηλαφίζει αυτό που σκούντηξε. Είναι ένα δέντρο.

Σιγά σιγά αρχίζει να καταλαβαίνει τι γίνεται. Είναι σε ένα δάσος. Βρέχει. Το φύλλωμα των δέντρων είναι τόσο πυκνό που δεν αφήνει τη βροχή να φτάσει στο έδαφος. Η υγρασία είναι μεγάλη. Γι’ αυτό έχει παγώσει. Αναρωτιέται πως βρέθηκε εκεί. Ο φόβος αρχίζει να γίνεται τρόμος. Αλλά κάτι του λέει να συνεχίσει. Για κάποιο λόγο είναι εκεί. Πρέπει να συνεχίσει και κάπου θα βγει τελικά.

Από μακριά ακούγονται κάτι φωνές. Νομίζει ότι είναι φωνές. Αρχίζει να κατευθύνεται προς τα εκεί. Με μικρά και προσεκτικά βήματα. Πλησιάζει και οι φωνές δυναμώνουν. Παρατηρεί. Ένα αχνό φως έρχεται από το βάθος. Πρέπει να υπάρχει ένα ξέφωτο εκεί. Συνεχίζει. Οι φωνές δυναμώνουν αλλά εξακολουθεί να μη βλέπει κανέναν.

Συνεχίζει. Δε μπορεί να αισθανθεί τα πόδια του από το κρύο αλλά συνεχίζει. Είναι τρομοκρατημένος. Αλλά συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Οι φωνές αρχίζουν να γίνονται ξεκάθαρες. Δεν είναι φωνές. Είναι κλάματα. Από πού ακούγονται όμως; Δε μπορεί να δει κανέναν. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε κάποιες σκυμμένες μαυροφορεμένες φιγούρες να περπατάνε στο βάθος. Ανοησίες. Απλά το μυαλό του παίζει με τα μάτια του.

Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει. Πλησιάζει προς το ξέφωτο. Τώρα που τα δέντρα είναι πιο αραιά αρχίζει να νιώθει πάνω του τις σταγόνες της βροχής. Κοιτάζει αυθόρμητα προς τα πάνω. Ανοίγει το στόμα. Για κάποιο λόγο θέλει να γευτεί τις σταγόνες της βροχής. Έχουν περίεργη γεύση. Αυτό δεν είναι βροχή. Αυτά που γεύτηκε ήταν δάκρυα. Έχει να κλάψει από μικρό παιδί αλλά ακόμη θυμάται τη γεύση τους. Είναι δάκρυα.

Κάτι συμβαίνει. Επιταχύνει το βήμα του κι ας φοβάται. Βγαίνει στο ξέφωτο. Δεν υπάρχει κανείς. Εκτός από κάτι που είναι στο κέντρο του. Φαίνεται σα βράχος. Αλλά έχει περίεργο σχήμα. Πλησιάζει. Όσο μειώνει την απόσταση άλλο τόσο θέλει να απομακρυνθεί. Όμως συνεχίζει. Κλείνει τα μάτια. Περπατάει στα τυφλά. Θέλει να σταματήσει. Αλλά συνεχίζει. Αγχώνεται. Αλλά συνεχίζει. Πανικοβάλλεται. Αλλά συνεχίζει. Δε θέλει. Αλλά συνεχίζει. Είναι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο και κρυώνει. Αλλά συνεχίζει. Έχει κακό προαίσθημα. Αλλά συνεχίζει. Χτυπάει κάπου. Σταματάει. Δε θέλει να ανοίξει τα μάτια. Αλλά τα ανοίγει.

Μια άμορφη μάζα από μέταλλα, πλαστικά και λάστιχα.

Ξυπνάει απότομα. Μούσκεμα από τον ιδρώτα. Είναι σπίτι του. Μόνος του. Μέσα στο σκοτάδι. Αμέσως ανακουφίζεται. Αισθάνεται πολύ περίεργα. Το κεφάλι του είναι πολύ βαρύ. Αλλά ευτυχώς ήταν μόνο ένα όνειρο. Χαλαρώνει. Παίρνει το κινητό του από το κομοδίνο και πληκτρολογεί ένα μήνυμα.

Μήνυμα Γιώργου προς Σάκη.
Τσογλάνι πρόσεχε με τη μηχανή γιατί είδα ένα κωλοόνειρο και αγχώθηκα. Το ξέρω ότι θα με κράζεις κι ότι αυτά είναι μαλακίες, αλλά εσύ πρόσεχε. Άντε τα λέμε αύριο.

Περίμενε να έρθει η αναφορά. Ήρθε. Ηρέμησε. Θέλει να σηκωθεί να κάνει ένα τσιγάρο να του φύγει η ένταση. Για κάποιο όμως ανεξήγητο λόγο δε μπορεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Νυστάζει. Πολύ. Ξαναξαπλώνει. Πριν ακόμη ακουμπήσει το κεφάλι του στο κρεβάτι τον έχει πάρει πάλι ο ύπνος.

Όταν ακούμπησε το κεφάλι του ένα δάκρυ έσταξε στο μαξιλάρι. Μετά από πολλά χρόνια ένα δάκρυ έφυγε από τα μάτια του. Ένα δάκρυ που σχημάτισε μια μικρή στρογγυλή στάμπα. Αλλά δεν έχασε τη μορφή του. Ούτε την υπόστασή του. Συνέχισε την πορεία του. Προς το ξέφωτο.

Ο Πέτρος είναι σπίτι του. Μόνος του. Στη βεράντα. Κάνει κρύο. Κρυώνει. Αλλά δεν τον νοιάζει. Δεν το καταλαβαίνει. Έχει να κοιμηθεί δυο μέρες. Δεν έχει φάει τίποτα. Αλλά δεν τον νοιάζει. Είναι ακουμπισμένος στον τοίχο της βεράντας. Έχει κουλουριαστεί και αγκαλιάζει τα γόνατά του. Στο χέρι του καίγεται ένα τσιγάρο. Όποτε το θυμάται παίρνει μια τζούρα. Όποτε έχει την ανάσα να το κάνει.

Δυο μέρες. Άυπνος και νηστικός. Το μόνο που κάνει είναι να καπνίζει και να πετάει τα πλαστικά ποτήρια με τα απομεινάρια του κρύου καφέ και του ξεραμένου αφρού. Πονάει. Όχι σωματικά όμως. Δεν ξέρει τι να κάνει. Αγγίζει το πρόσωπό του. Είναι υγρό. Από τα δάκρυα. Ξεσπάει σε λυγμούς. Άθελά του. Χωρίς να το ελέγχει. Σταματάει. Σκουπίζεται. Σηκώνεται όρθιος. Ανάβει ένα ακόμη τσιγάρο. Πηγαίνει προς τα κάγκελα της βεράντας. Ακουμπάει. Στηρίζεται με τους αγκώνες του.

Χαζεύει το δρόμο. Οι λάμπες είναι καμένες. Είναι σκοτεινά. Όπως κι οι σκέψεις του. Από μακριά ακούει τους ήχους της πόλης. Μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ. Μιας ζωντανής πόλης. Τα δάκρυα εμφανίζονται πάλι. Αυτή τη φορά χωρίς αναφιλητά, χωρίς λυγμούς, χωρίς κλάματα. Χωρίς τίποτα. Απλά φεύγουν από τα μάτια του. Και ταξιδεύουν προς το κενό. Σχηματίζουν λίγες πιτσιλιές στο πεζοδρόμιο. Πιτσιλιές που είναι θέμα λίγων στιγμών να εξαφανιστούν. Δε αντέχει να σκέφτεται. Δε θέλει. Τινάζεται απότομα και πηγαίνει προς τα μέσα σκουπίζοντας το πρόσωπό του. Ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει. Στέλνει ένα μήνυμα. Στο Σάκη.

Μήνυμα Πέτρου προς Σάκη.
Που είσαι ρε φιλαράκι;

Του έρχεται η αναφορά. Δεν ξέρει πως να αντιδράσει. Πετάει το κινητό στον τοίχο με όλη του τη δύναμη. Σπάει σε πολλά κομμάτια. Δεν τον ενδιαφέρει. Εύχεται να μπορούσε να πάει να κοιμηθεί. Έστω και για λίγο. Δε μπορεί. Εύχεται να μπορούσε να πάρει χάπια. Όπως κι ο Γιώργος. Δε μπορεί. Να τον πείσουν να τα πάρει. Να τον ξεγελάσουν. Όπως κάνανε και με το Γιώργο. Δεν τα κατάφεραν.

Ξαναβγαίνει στη βεράντα. Ακουμπάει στον τοίχο. Ανάβει τσιγάρο. Αγκαλιάζει τα πόδια του. Βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του. Σε μια βεράντα της Αθήνας, ένα έμβρυο, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, δακρύζει σιωπηλά.

Εθνική οδός. Στροφή. Δρόμος. Στην άκρη του δρόμου αγριόχορτα. Ανάμεσα στα αγριόχορτα μια σπασμένη ζελατίνα κράνους. Δίπλα ένα σκισμένο τσαντάκι. Λίγο πιο κει ένα πακέτο Davidoff White. Δίπλα από το πακέτο ένα κινητό. Είναι εκεί δυο μέρες τώρα. Έχουν σφηνωθεί μέσα στα αγριόχορτα που τα προστατεύουν από τον αέρα. Είναι εκεί να θυμίζουν κάτι. Κάτι που έγινε.

Το κινητό είναι ακόμη ανοιχτό. Χτυπάει. Μήνυμα. Δεν είναι κανείς εκεί να το διαβάσει. Χτυπάει πάλι. Αυτή τη φορά είναι προειδοποίηση ότι η μπαταρία τελειώνει. Σε λίγα δευτερόλεπτα ξαναχτυπάει. Μήνυμα. Κανείς. Χτυπάει προειδοποιητικά για τελευταία φορά. Και σβήνει. Όπως έσβησε και η ζωή του Σάκη στο ασθενοφόρο. Στο δρόμο για το νοσοκομείο. Ένα ζεστό βράδυ του χειμώνα που είχε βγει για βόλτα με τη μηχανή. Όπως είχε κάνει τόσες άλλες φορές. Για να σκεφτεί όλα αυτά που τον απασχολούν. Τώρα πια δε χρειάζεται. Είναι ήρεμος. Όπου κι αν είναι. Εδώ και δυο μέρες.

Οι δύο φίλοι έκαναν αρκετό καιρό να ξαναβρεθούν. Δε μπορούσαν να αντικρίσουν ο ένας τον άλλο ξέροντας ότι δε μπορεί να είναι μαζί τους και ο Σάκης. Πέρασε καιρός και ξαναβρέθηκαν. Ποτέ δε ξέχασαν το φίλο τους. Πάντα τον είχαν μαζί τους. Κάθε φορά που έπιναν καφέ, ένα γαλακτομπουρεκάκι σε υγρή μορφή τους συνόδευε. Κάθε φορά που έτρωγαν μαζί, μια κόκα λάιτ ήταν πάνω στο τραπέζι. Κάθε φορά που έβγαιναν για ποτό, ένα HAIG με πάγο ήταν μέσα την παραγγελία τους. Κάθε φορά που ήταν κάπου και κάπνιζαν, ένα Davidoff White ήταν στηριγμένο στο τασάκι που χρησιμοποιούσαν.

Κάθε φορά που κάναν κάτι μαζί, υπήρχε κάτι για να τον έχουν μαζί τους. Συνέχισαν και δημιούργησαν τη ζωή τους. Οι δυο τους. Παρέα με τον τρίτο. Μέχρι το τέλος. Αλλά όλα αυτά είναι άλλες ιστορίες..

Τρία τυπάκια. Απλά τυπάκια. Αλλά ωραία τυπάκια!

Αυτή η ιστορία είναι για τους παλιούς αλλά όχι ξεχασμένους φίλους!
Σας ευχαριστώ πολύ για όλα!
Να είστε όλοι καλά..


9 Οκτ 2009

Με νοιάζει όμως

Σκόρπιες σκέψεις. Πεταμένα χαρτιά. Χυμένα μελάνια. Ένα μαρκαδοράκι κι ένα μολύβι χωρίς μύτη. Ένα πληκτρολόγιο με δεκαεφτά γράμματα, τρία σημεία στίξης και το enter. Μα τι διάολο έγινε; Εγώ κάτι θυμάμαι. Δεν τα είχα αφήσει έτσι. Τέσπα. Δεν ξέρω.

Το τρίο που πήγε; Κάπου σε ένα νησί το είχα αφήσει. Γυρίσανε; Δεν ξέρω. Και δε με έχουν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο. Καλά τσογλάνια είναι κι αυτά. Ο άλλος; Ο Ιερεμίας; Άλλος αυτός. Που διάολο γυρνοβολάει κι έχει χαθεί; Θα γυρίσει άραγε; Δεν ξέρω. Εκείνες τις μικρές ιστορίες με κουρασμένους αντιήρωες και άθλια σκηνικά; Που θα τις βρω; Θα καταφέρω να τις γράψω; Δεν ξέρω. Την όρμηση; Τα αληρήματα; Κάτι λίγες εκτροπές και μερικές εξηγήσεις; Τις ατυπίες και τις αφωνίες; Που θα τα χωρέσω όλα αυτά έχοντας μόνο ένα Παρ; Δεν ξέρω. Τα νέα; Εδώ χαμογέλασα λιγάκι. Παρόλα αυτά πως θα τα πω ενώ μου φαίνονται όλα παλιά; Δεν ξέρω.

Θα καταλάβουν κάποιοι πόσο πολύ μου έλειψε το γράψιμό τους; Δεν ξέρω. Η παρέα τους μέσα από τα blog τους; Δεν ξέρω. Έχει νόημα να τους αναφέρω έναν έναν; Δεν ξέρω. Δε μπορώ όμως να μην αναρατωτηθώ. Η Αναστασία ξέρει πόσο πολύ την εκτιμώ κι ας μην είχα καταφέρει (μέχρι πριν λίγο καιρό) να της πω ούτε ένα απλό ευχαριστώ; Δεν ξέρω. Η Κυρά ξέρει πόσο πολύ με βοήθησε στο παρελθόν; Την έχω κάνει να το καταλάβει; Θα το κάνω; Δεν ξέρω. Υπήρξα έστω και για μια στιγμή καλός/σωστός σε κάποια άτομα που πραγματικά γουστάρω κι έχουν σπαταλήσει στο παρελθόν στιγμές ενδιαφέροντος για μένα; Δεν ξέρω.

Η κλεψύδρα του χρόνου που πήγε; Δεν ξέρω. Πάντως θυμάμαι ότι την είχα βολέψει καλά μέσα στην τρύπια τσέπη μου. Τελικά θα καταφέρω να κάνω ένα βήμα χωρίς να πατήσω τη σκιά μου; Δεν ξέρω. Το προσπαθώ εδώ και καιρό αλλά όλο από κάτω μου τη βρίσκω. Θα μου φύγει επιτέλους η ψευδαίσθηση του ελεύθερου χρόνου για να κάνω όλα αυτά που θέλω να κάνω; Δεν ξέρω. Τα νούφαρα θα αντέξουν το βάρος μου; Δεν ξέρω.

Δεν είναι σαχλαμάρα να εξαφανίζεσαι (ξαφνικά), να εμφανίζεσαι και μετά από λίγο να ξαναεξαφανίζεσαι (ακόμη πιο ξαφνικά) για να ξαναεμφανιστείς; Αυτό το ξέρω. Είναι!

Όλα τα άλλα (στην πορεία) θα τα μάθω..

3 Ιουν 2009

Το τρίο κι η κουμπαριά (10)

Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό αποφασίστηκε. Μάλλον πρωί ήταν. Το θέμα είναι ότι μετά από πολλή κουβέντα και ακόμη πιο πολλά τσιγάρα, τα μιλήσανε. Τα συμφωνήσανε, όπως λέει και το άσμα. Με την πρώτη ευκαιρία θα την κάνανε. Θα πήγαιναν ένα μίνι ταξιδάκι. Έστω και για μια μέρα. Να αλλάξουν παραστάσεις. Να δουν κάτι καινούριο. Να ξεφύγει λίγο το μυαλό τους στην τελική, για να μη σκέφτονται αυτά που τους πονάνε. Και μπορεί να μην είναι πολλά αυτά που πονάνε. Αλλά πονάνε πολύ. Τα άτιμα.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε. Μπορεί να μην ήταν η ιδανική αλλά ήταν εκεί και την άρπαξαν. Προορισμός η Αίγινα. Θα ήταν ψιλοάδεια γιατί πιάσανε τα κρύα. Αλλά τι να λέει; Δεν πήγαιναν για τον κόσμο. Κανονίστηκε λοιπόν στο πιτς φιτίλι κι ας μην ήξεραν τι είναι αυτό το πιτς. Ο Γιώργος με τον Πέτρο θα φτάνανε στην Αίγινα το μεσημεράκι για να βρουν και δωμάτιο να μείνουν. Ο Σάκης θα τελείωνε κάτι δουλειές που είχε και θα έφευγε με το μεσημεριανό πλοίο για να τους βρει. Όλα κομπλέ.

«Έλα ρε. … Ναι, μην αγχώνεσαι. … Basilaki’s rooms στην Αγιά Μαρίνα. … Άντε, σε περιμένουμε. … Τα λέμε.» Ο Γιώργος κλείνει το τηλέφωνο και γυρνάει προς τον Πέτρο. «Σε κανά τριωράκι το πολύ θα είναι εδώ. Εμείς τι θα κάνουμε;»
«Θα σου έλεγα να πάμε για κανά ταβλάκι αλλά θα είναι μαλακία να ρίχνουμε εμείς τα ζάρια» απαντάει προβληματισμένος αυτός. «Μήπως να την πέσουμε για κανάν υπνάκο;»
«Ρε λες;»
Και το είπε. Βάλανε τα λιγοστά πράγματα στην άκρη και την πέσανε για κανά δυωράκι. Για να φτιάξουν επιδερμίδα μέχρι να έρθει ο άλλος. Ούτε ρούχα βγάλανε, ούτε τίποτα. Να είναι σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο. Παν ενδεχόμενο και παπαριές. Απλά βαριόντουσαν να ξεντυθούν.

Για δύο ώρες πέσανε αλλά πέντε περάσανε. Και κάτι λεπτά και κάτι λίγα από τα άλλα, τα δευτερόλεπτα. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Σημασία έχει ότι κοιμήθηκαν σαν αρνάκια άσπρα και παχιά, της μάνας τους καμάρι, για πέντε ώρες. Πρώτος ξυπνάει ο Γιώργος. Κοιτάει το ρολόι του και ανασκουμπώνεται. Σκουντάει τον Πέτρο δίπλα του, που ακόμη κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, ενώ παράλληλα ψάχνει το κινητό του. Το βρίσκει, το ελέγχει και δε βλέπει καμία κλήση. “Τι έγινε ο άλλος;” σκέφτεται. «Ρε παπάρα κοίτα λίγο το κινητό σου. Μας έπαιρνε ο άλλος και δεν το πήραμε χαμπάρι;» ρωτάει με την κάτω σιαγόνα του να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να ακουμπήσει το στήθος του. Χασμουριόταν ντε, απλά είπα να το πω πιο ποιητικά. Ο παπάρας όμως έχει γυρίσει πλευρό, έχει τουρλώσει κωλαράκι και προσπαθεί να βολευτεί για να γίνει και πάλι καμάρι της μαμάς του. Ο Γιώργος νευριάζει με τον Πέτρο γιατί ανησυχεί για το Σάκη, μπέρδεμα, κι ελέγχει μόνος του το κινητό του κοιμισμένου. Καμία κλήση κι εκεί. Έτσι, το ένα εκ των δύο αρνιών, το ξύπνιο, παίρνει κατευθείαν το κινητό του για να πάρει το απολωλό πρόβατο.

«Οοοχιιι;» απαντά μετά από δύο χτυπήματα ο Σάκης. Έτσι σηκώνει αυτός τα τηλέφωνα. Αφού τα έχουμε ξαναπεί. Το θέμα είναι ότι το είπε με έναν ανάλαφρο και, ίσα που να τον πεις, αισθησιακό τρόπο.
«Έλα ρε αγόρι μου. Που είσαι τόσες ώρες;» ρωτάει κατευθείαν ο Γιώργος με μια δόση ανακούφισης χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χροιά του Σάκη. Θα καταλάβει όμως αργότερα.
«Πόσες ώρες;»
«Πολλές. Που είσαι ρε;»
«Εδώ.»
«Που εδώ;»
«Εκεί.»
«Με δουλεύεις ρε μαλάκα;»
«Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο.»
«Ωραία, που είσαι τότε;»
«Εκεί που είσαι κι εσύ.»
«Και γιατί δε σε βλέπω;»
«Δεν ξέρω τι εννοείς. Εγώ πάντως εννοώ την Αίγινα» δίνει κι εξηγήσεις, τρομάρα να του ’ρθει.
«Έφτασες δηλαδή;»
«Ε τι λέμε τόση ώρα;»
«Μακάρι να ’ξερα» κι αλήθεια δεν πολυήξερε και τι λέγανε τόση ώρα. Έκανε όμως φιλότιμες προσπάθειες να καταλάβει. «Ωραία ας το πάρουμε από την αρχή.»
«Ό,τι θέλει το φιλαράκι μου.»
«Έφτασες Αίγινα;»
«Αμέ.»
«Και που είσαι;»
«Αν σου πω εδώ, θα τσατιστείς;» κάνει και χούμορ.
«Κι όχι μόνο.»
«Εντάξει, εντάξει. Στην Αγιά Μαρίνα είμαι.»
«Τα δωμάτια τα βρήκες;»
«Όχι. Δεν ήξερε κανένας τα δωμάτια του Γιάννη.»
«Ποιανού Γιάννη ρε μαλάκα; Basilaki’s rooms σου είπα.»
«Ααααααααα» κάνει ότι κατάλαβε.
«Σάκη αγόρι μου, μεθυσμένος είσαι;» ρωτάει ο Γιώργος λες και δεν το ’χε καταλάβει.
«Δε με λες και ξεμέθυστο» απαντάει κι ο Σάκης για να επισφραγίσει το συμπέρασμα.
«Πολύ ωραία.»
«Μόνο ωραία;»
«Συγκεντρώσου ρε να συνεννοηθούμε.»
«Ό.τι θέλει ο Γιωργάκης μου.» Αφού είναι υπάκουο παιδί. Τι να λέμε τώρα;
«Από την αρχή.»
«Να το πάρουμε από τη μέση γιατί την αρχή την κάναμε δυο φορές αλλά δε βγάλαμε άκρη;» Κι όμως αυτό είπε μες στη μέθη του. Μέθη; Υπερβολές. Μια χαλαρή και ανάλαφρη ευδιαθεσία είχε ο άνθρωπος. Όπως τότε με τους τραμπούκους.
«Ρε μαλάκα συγκεντρώσου λίγο και πες μου που είσαι.»
«Σ’ ένα μεζεδοπωλείο.»
«Σε ποιο;»
«Στα Ατσαλένια Πιρούνια.»
«Μα είναι όνομα τώρα αυτό;» Άκου που κόλλησε ο άλλος τέτοια ώρα. Εδώ δε μπορούν να συνεννοηθούν για τα απλά, τα εικαστικά σχόλια τους μαράνανε.
«Άντε ντε» απαντάει κι ο άλλος. Λες κι είναι καλύτερος.
«Και πως βρέθηκες εκεί ρε άνθρωπε;» δεν άντεξε να μη ρωτήσει.
«Μπήκα να ρωτήσω που είναι τα δωμάτια του τέτοιου, πως τον είπες, και ξέμεινα.»
«Ωραία. Ερχόμαστε τώρα με τον Πέτρο, που κοιμάται σα βόδι, να σε βρούμε.» Ο Πετράκης που δεν είχε κουνήσει ούτε βλέφαρο κατά τη διάρκεια της ομολογουμένως τελικά πετυχημένης συνομιλίας πήρε προαγωγή. Από αρνάκι έγινε βόδι. Και μοσχαναθρεμένο μάλιστα.

Με τα πολλά, για να μη σας κουράζω, αφού ρωτήσανε τη μαμά του Basilaki στην είσοδο, ξεκίνησαν για τα Ατσαλένια Πιρούνια. Καθώς πλησιάζανε παρατήρησαν ότι το μαγαζί είναι άδειο, εκτός από δύο άτομα που κάθονταν στα τραπεζάκια που ήταν έξω. Ο ένας ήταν ο δικός τους. Ο άλλος ήταν ένας μεγάλος, και σε σωματότυπο και σε ηλικία, τύπος. Κι αυτά τα δύο άτομα μιλάγανε και πίνανε από κάτι σφηνοπότηρα. Φτάνουν και στέκονται δίπλα από το τραπέζι τους. Ο μεγάλος γυρνάει και με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του τους καλωσορίζει. «Αααππ. Να τα και τα κουμπαράκια» τους λέει και αμέσως σηκώνεται και πάει προς τα μέσα.
Ο Πέτρος κοιτάει το Σάκη και απορεί. «Ποια κουμπαράκια; Τι λέει αυτός ρε;»
Ο Σάκης κοιτάει τον Πέτρο και εξηγεί. Στο περίπου. «Απ’ ότι έχω καταλάβει μου προξενεύει την κόρη του ή την ανιψιά του, δεν είμαι και πολύ σίγουρος, γιατί με έχει κόψει και πολύ γαμώ τα παιδιά. Κι επειδή τόση ώρα του μίλησα και για σας αποφασίσαμε ότι εσείς θα μας παντρέψετε.» Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Πριν προλάβουν οι άλλοι να αρχίσουν τις ερωτήσεις σκάει μύτη. Μη βάζετε πράγματα με το νου σας. Ούτε η κόρη ούτε η ανιψιά έσκασε μύτη. Ο κυρ Μιχάλης ήταν, ο ιδιοκτήτης των Ατσαλένιων Πιρουνιών, με δύο καθαρά σφηνοπότηρα και μια καινούρια καράφα με τσιπουράκι παραγωγής του. «Άντε κουμπαράκια μου, βολευτείτε κι εσείς να τα πιούμε.»

Δεν έμενε τίποτα άλλο παρά να βολευτούν κι αυτοί για να τα πιούνε. Κι όσο αυτοί τα πίνουν και λένε τα δικά τους, ας σας πω εγώ τι έγινε. Στο περίπου πάντα. Κοντολογής. Φτάνοντας ο Σάκης στην Αγιά Μαρίνα μπαίνει στο μεζεδοπωλείο να ρωτήσει που είναι τα δωμάτια του τέτοιου. Ο κυρ Μιχάλης ήταν μόνος του, ψιλοβαριόταν κιόλας, και μόλις είδε το Σάκη χάρηκε. Σαν φιλόξενος άνθρωπος που είναι κι αφού δεν ήξερε πραγματικά ποιανού τέτοιου δωμάτια έψαχνε ο Σάκης, τον έψησε να κάτσει να τον κεράσει ένα τσιπουράκι και θα τη βρουν την άκρη. Ο Σάκης δεν ήθελε και πολύ να πειστεί. Θα έπινε το τσιπουράκι του και μετά θα έπαιρνε τηλέφωνο τους άλλους για να μάθει. Έλα όμως που μαζί με το αλκοόλ σκάσανε και κάτι μεζεδάκια και στρογγυλοκάθησαν. Άρχισαν την κουβέντα. Το ’να έφερνε τ’ άλλο και μίλησαν και για γυναίκες. Ο κυρ Μιχάλης αποδείχθηκε χήρος εδώ και λίγα χρόνια κι ο Σάκης ζωντοχήρος εδώ και λίγους μήνες. Κάπου εκεί συμπόνεσε ο μεγάλος τον μικρό και για να τον παρηγορήσει άρχισε γι’ αστείο να του προξενεύει την κόρη του ή την ανιψιά του. Ποτέ δεν διευκρινίστηκε αυτό. Οι κουμπάροι πάντως κλείσανε. Πιο μετά ήρθαν κι οι άλλοι δύο. Το τσίπουρο έρεε, τα πιάτα αδειάζανε και η κουβέντα συνεχίστηκε. Γι’ αρκετή ώρα.

Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται κι άλλοι πελάτες. Όχι πολλοί. Ίσα ίσα να πηγαινοέρχεται ο κυρ Μιχάλης. Οι τρεις τους αποφάσισαν να φύγουν. Να πάνε μια βόλτα προς την παραλία. Να τους φυσήξει λίγο το δροσερό, φθινοπωρινό, θαλασσινό αεράκι. Σηκώθηκαν, άφησαν στα κλεφτά λίγα λεφτά στο τραπέζι, γιατί ο κυρ Μιχάλης δε δεχόταν τίποτα, χαιρετήθηκαν κι έφυγαν. “Οίνος ευφραίνει καρδία” λέει ο σοφός λαός. Το τσίπουρο να δείτε. Με το μυαλό όμως τι γίνεται; Αυτό είναι πιο σκληρό. Πιο απαιτητικό. Θέλει περισσότερα.

Φτάσανε στην παραλία. Δεν υπήρχε ψυχή. Ούτε για δείγμα. Περπατάνε στην αμμουδιά και κάθονται ακριβώς εκεί που σκάει το κύμα. Κοιτάνε προς τα πάνω. Πανσέληνος. Ήταν ανάγκη; Αφού είναι ρομαντικά τα κωλόπαιδα. Ανάβουν τσιγάρο και χαζεύουν την αντανάκλαση του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα.
«Τελείωσε» ψιθυρίζει ο λογοδοσμένος.
«Έφυγε» μονολογεί ο ένας κουμπάρος.
«Πρέπει να το πάρουμε από την αρχή» σκέφτεται ο άλλος κουμπάρος.
Ο Σάκης έβγαζε τα παπούτσια του ενώ ο Πέτρος ξεκούμπωνε το παντελόνι του την ώρα που ο Γιώργος έβγαζε τη μπλούζα του. Δεν είχαν κολυμπήσει ποτέ μέχρι τώρα στο φεγγαρόδρομο. Είχε έρθει η στιγμή να το κάνουν. Και το έκαναν.

Λίγο ζαλισμένοι. Μια κουμπαριά ταξιδιάρηδες. Μια βουτιά μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!

Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη σε αυτούς που θέλουν αλλά δυσκολεύονται να το πάρουν από την αρχή..

27 Μαΐ 2009

Ψιτ ψιτ..

Πάει λίγος καιρός από την τελευταία φορά και ξεσυνήθισα. Αυτή την ανάρτηση την έχω γράψει και την έχω σβήσει πάνω από δέκα φορές. Τη μία έγραφα γενικόλογα για αυτούς τους μήνες. Την άλλη ήθελα να ευχαριστήσω κάποια άτομα για τα υπέροχα σχόλιά τους στην προηγούμενη ανάρτηση. Την παραάλλη αναφερόμουνα σε άλλους για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους, είτε με επισκέψεις σε ένα αδρανές blog είτε με μια πιο προσωπική επικοινωνία, που εκτίμησα ιδιαίτερα. Τουλάχιστον. Σε μία έγραφα αρλούμπες και σε άλλη μία έγραφα μεγαλύτερες αρλούμπες. Στις υπόλοιπες ούτε καν θυμάμαι τί έγραφα. Τις έγραψα όμως και τις έσβησα κι αυτές. Τελικά κατέληξα σε αυτή και στο τσακ είμαι να τη σβήσω και πάλι. Αλλά δε θα το κάνω. Δεν πάει άλλο. Άσε που και να το ήθελα δε θα μπορούσα γιατί μου τελείωσε η γόμα σβήνοντας τη σκιά μου. Με ακολουθούσε η άτιμη όπου κι αν πήγαινα, κι όχι τίποτα άλλο, αλλά σε κάθε βήμα που έκανα την πατούσα και πόναγα. Λιγάκι.

Τέσπα. Εν κατακλείδι. Το τελευταίο διάστημα γέλασα. Πολύ. Μέχρι δακρύων. Και μετά μπερδεύτηκα λιγάκι. Και λίγο πιο μετά από το προηγούμενο μετά ξέχασα να θυμηθώ αυτά που ήθελα να ξεχάσω.

Άντε. Καλώς σας ξαναβρήκα.

26 Ιαν 2009

Εμπλεκόμενη απεμπλοκή

Ήχοι από το πουθενά. Παράξενα ακούσματα. Ξένα στο αυτί. Γνώριμα σε κάτι. Στη ματαιοδοξία. Στα κούφια όνειρα και στις τρύπιες καρδιές.

Μελιστάλαχτες καταστάσεις που κερδίζουν ποντάροντας στην ατυχία και πληρώνουν με σκουριασμένα κέρματα. Ξεχειλωμένα δάχτυλα που κινούνται μόνο από τις εντολές μανιοκαταθλιπτικού μαριονετίστα. Ψυχαναγκαστικές συνήθειες που δεν έχουν καμία ιδιότητα. Παρωχημένα συναισθήματα που σκουπίζουν τις τσίμπλες από το μάτι κι αφήνουν εκτεθειμένα στο κρύο τα δάκρυα. Ιλαρές υποσχέσεις που στραβώνουν τα χείλια και σαπίζουν τα δόντια. Ελοχαρείς σκέψεις που βαλτώνουν στη σκοτεινή πλευρά των εγκεφαλικών κυττάρων και κρύβονται από την ίδια τους την υπόσταση. Βλοσυρά βλέμματα που κακοφορμίζουν ξεχασμένες πληγές. Πολεμοχαρή νύχια που τρώγονται μεταξύ τους πριν φάνε τον εαυτό τους και πέσουν κάτω μαύρα από τη βρωμιά τους. Κανιβαλιστικά σκουπίδια που λερώνουν τις πρωτόγονες αισθήσεις με μίσος. Φοβισμένες δράσεις που τρέφονται από το φόβο τους για να τρομοκρατήσουν τις αντιδράσεις. Παράφωνες νότες που κρέμονται απεγνωσμένα από το πεντάγραμμο για να ακουστεί το κύκνειο άσμα τους. Πολύχρωμες εικόνες που χάνονται στο γκρίζο πριν ακόμη κοιταχτούν στον καθρέφτη. Απυρόβλητες υποθέσεις που αιμορραγούν μέσα στην αβεβαιότητά τους. Φαινομενική γαλήνη που εθελοτυφλεί μπροστά στους κινδύνους που ελλοχεύουν. Φιδίσιες διχαλωτές γλώσσες που γεύονται τις λυκοφιλίες και γαργαλάνε τα δάκρυα των κροκοδείλων.

Σαρκοφάγες επιθυμίες που ικανοποιούν την πείνα τους σε μαραμένες ιδέες. Ξέπνοες ανάσες που πασχίζουν για λίγο δηλητήριο πριν τελειώσουν. Φτηνές συνουσίες που γαμάνε την πραγματικότητα κάτω από άναστρες ξεπλυμένες νύχτες. Νεκρωμένος εγκέφαλος που κάνει παρέα σε άδειο τασάκι και σε γεμάτο μπουκάλι.

Σσσσσςςςςς..
Μη μιλάς για λίγο. Τώρα μόνο άκου.
Οι ήχοι έχουν πηγή τώρα πια.
Τους ακούς;

Σσσσσςςςςς..
Όλα είναι τόσο αστεία.
Ακριβώς μέχρι τη στιγμή που γίνονται σοβαρά.
Τότε είναι που μετατρέπονται σε ξεκαρδιστικά.

Σσσσσςςςςς..
Και γελώ μαζί τους..

10 Ιαν 2009

..προς το άγνωστο.

Τρεις γυναίκες είχε μέχρι τώρα.

Η πρώτη, του έδωσε πνοή. Τον πήρε στην αγκαλιά της και φύσηξε μέσα του. Αυτός αφέθηκε σε κάθε της κίνηση. Έπαιρνε άπληστα τη ζωή της και ξεπλήρωνε με στιγμές. Κένταγε με τη χρυσή βελόνα της πάνω στο σώμα του κι αυτός χάζευε τα σχέδια. Του άρεσε ν’ ανακατεύει τα χρώματα και να τα καταπίνει. Για να είναι πιο δύσκολο την επόμενη φορά. Να μπαίνει πιο βαθιά μέσα του για το επόμενο σχέδιο. «Ιερεμία, θα είμαι δίπλα σου για πάντα» του είχε πει κάποτε και τον έχασε. Δεν πίστευε στο "για πάντα". Δυο τόσο απλές λέξεις που μόνο να τις αισθανθείς μπορείς, όχι να τις πεις.

Η δεύτερη, πορεύθηκε μαζί του. Τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα. Αθόρυβα. Ύπουλα. Τον τάιζε σπόρους λουλουδιών. Άλλοτε φύτρωναν μπουμπούκια που άνθιζαν κι ευωδίαζαν κι άλλοτε μόνο αγκάθια που του ξέσκιζαν τα σωθικά. Αυτή ήξερε κι αυτός νόμιζε ότι διάλεγε. Έπαιζε σε όλα της τα παιχνίδια. Στα στημένα παιχνίδια που αυτή τράβαγε τους κλήρους. Πότε τον χάιδευε απαλά με τα χέρια της και πότε τον βασάνιζε με το ραβδί της. «Ιερεμία, να ξέρεις ότι – » ξεκίνησε να του λέει. «Δε θέλω να ξέρω πια» τη διέκοψε και της γύρισε την πλάτη. Δεν την ξαναείδε ποτέ.

Η τρίτη, του πήρε τα πάντα. Έμεινε μαζί του για λίγο αλλά έφερε το αναπόφευκτο. Τον κάρφωνε με το βλοσυρό της βλέμμα αλλά αυτός κοίταγε αλλού. Του ξέσκιζε τα όνειρα με τα κοφτερά της δόντια αλλά αυτός έκανε άλλα. Του έγδερνε το σώμα με τα μεγάλα βρώμικα νύχια της κι αυτός έφτιαχνε σχέδια με το αίμα. Του θύμιζε τ' αγκάθια κι αυτός σκεφτόταν τα λουλούδια. Τον έβαζε να παίζει με τα αιχμηρά της αντικείμενα και διασκέδαζε. «Ιερεμία, ήρθε η στιγμή για το ψαλίδι» του είπε μια μέρα και συμπλήρωσε «αλλά αυτή τη φορά θα παίξω εγώ». Κι έτσι έγινε. Πρώτα έπαιξε και μετά έκοψε.

Τώρα ο Ιερεμίας είναι μόνος του. Είναι στην είσοδο της πολυκατοικίας του και δεν ξέρει τι να κάνει. Ν' ανέβει σπίτι ή να περπατήσει; Κοιτάει προς τα πάνω και χαμογελάει. Σε λίγο βραδιάζει. Ανάβει τσιγάρο και ξεκινάει..

Για μια στιγμή μόνο σκέφτηκε τις τρεις ερωμένες του.
Κλωθώ, Λάχεση κι Άτροπος ήταν τα ονόματά τους.

27 Δεκ 2008

Το τρίο κι η σταθερά c (09)

Γκάζι. Όχι της κουζίνας. Την περιοχή εννοώ. Σαράντα πέντε μοίρες. Μη πάει ο νους σας σε χάρακες, γωνίες και μοιρογνωμόνια. Το μαγαζί εννοώ. Ταράτσα. Μη ξεφύγει το μυαλό σας κι αρχίσει να σκέφτεται θερμοσίφωνες, κεραίες και περιστέρια. Την ταράτσα του μαγαζιού εννοώ. Κατά τα άλλα όλα φυσιολογικά. Μπαρ, σκαμπό, πάσα, τραπεζάκια, καρέκλες, ηχεία, μουσική, μπουκάλια, ποτά. Και κόσμος. Πολύ κόσμος. Για να κάθεται, ν’ ακούει και να πίνει.

Κάπου εκεί κάθονται και τρεις τύποι. Όχι, μισό λεπτό. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Τι σημαίνει κάπου εκεί; Τι δηλαδή; Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί κι ο τρίτος λίγο πιο πέρα από το ανάμεσα στο εδώ κι εκεί; Όχι, όχι, όχι. Κι οι τρεις κάθονται στο μπαρ. Άντε πάλι. Όχι πάνω στο μπαρ. Ο καθένας κάθεται στο σκαμπό του μπροστά από το μπαρ. Και ναι. Επιτέλους. Ακριβώς όπως το φανταστήκατε. Ο ένας δίπλα στον άλλο. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Αν δε σας θυμίζει θα φταίει που έχει περάσει καιρός από τότε. Δε πειράζει όμως. Εγώ συνεχίζω.

Κάθονται εκεί. Και δε μιλάνε. Έχει πέσει μούγκα. Κανονικά. Ο καθένας είναι χαμένος στις σκέψεις του.

Ο ένας έχει καρφώσει το βλέμμα του στο ποτό του. Βότκα λεμόνι. Από το γυμνάσιο που ήπιε το πρώτο του, δεν έχει αλλάξει. Καμιά φορά, για την αλλαγή, ζητάει στυμμένο λεμόνι. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι ότι έχει αφιερώσει όλο του το είναι στο ποτήρι. Σαν να περιμένει να του πει κάτι. Αλλά αυτό τίποτα. Γίνεται κανά διάλειμμα που και που για να πιει. Και μετά πάλι το ίδιο. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο άλλος είναι με την Κορόνα του. Όχι κορόνα όπως λέμε στέμμα. Βασιλιάδες και τέτοια. Αφού την έγραψα και με κεφαλαίο κάπα. Τη μπύρα του. Αυτός κοιτάει μπροστά του. Αλλά δε βλέπει. Τα μάτια του είναι κενά. Ή μάλλον το βλέμμα του είναι κενό. Δεν εστιάζει πουθενά. Χαμένο. Πίνει τη μπύρα του σα ρομποτάκι. Κουνώντας μόνο το χέρι του. Σώμα και κεφάλι σταθερά. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Ο τρίτος είναι με το ουισκάκι του. HAIG με πάγο. Αυτός είναι με τα σκληρά. Καιρό τώρα. Πιο πολύ από τους άλλους. Πίνει και χαζεύει τον ουρανό. Αφού είναι στην ταράτσα, δε θυμάστε; Το φεγγάρι πουθενά. Μόνο δυο τρία αστέρια υπάρχουν. Άσε που το ένα μπορεί να είναι κι αεροπλάνο γιατί σαν να κινείται περίεργα. Νιώθει ότι βρίσκεται μεταξύ του πουθενά και του τίποτα. Σκέφτεται. Πολλά. Γάμησέ τα.

Τώρα που το σκέφτομαι τι σημαίνει ο ένας, ο άλλος και ο τρίτος; Έχουν ονόματα οι τύποι. Ο ένας είναι ο Γιώργος, ο άλλος είναι ο Πέτρος κι ο τρίτος είναι ο Σάκης. Όπως έχετε καταλάβει οι μαύρες πλερέζες τους λείπουν. Δεν είναι καλά. Κωλοκαταστάσεις. Ε τώρα, αν ούτε κι αυτό δε σας θυμίζει τίποτα δεν ξέρω τι άλλο να γράψω για να κάνω τη σύνδεση με κάποια προηγούμενη ιστορία. Συνεχίστε, αν δεν έχετε βαρεθεί ήδη, και θα τα καταλάβετε όλα.

Η μπαργούμαν έχει πολλή δουλειά. Ταυτόχρονα όμως παρατηρεί και τους τρεις αμίλητους και χαμένους στο διάστημα τύπους. Όπως κι εσείς, έτσι κι αυτή κατάλαβε τι είναι αυτό που τους λείπει. Και τους το λέει. «Αγόρια, έχω κάτι μαύρες πλερέζες πρόχειρες. Να σας τις δώσω ή να κεράσω μια ακόμη γύρα;»
Ο Γιώργος σηκώνει το κεφάλι του. Ο Πέτρος εστιάζει το βλέμμα του. Ο Σάκης κατεβάζει το κεφάλι του. Δε μιλάει κανείς. Την κοιτάνε σαν εξωγήινο. Αν είχαν μπροστά τους τον ET με κινητό στο χέρι να τηλεφωνεί σπίτι του, θα τον κοιτούσαν πιο φυσιολογικά.
«Όχι, να’ σαι καλά» μίλησε τελικά πρώτος ο Γιώργος.
«Να σε πληρώσουμε;» ρωτάει ο Πέτρος.
Ο Σάκης τίποτα. Απλά αρχίζει να ψάχνει τα λεφτά στην τσέπη του.

Πληρώνουν και φεύγουν. Ο βοτκάκιας με το μπυρόβιο έχουν έρθει με αυτοκίνητο. Ο καθένας με το δικό του. Ο ουισκάκιας με τη μηχανή του. Χαιρετιούνται έξω από το μαγαζί. Ο καθένας κινείται προς το όχημά του. Μόνος παρέα με τις σκέψεις του. Πηγαίνουν σπίτι τους. Άντε να δούμε πως θα βγει κι αυτό το βράδυ. Μέχρι να φτάσουν όμως σπίτια τους ας δούμε εμείς τι έχει γίνει και είναι έτσι τα παλικάρια μας.

Θυμάστε το Γιώργο με τη Χ; Τελικά χώρισαν. Και για να είμαστε σωστοί, τελικά αυτός της ζήτησε να χωρίσουν. Πριν λίγες μέρες. Ήταν ένα δύσκολο βράδυ. Η Χ έκλαιγε απαρηγόρητη. Κι ο Γιώργος ήθελε να κλάψει. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πληγώθηκε. Του στοίχισε πάρα πολύ αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτό που τον επηρέασε πιο πολύ απ’ όλα ήταν ο πόνος που προκάλεσε. Δεν το άντεχε. Αλλά είπαμε. Δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τον Πέτρο με την Ψ τους θυμάστε; Χώρισαν κι αυτοί. Το προηγούμενο βράδυ. Συναντήθηκαν στο σπίτι του Πέτρου και μίλησαν εφ’ όλης της ύλης. Τα είπαν όλα. Με απόλυτη ειλικρίνεια. Πως ξεκίνησαν, πως συνέχισαν και πως είναι τώρα. Αλλά τελικά το πουλάκι πέταξε. Η Ψ την έσβησε τη μηχανή και ο Πέτρος κουράστηκε να σπρώχνει. Μπορούμε να πούμε ότι αποφάσισαν να χωρίσουν κι οι δύο. Κοινή συναινέσει που λένε. Αλλά ο Πέτρος δεν το αντέχει. Μπορεί να μην είχε ουσιαστικά άλλη επιλογή αλλά δε μπορεί να το αποδεχτεί κι απόλυτα. Την ήθελε πολύ την Ψ αλλά μάλλον άργησε να το καταλάβει. Κι όπως είπαμε και πριν, το πουλάκι πέταξε. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Τώρα τι να πούμε για το Σάκη και τη Ζ; Αυτοί είναι χωρισμένοι εδώ και καιρό. Αλλά ο Σάκης είναι ακόμη το ίδιο πληγωμένος. Τα είχαμε πει και την προηγούμενη φορά αναλυτικά. Ο πόνος του γίνεται θλίψη. Η θλίψη γίνεται φόβος. Ο φόβος τον κάνει να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Κι η συνειδητοποίηση του προκαλεί νέο πόνο. Πιο δυνατό. Πιο γεμάτο. Και φτου κι απ’ την αρχή. Μπορεί τον τελευταίο καιρό να δείχνει ότι συνέρχεται στους γύρω του. Αλλά αυτό μόνο επιφανειακά. Μέσα του τα πράγματα είναι ίδια. Η πραγματικότητα είναι σκληρή. Κι όχι τίποτα άλλο. Αλλά αυτή η πουτάνα η πραγματικότητα δαγκώνει κι από πάνω. Χάλια. Μαύρα χάλια.

Θυμηθήκατε τώρα αυτά που σας έλεγα; Αλλά για μισό λεπτό. Κάτι γίνεται εδώ πέρα. Κάποιος από του τρεις δεν πήγε σπίτι του. Είναι κάπου αλλού.

Ο Γιώργος είναι στο Λυκαβηττό. Δεν έχει πολύ κόσμο γιατί έβγαλε ψυχρούλα. Είναι μόνος του στη μια άκρη του μαντρότοιχου. Κάθεται και χαζεύει τη φωτισμένη Αθήνα. Ανάβει τσιγάρο. Στο μυαλό του γυρίζει το σκηνικό του χωρισμού. Παράλληλα σκέφτεται και τους άλλους δύο. Όλα μαζεμένα. Έχουν κι αυτοί τα δικά τους. Δε θέλει να τους φορτώσει και με τα δικά του. Το τσιγάρο τελειώνει κι έχει ήδη βγάλει το επόμενο. Τη στιγμή που πάει να το ανάψει αισθάνεται ένα χέρι στον ώμο του να τον ακουμπάει μαλακά.
«Κι εσύ εδώ;» του λέει ο Πέτρος.
«Δε μπορούσα να γυρίσω σπίτι ρε φιλαράκι» απαντά ο Γιώργος χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. «Κι είπα να έρθω εδώ πάνω για ένα τσιγάρο.»
«Κι εγώ μία από τα ίδια. Δε με χωράει ο τόπος. Να κάτσω;» ρωτάει ο Πέτρος.
«Τι ρωτάς μωρέ μαλάκα;»
Οπότε κάθισε. Ήταν οι δυο τους. Άναψαν τσιγάρο. Ο Πέτρος το πρώτο. Ο Γιώργος το δεύτερο. Σκέφτονται τον τρίτο. Την ησυχία τη σπάει ο Πέτρος. «Να πάρουμε τηλέφωνο το Σάκη, ν’ ανέβει κι αυτός;»
Ο Γιώργος έχει αμφιβολίες. «Ξέρω κι εγώ ρε φίλε; Έχει κι αυτός τα δικά του. Περισσότερο καιρό από εμάς. Μην έρθει και του μαυρίσουμε κι άλλο την ψυχή.»
«Δίκιο έχεις» συμφωνεί ο Πέτρος. «Άσ’ τον καλύτερα.»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και τα κινητά και των δύο χτυπάνε σχεδόν ταυτόχρονα. Τώρα αν σας πω ότι ο καθένας δε παρακάλεσε από μέσα του να είναι οι Χ και Ψ, θα σας πω ψέματα. Ο καθένας είχε στο μυαλό του το ιδανικό μήνυμα για την περίπτωσή του, όταν έπιανε το κινητό για να το διαβάσει. Αλλά αυτά γίνονται μόνο στις ταινίες. Το μήνυμα και των δύο είναι το ίδιο. Κι είναι από το Σάκη.

Μήνυμα Σάκη προς Γιώργο και Πέτρο.
Χωρισμένε μαλάκα πάρε τον άλλο το χωρισμένο μαλάκα κι ελάτε στην άλλη άκρη του μαντρότοιχου που σας περιμένει ο χωρισμένος αρχιμαλάκας.

Οι δυο τους κοιτιούνται και χαμογελούν αυθόρμητα. Γυρίζουν τα κεφάλια τους προς την άλλη άκρη του μαντρότοιχου. Το μόνο που διακρίνουν είναι μια σκοτεινή φιγούρα που κάθεται απομονωμένη από το λιγοστό κόσμο που βρίσκεται αυτή την ώρα στο Λυκαβηττό. Μια καύτρα ανεβοκατεβαίνει σαν πυγολαμπίδα μπροστά της. Λίγο πιο πέρα είναι η σκιά μιας μηχανής. Σηκώνονται κι αρχίζουν να περπατάνε προς τα κει. Συναντιούνται με το Σάκη. Βολεύονται. Ανάβουν τσιγάρο. Κι αυτή τη φορά δεν ήταν μες στη μούγκα. Αυτή τη φορά μίλησαν. Ως το πρωί.

Λίγο πληγωμένοι. Μια βόλτα στενοχωρημένοι. Μια κουβέντα μαλάκες. Αλλά ωραία τυπάκια!