25 Ιουλ 2008

Wish You Were Here..

Ξύπνησα το μεσημέρι. Στη μία ακριβώς άνοιξαν τα μάτια μου κι όσο κι αν ήθελα να τα ξανακλείσω, δεν τα κατάφερα. Οι σκέψεις μου δε με άφησαν. Και για πρώτη φορά μετά από καιρό οι σκέψεις ήταν τελείως διαφορετικές από αυτές που πλέον είχα συνηθίσει να έχω.

Η πρώτη μου σκέψη επικεντρωνόταν στις τάσεις φυγής που τριγυρίζουν το μυαλό μου, αλλά δε βρίσκουν τον τρόπο να μπουν μέσα του. Να πάρω τη μηχανή μαζί με λίγα πράγματα και αυτά τα λίγα λεφτά που έχω στην άκρη κι όπου με βγάλει; Να βγάλω εισιτήρια για τη Μήλο, χωρίς να ξέρω πότε θα επιστρέψω; Έχω τα αρχίδια να κάνω κάτι από αυτά τα δύο; Θα δείξει. Για πρώτη φορά οι τάσεις φυγής όχι απλά με περιτριγυρίζουν αλλά μ' ακουμπάνε κιόλας. Μάλλον είναι θέμα χρόνου να μπουν μέσα μου. Μέχρι να έρθει όμως αυτή η στιγμή, το ιδανικό θα ήταν να μπορούσα να διακτινιστώ (ναι Σκότι, σε σένα μιλάω) σ' ένα μέρος όπου δεν ξέρω κανέναν και δε με ξέρει κανείς.

Η δεύτερη σκέψη μου ήταν ουσιαστικά μια λαχτάρα. Ν' ακούσω ένα δίσκο που είχα χρόνια να τον ακουμπήσω. Το δίσκο που μου είχε κάνει δώρο. Το δίσκο που με περίμενε υπομονετικά μέσα σ' ένα φάκελο, στο γραμματοκιβώτιο μου, ένα θλιμμένο πρωινό πριν πολλά χρόνια στην Πάτρα. Το δίσκο που με ακόμη περισσότερη υπομονή περίμενε να έρθει και πάλι η σειρά του για να ακουστεί. Και ήρθε.

Σηκώθηκα, έφτιαξα τον καφέ μου, πήγα προς τα cd μου, τον πήρα στα χέρια μου και κάθησα στο γραφείο. Άναψα το πρώτο (από τα πολλά) τσιγάρο της ημέρας και άνοιξα το cd. Μέσα ήταν ακόμη η κάρτα που μου είχε γράψει. "Είναι ένα πραγματικό ταξίδι που μόνο μαζί σου μπορώ και θέλω να μοιραστώ! Άκουσε το... Μου λείπεις..." Έμεινα εκεί να κρατάω την κάρτα, να τη διαβάζω και να την ξαναδιαβάζω, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Η μυρωδιά του καμμένου φίλτρου στο χέρι μου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Άναψα ένα καινούριο τσιγάρο, έβαλα το cd και πάτησα play. Και τότε, με τις πρώτες μελαγχολικές νότες του δίσκου, τα  θυμήθηκα όλα.

Θυμήθηκα τη μέρα που τη γνώρισα. Όταν, αγουροξυπνημένος φοιτητής, κατέβαινα στην πλατεία Όλγας, στο καφενείο του Μάκη, να πιω τον καφέ μου με τους συμφοιτητές. Κι ήταν κι αυτή εκεί, ως επισκέπτρια στον παιδικό της φίλο και συμφοιτητή μου. Θυμήθηκα τη Σαντορίνη. Τις πρώτες μας διακοπές. Θυμήθηκα τον τρόμο που είχα νιώσει όταν είδα δάκρυα στα μάτια της τη στιγμή που κάναμε έρωτα. Κι έπειτα την αγαλλίαση που ένιωσα όταν με διαβεβαίωσε ότι ήταν δάκρυα χαράς. Θυμήθηκα τα πρώτα δάκρυα λύπης που της πρόσφερα απλόχερα. Στα σκαλάκια της πολυκατοικίας μου, στην Καραϊσκάκη. Θυμήθηκα τον πόνο που της είχα προκαλέσει. Θυμήθηκα τα κλεφτά φιλιά μας πίσω από μια κόλα χαρτί. Για να μη μας δουν οι άλλοι. Θυμήθηκα το ταξίδι της για να έρθει να με δει την πρώτη φορά που θα έπαιζα μουσική σε μαγαζί. Θυμήθηκα ότι ήθελα να ήμουν και πάλι μαζί της. Αλλά δε μπορούσα. Θυμήθηκα τα διάσπαρτα βράδια που βρισκόμασταν από τύχη. Και το καθένα από αυτά ήταν υπέροχο, παρά τη γλυκόπικρη γεύση που αφήναν. Θυμήθηκα ότι πέρασαν χρόνια μέχρι να την ξαναδώ. Έκανε τη ζωή της κι εγώ τη δική μου. Θυμήθηκα το βράδυ στο μπαρ 4 που την ξαναείδα. Όταν όλα ξύπνησαν πάλι μέσα μου, από την αρχή. Θυμήθηκα τους ενδοιασμούς μου και τις φοβίες μου. Θυμήθηκα ότι αποφάσισα να τα δώσω όλα. Για πρώτη φορά άφησα τον εαυτό μου.

Θυμήθηκα τα λίγα βράδια που κοιμηθήκαμε μαζί. Το χέρι της να με ψάχνει για να με πάρει αγκαλιά. Με ξύπναγε αλλά δε με πείραζε. Έμενα ακίνητος και απολάμβανα το βάρος του χεριού της στο σώμα μου. Θυμήθηκα ότι όταν ξύπναγα μέσα στον ύπνο μου και δεν την ένιωθα δίπλα μου, έψαχνα το χέρι της για να το βάλω πάνω μου. Και μόνο τότε μπορούσα να ξανακοιμηθώ.

Θυμήθηκα και το βράδυ που αποφάσισε να χωρίσουμε. Όλα αυτά που της είπα. Όλα αυτά που ήθελα να της πω και δεν το έκανα ποτέ. Ήταν τα μόνα που ήθελα να ξεχάσω. Αλλά τα θυμήθηκα κι αυτά. Όλα..

Ταξίδεψα πολύ εκείνη τη μέρα. Έχασα το δρόμο και τον ξαναβρήκα πολλές φορές. Έπεσα και ξανασηκώθηκα. Στενοχωρήθηκα και χάρηκα. Δεν ξέρω αν μου έκανε καλό. Ξέρω ότι άδειασα. Και μέσα στο άδειασμα συνειδητοποίησα τί είναι αυτό που θέλω.

Θέλω να μπορώ να κοιτάω στα μάτια το παρελθόν και να έχω τη δύναμη να μην παρασύρομαι στο ταξίδι του..

Σήμερα, από σπόντα, έπεσε στην αντίληψη μου ένα blog το οποίο πραγματικά με άγγιξε. Ένα συγκεκριμένο άρθρο του ήταν αυτό που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Όχι μόνο για αυτά που έλεγε, αλλά κυρίως γιατί κάπως έτσι αισθάνθηκα κι εγώ πριν λίγες μέρες. Για λίγο ταυτίστηκα με το συγγραφέα. Τα λόγια του ήταν παρηγοριά και ταυτόχρονα μαχαίρι στην καρδιά. Το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος. Όπως επίσης ξέρω ότι υπήρξαν και θα υπάρξουν πολλοί σαν εμένα. Όλα αυτά μου δημιούργησαν την ανάγκη να βγάλω από μέσα μου κάτι, χωρίς να περιμένω τίποτα. Σ' ευχαριστώ πολύ Siddhartha (κι ας μη σε ξέρω), σ' ευχαριστώ πολύ και σου ζητώ συγγνώμη για ό,τι μπορεί να σου "έκλεψα"..

3 σχόλια:

παράλληλος είπε...

Η μνήμη. Πιο τελεσίδικη κι απ' τον θάνατο...

Να έχεις πάντα το μυαλό να θυμάσαι!

Vicky είπε...

Αυτό το άδειασμα, δεν είναι ό,τι πιο λυτρωτικό έχεις νιώσει; Τουλάχιστον τις στιγμές εκείνες..

SDRyche είπε...

@παράλληλος
Καμιά φορά είναι καλύτερα να ξεχάσεις πριν ξαναθυμηθείς..

@vicky
Ναι. Αλλά όπως το είπες είναι μόνο για εκείνες τις στιγμές. Μετά σιγά σιγά ξαναγεμίζεις. Τουλάχιστον προς το παρόν.